Ασκήσεις ρήματα η κλίση των αορίστων β΄ ἔβην, ἔγνων, ἔδραν, ἔφυν, ἐρρύην
§ ΑΣΚΗΣΗ 1
Να συμπληρώσετε τον πίνακα με τους κατάλληλους τύπους του αορίστου β΄ στα πρόσωπα που ζητούνται.
Οριστική |
Υποτακτική |
Ευκτική |
Προστακτική |
|
ρ. ἀναβαίνω (ὑμεῖς) |
||||
ρ. ζῶ (σὺ) |
||||
ρ. φθάνω (οὗτος) |
||||
ρ. ῥέω (ὑμεῖς) |
||||
ρ. ἐκφύομαι (ἐγὼ) |
||||
ρ. ἀποδιδράσκω (σὺ) |
||||
ρ. μεταγιγνώσκω (οὗτος) |
||||
ρ. ἁλίσκομαι (οὗτοι) |
||||
ρ. διαρρέω (ἡμεῖς) |
||||
ρ. φύομαι (ἡμεῖς) |
§ ΑΣΚΗΣΗ 2
Να μεταφέρετε καθέναν από τους τύπους που δίνονται στον αντίστοιχο τύπο του αόριστου β΄.
· κατάβαινε
· ἁλίσκῃ
· ἐγνωκὼς ἴσθι
· ἀναδύεσθαι
· βιωσοίμην
· προσβεβηκέναι
· διαγνωσόμενος
· διαδράσομαι
· ῥέοιεν
· πέφυκε
§ ΑΣΚΗΣΗ 3
Να κλίνετε τον ενεργητικό αόριστο β΄ του ρήματος ἀποδιδράσκω σε όλες τις εγκλίσεις του.
§ ΑΣΚΗΣΗ 4
Να γίνει χρονική αντικατάσταση των ρηματικών τύπων: βιῴη – ἀνάγνωθι – κατάβηθι.
§ ΑΣΚΗΣΗ 5
Να γράψετε στο ίδιο πρόσωπο του άλλου αριθμού τους παρακάτω τύπους και να σχηματίσετε τους ονοματικούς τύπους του χρόνου όπου βρίσκονται:
κατέγνωσαν →
διαβῶσι →
ἀποδραῖτε →
ἑάλω →
διάγνωθι →
ἁλοίην →
§ ΑΣΚΗΣΗ 6
Να συμπληρώσετε τα κενά των προτάσεων με τους κατάλληλους τύπους του αορίστου β΄:
1. Ἀνάγκη γὰρ ἐγένετο αὐτῷ μετὰ τὴν κρίσιν τριάκοντα ἡμέρας ………………….
(ζῶ, απαρέμφατο)
2. Ὦ γλυκύ μου ἔαρ, γλυκύτατόν μου τέκνον ποῦ …………………. σου τὸ κάλλος;
(δύομαι, οριστική)
3. Σοῦ δὲ ποιοῦντος ἐλεημοσύνην μὴ ………………… ἡ ἀριστερά σου τί ποιεῖ ἡ δεξιά σου.
(γιγνώσκω, προστακτική)
4. Οἱ ἔχοντες τὴν πόλιν φοβηθέντες μὴ κατὰ κράτος ………………… ἐξέλιπον τὰ τείχη.
(ἁλίσκομαι, ευκτική)
5. ………………… καλῶς θαυμαστὰ οἱ πρόγονοι τῶν ἐνθάδε κειμένων ἠργάσαντο.
(φύομαι, μετοχή)
6. Οὐκ ………………… εἰς Τροιζῆνα ἐλθόντες καὶ τοιαύταις νόσοις ἐλήφθημεν.
(φθάνω, οριστική)
7. Μαιάνδριος δ’ ………………… ἐκ τῆς Σάμου ἐκπλεῖ ἐς Λακεδαίμονα.
(ἀποδιδράσκω, μετοχή)
8. Ἡμέτερον δὴ ἔργον τὰς βελτίστας φύσεις ἀναγκάσαι ………………… τὴν ἀνάβασιν.
(ἀναβαίνω, απαρέμφατο)
9. Ἐκ γυναικὸς ………………… τὰ φαῦλα.
(ῥέω, οριστική).
Λύση
Οριστική |
Υποτακτική |
Ευκτική |
Προστακτική |
|
ρ. ἀναβαίνω (ὑμεῖς) |
ἀνέβητε |
ἀναβῆτε |
ἀναβαίητε / ἀναβαῖτε |
ἀνάβητε |
ρ. ζῶ (σὺ) |
ἐβίως |
βιῶς |
βιῴης |
- |
ρ. φθάνω (οὗτος) |
ἔφθη |
φθῇ |
φθαίη |
- |
ρ. ῥέω (ὑμεῖς) |
ἐρρύητε |
ῥυῆτε |
ῥυείητε / ῥυεῖτε |
- |
ρ. ἐκφύομαι (ἐγὼ) |
ἐξέφυν |
ἐκφύω |
ἐκφύοιμι |
- |
ρ. ἀποδιδράσκω (σὺ) |
ἀπέδρας |
ἀποδρᾷς |
ἀποδραίης |
ἀπόδραθι |
ρ. μεταγιγνώσκω (οὗτος) |
μετέγνω |
μεταγνῷ |
μεταγνοίη |
μεταγνώτω |
ρ. ἁλίσκομαι (οὗτοι) |
ἑάλωσαν |
ἁλῶσι(ν) |
ἁλοίησαν / ἁλοῖεν |
- |
ρ. διαρρέω (ἡμεῖς) |
διερρύημεν |
διαρρυῶμεν |
διαρρυείημεν / διαρρυεῖμεν |
- |
ρ. φύομαι (ἡμεῖς) |
ἔφυμεν |
φύωμεν |
φύοιμεν |
Λύση
· κατάβαινε (β΄ ενικό προστακτικής ενεστώτα, του ρ. «καταβαίνω») → κατάβηθι
· ἁλίσκῃ (β΄ ενικό υποτακτικής ενεστώτα, του ρ. «ἁλίσκομαι») → ἁλῷς
· ἐγνωκὼς ἴσθι (β΄ ενικό προστακτικής παρακειμένου, του ρ. «γιγνώσκω») → γνῶθι
· ἀναδύεσθαι (απαρέμφατο ενεστώτα, του ρ. «ἀναδύομαι») → ἀναδῦναι
· βιωσοίμην (α΄ ενικό ευκτικής μέλλοντα, του ρ. «ζῶ») → βιῴην
· προσβεβηκέναι (απαρέμφατο παρακειμένου, του ρ. «προσβαίνω») → προσβῆναι
· διαγνωσόμενος (ονομαστική ενικού αρσενικού γένους μετοχής μέλλοντα, του ρ. «διαγιγνώσκω») → διαγνοὺς
· διαδράσομαι (α΄ ενικό οριστικής μέλλοντα, του ρ. «διαδιδράσκω») → διέδραν
· ῥέοιεν (γ΄ πληθυντικό ευκτικής ενεστώτα, του ρ. «ῥέω») → ῥυείησαν / ῥυεῖεν
· πέφυκε (γ΄ ενικό οριστικής παρακειμένου, του ρ. «φύομαι») → ἔφυ.
· Λύση
ΟΡΙΣΤΙΚΗ |
ΥΠΟΤΑΚΤΙΚΗ |
ΕΥΚΤΙΚΗ |
ΠΡΟΣΤΑΚΤΙΚΗ |
ἀπέδραν |
ἀποδρῶ |
ἀποδραίην |
- |
ἀπέδρας |
ἀποδρᾷς |
ἀποδραίης |
ἀπόδραθι |
ἀπέδρα |
ἀποδρᾷ |
ἀποδραίη |
ἀποδράτω |
ἀπέδραμεν |
ἀποδρῶμεν |
ἀποδραῖμεν |
- |
ἀπέδρατε |
ἀποδρᾶτε |
ἀποδραῖτε |
ἀπόδρατε |
ἀπέδρασαν |
ἀποδρῶσιν |
ἀποδραῖεν |
ἀποδράντων / |
Λύση
ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ |
ζῴη |
ἀναγίγνωσκε |
κατάβαινε |
ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΟΣ |
- |
- |
- |
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ |
βιώσοιτο |
- |
- |
ΑΟΡΙΣΤΟΣ |
βιῴη |
ἀνάγνωθι |
κατάβηθι |
ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ |
βεβιωκὼς εἴη |
ἀνεγνωκὼς ἴσθι |
καταβεβηκὼς ἴσθι |
ΥΠΕΡΣΥΝΤΕΛΙΚΟΣ |
- |
- |
- |
Λύση
κατέγνωσαν → κατέγνω, καταγνῶναι, καταγνούς, -οῦσα, -ὸν
διαβῶσι → διαβῇ, διαβῆναι, διαβάς, -ᾶσα, -ὰν
ἀποδραῖτε → ἀποδραίης, ἀποδρᾶναι, ἀποδράς, -ᾶσα, -ὰν
ἑάλω → ἑάλωσαν, ἁλῶναι, ἁλούς, -οῦσα, -ὸν
διάγνωθι → διάγνωτε, διαγνῶναι, διαγνούς, -οῦσα, -ὸν
ἁλοίην → ἁλοῖμεν, ἁλῶναι, ἁλούς, -οῦσα, -ὸν
Λύση
1. Ἀνάγκη γὰρ ἐγένετο αὐτῷ μετὰ τὴν κρίσιν τριάκοντα ἡμέρας βιῶναι.
2. Ὦ γλυκύ μου ἔαρ, γλυκύτατόν μου τέκνον ποῦ ἔδυ σου τὸ κάλλος;
3. Σοῦ δὲ ποιοῦντος ἐλεημοσύνην μὴ γνώτω ἡ ἀριστερά σου τί ποιεῖ ἡ δεξιά σου.
4. Οἱ ἔχοντες τὴν πόλιν φοβηθέντες μὴ κατὰ κράτος ἁλοῖεν ἐξέλιπον τὰ τείχη.
5. Φύντες καλῶς θαυμαστὰ οἱ πρόγονοι τῶν ἐνθάδε κειμένων ἠργάσαντο.
6. Οὐκ ἔφθημεν εἰς Τροιζῆνα ἐλθόντες καὶ τοιαύταις νόσοις ἐλήφθημεν.
7. Μαιάνδριος δ’ ἀποδρὰς ἐκ τῆς Σάμου ἐκπλεῖ ἐς Λακεδαίμονα.
8. Ἡμέτερον δὴ ἔργον τὰς βελτίστας φύσεις ἀναγκάσαι ἀναβαίνειν τὴν ἀνάβασιν.
9. Ἐκ γυναικὸς ἐρρύη τὰ φαῦλα.