Ιστορία

Οι εξισλαμισμοί μετά την πτώση της Κωνσταντινούπολης

1.     Παιδομάζωμα

 

Ο Σουλτάνος έχοντας δώσει θρησκευτικές ελευθερίες στο Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης και κατ’ επέκταση στις τοπικές Εκκλησίες, επέτρεπε στους χριστιανούς να ασκούν την λατρεία τους, απαγόρευε όμως το χτίσιμο νέων ναών και την ανακαίνιση παλαιότερων. Την βούληση του Σουλτάνου πολλές φορές δεν την διατηρούσαν και έτσι φανατικοί μουσουλμάνοι μοναχοί και γενίτσαροι δημιουργούσαν προβλήματα σε εκκλησίες, μετατρέποντάς τες σε τζαμιά και ιερωμένους σε μουσουλμάνους, με την χρήση βίας[1]. Το σημαντικότερο, αλλά και βαρβαρότερο πλήγμα που δεχόταν ο χριστιανικός πληθυσμός,  την περίοδο που μελετάμε, είναι το παιδομάζωμα. Με τον όρο παιδομάζωμα εννοούμε «την βίαια απόσπαση από το τουρκικό κράτος υπό την μορφή φόρου παιδιών των χριστιανών υπηκόων από το εθνικό, θρησκευτικό και πολιτιστικό τους περιβάλλον και η ένταξη τους στο τουρκικό –ισλαμικό, με σκοπό την χρησιμοποίηση τους στου παλάτι, στο στρατό[2] (στα τάγματα των γενιτσάρων) και στην κρατική διοίκηση, αφενός για να υπηρετήσουν τον σουλτάνο ως δούλοι και απελεύθεροι (Klienten) και αφετέρου για να αποτελέσουν την κυρίαρχη τάξη του κράτους»[3]. Το ντεβσιρμέ γινόταν κάθε πέντε χρόνια και αργότερα κάθε δύο, με μορφή φορολογίας. Δεν είχε επιδίωξη την ελάττωση του ελληνικού πληθυσμού, αλλά τη δημιουργία ενός ισχυρού στρατού, τυφλά υπάκουο στο Σουλτάνο. Οι ηλικίες που στρατολογούνταν, ποικίλουν στις διάφορες μουσουλμανικές πηγές παρουσιάζοντας σημαντικές αποκλίσεις. Κυμαίνονταν από την ηλικία των οκτώ ετών έως αυτή των είκοσι ετών. Ακόμη θα πρέπει να σημειωθεί, ότι υπήρχαν και περιπτώσεις που τα νεαρά αγόρια παραδίδονταν από τους ίδιους τους γονείς, κυρίως από φόβο. Η αγωνία αυτή και ο φόβος αποτυπώνεται στα δημοτικά τραγούδια της εποχής:

«Ανάθεμά σε βασιλιά, και τρισανάθεμά σε, 
με το κακόν οπό’ καμες, με το κακό που κάνεις. 
Στέλνεις, δένεις τους γέροντας, τους πρώτους τους παπάδες, 
να μάσεις παιδομάζωμα, να κάμεις γενιτσάρους. 
Κλαιν οι γονέοι τα παιδιά και οι αδερφές τα αδέρφια, 
κλαίγω κι εγώ και καίγομαι και όσο ζω θα κλαίω, 
πέρσι πήραν το γιόκα μου, φέτο τον αδερφό μου»[4].

            Στους δύο τελευταίους στίχους, του δημοτικού τραγουδιού, αποτυπώνεται ο πόνος της μάνας, η οποία είναι ταυτόχρονα και αδερφή, για τον χαμό των αγοριών. Απώλεια, η οποία ισοδυναμούσε με τον θάνατο τους, καθώς δεν θα τους έβλεπαν ποτέ ξανά.  Ένιωθαν ότι ένα κομμάτι της ζωής και της ψυχής τους χανόταν,  ενώ το μόνο που τους παρηγορούσε ήταν η ανάμνηση τους, με αποτέλεσμα ο ψυχολογικός πόνος να μην καταλαγιάζει ποτέ.

Κατά την διάρκεια της εκπαίδευσής τους δέχονταν, όχι μόνο την σκληρή στρατιωτική διαπαιδαγώγηση, αλλά και την έντονη ψυχολογική πίεση για την είσοδο  τους στην θρησκεία του Αλλάχ. Η μετατροπή αυτή των αγοριών, σε σκληρούς γενίτσαρους, επηρέαζε βαθύτατα, όχι μόνο την ελληνική  ορθόδοξη οικογένεια, η οποία με κλάματα και πόνο έδινε τα παιδιά της  στο Σουλτάνο αλλά και την κοινωνία γενικότερα. Η οικογένεια ποτέ δεν ξεχνούσε τα παιδιά της, με καημό πάντα τα συλλογιζόταν, ενώ η ψυχική οδύνη των γονέων ισοδυναμούσε με το θάνατο. Στο παρακάτω απόσπασμα, το οποίο εκδόθηκε με το τίτλο: «Κάρολος ο Ε’ της Γερμανίας και οἱ πρός ἀπελεύθερωσιν προσπάθειες », αναφέρεται με γλαφυρό τρόπο, ο πόνος και η θλίψη της ελληνικής κοινωνίας, στα 1550 περίπου[5]Χαρακτηριστικά αναφέρει ότι τα νεαρά αγόρια τριετῆ ζουσ' ἄνεσιν, τάχα τοτ' ἐπαφίνονμε τις οικογένειες τους, ώστε να μεγαλώσουν και να φτάσουν στην κατάλληλη ηλικία μετέρχοντ' ἄλλοι θηρευταί κ' ἁρπάζουσιν κἀκεινων, δηλαδή και τα υπόλοιπα αγόρια της οικογένειας ή του χωριού ή της πόλεις και  τα μετέφεραν στο Βυζάντιο για εκπαίδευση. Ότι την εκπαίδευση βιαίως καί τυραννικῶς ἤ τούς αὐχένας τέμνων, βασάνοις τιτρωσκόμενοι πιστεῦσαι καί συντάξαι πλάνην τήν μωαμεθανικήν εἰλικρινῶς δοξάσαι κ’ ἀπαρνηθῶσιν την λαμπράν χριστιανῶν θρησκείαν, δίνοντας έτσι μια ακόμη νίκη στον ισλαμισμό και οδηγώντας σε κρίση την χριστιανική θρησκεία και πίστη, με επακόλουθο τα αγόρια, εμπρός στον τρόμο του θανάτου ταῦτα βλασφημοῦσιν, την πίστη προς τον Χριστό και έτσι τοῦ ὕδατος καί πνεύματος τήν χάριν καταργοῦσιν. Ότι ἁρνῶνται τά μυστήρια τῆς εὐαγοῦς θρησκείας, δημιουργώντας φανατικούς μουσουλμάνους και ότι σε αυτήν την άρνηση συμμετέχουν οι στρατιαί τῶν οὐρανῶν, οι οποίες στενάζουσιν μεγάλως λυπούμεναι τον χωρισμόν καί τῆς ψυχῆς τό κάλλος.  Τέλος, ότι δημιουργούσαν στην ψυχή τους μεγάλη τρικυμία, ενώ ταυτόχρονα του  θεοῦ στεροῦνται βασιλείας. Η πεποίθηση, ότι η απομάκρυνση του ατόμου από την Ορθόδοξη θρησκεία σήμαινε και το τέλος της σωτηρίας της ψυχής, δημιουργούσε ακόμη μεγαλύτερη θλίψη στην οικογένεια:

 «....ἄνδρες ὁμοῦ καί γυναιξί τῆς συμφορᾶς ἐκείνης,

μιμούμενοι πορεύονται ἐν τοῖς μοναστητίοις

καί, δι' εὐχῶν καί προσευχῶν καί λυπηροῖς δακρύοις,

τυπτόμενοι τοῖς θώραξιν καί τ' ὄμμα εἰς τά ὕψη,

μεγαλοφώνως κράζωσιν τήν τοῦ προφήτου ῥῆσιν:

Ῥῦσαι ἡμᾶς, ὧ κύριε, ἐξ' Ἄδου κατωτάτου,

ἀπό τά βάθη τά πικρά τοῦ δολεροῦ θανάτου....»[6]

Βασικός λόγος, διατήρησης του παιδομαζώματος στον ελλαδικό χώρο, ήταν η αδυναμία αντίστασης στον μουσουλμανικό κόσμο, κυρίως μετά την πτώση της Κωνσταντινούπολης, η οποία ήταν άρρηκτα δεμένη με την ορθόδοξη πίστη και των αγώνα εναντίον των απίστων. Παρόλα αυτά, υπήρχαν αντιστάσεις εκ μέρους των Ελλήνων, στην Αλβανία και την Ήπειρο, οι οποίες δεν ήταν ιδιαίτερα έντονες:     

«Τώρα το Μάρτη με δροσιές, π ανοίγουν τα λουλούδια, 
 βουνά μου, μην ανθίσετε, μην ακουστούν τραγούδια, 
 γιατί ήρθαν χρόνια δύστυχα, καταραμένα χρόνια.

Οι Τούρκοι παίρνουν τα παιδιά , τα ρίχνουν στα χαρέμια.

 Βουνά μου, χαμηλώσετε, ανυψωθείτε κάμποι,

και σεις δεσμά της φυλακής, καείτε, γκρεμιστείτε,

και συ, ο αδερφούλης μου, τους Τούρκους να σκοτώνεις,

κι όσους είναι στη φυλακή να τους ελευθερώνεις»[7].

Η ψυχολογική πίεση, που δέχονταν, ώστε να μην χάσουν τα παιδιά τους, φαίνεται και στο γεγονός, ότι προσπαθούσαν να τα στέλνουν σε άλλες πόλεις, όπου δεν γινόταν ντεβσιρμέ π.χ. στην πόλη των Ιωαννίνων, στο Γαλατά, στη Ρόδο κ.α. ή πλήρωναν τεράστια χρηματικά ποσά στους αξιωματικούς που ήταν επιφορτισμένοι με τη συγκέντρωση των παιδιών. Διότι από τη φύση τους οι άνθρωποι, και ιδιαίτερα οι γονείς, δεν αποχωρίζονται με ευχάριστο τρόπο τα παιδιά τους, ακόμη και αν πρόκειται να τα ξαναδούν, πόσο μάλλον όταν δεν θα τα έβλεπαν ποτέ ξανά.  Συχνό ήταν και το φαινόμενο εξισλαμισμού ολόκληρης της οικογένειας, για να αποφύγει το παιδομάζωμα, λόγω του ότι οι μουσουλμάνοι απαγορευόταν δια νόμου να στρατολογούνται στα τάγματα των γενιτσάρων. Τέλος υπήρχαν και οι περιπτώσεις νεαρών αγοριών, τα οποία στρατολογούνταν στα τάγματα των γενιτσάρων, ασπάζονταν μεν τον ισλαμισμό, γίνονταν δε Κρυπτοχριστιανοί: Συγκεντρώνονταν λοιπόν όλοι μαζί και διηγείται ο ένας στον άλλον για την πατρίδα του, τι είχε ακούσει στο κήρυγμα και τι έμαθε στο σχολείο. Και συμφωνούν όλοι μαζί ότι ο Μωάμεθ δεν ήταν προφήτης και η τουρκική πίστη δεν είναι η ορθή πίστη. Και όταν κάποιος από αυτούς έχει ένα βιβλιαράκι ή κάτι άλλο από το λόγο του Θεού και τους διαβάζει ακούν όλοι με μεγάλη προσοχή, σαν ν’ακούν κήρυγμα[8].

Το παιδομάζωμα επηρέασε ολόκληρη την κοινωνία καθώς έχανε το πιο ζωτικό της κομμάτι, μειωνόταν ο αριθμός των ανδρών, στους οποίους θα στηριζόταν σε περίπτωση ξεσηκωμού, η οικογένεια έχανε την αρχική της σύσταση, ενώ είχε δυο επιλογές ή να μεταστραφεί ή να δώσει   το αγόρι. Τέλος στην ψυχή του παιδιού ήταν βαθιά ριζωμένη η θρησκευτική και η οικογενειακή ζωή, αλλά και η πατρίδα όσο κι αν ακόμη δεν είχε αναπτύξει εθνική ταυτότητα. Παρακάτω θα αναλυθεί περισσότερο η ψυχολογική κατάσταση των αγοριών κατά την διάρκεια του παιδομαζώματος.

 

 

2.     Άλλες μορφές εξισλαμισμού

Κατά τη διάρκεια εδραίωσης των Οθωμανών στην Μ. Ασία και πριν από την άλωση της Κωνσταντινούπολης, οι εξισλαμισμοί τις περισσότερες φορές ήταν ακούσιοι και βίαιοι. Υπήρχαν όμως και περιστατικά εκούσιων μεταστροφών, κυρίως εξαιτίας της προπαγάνδας των μουσουλμάνων μοναχών και του φόβου του θανάτου. Η ψυχολογική αυτή πίεση, οδήγησε ολόκληρα χώρια και οικογένειες στον ισλαμισμό. Η άλωση της Κωνσταντινούπολης που θεωρήθηκε τότε ως η πτώση του χριστιανισμού, ήταν και ο βασικότερος λόγος μεταστροφής πολλών χριστιανών καθώς πίστευαν ότι ο Θεός τους εγκατέλειψε. Η έλλειψη πίστης παρουσιάστηκε γρήγορα, όχι μόνο στην Κωνσταντινούπολη, αλλά και στις άλλες ελληνικές πόλεις. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η κατάληψη της Καλλίπολης και η ίδρυση τεκέδων στην Θράκη, οι οποίοι παραχωρήθηκαν σε φανατικούς δερβίσηδες και Αχήδες, από τον γιο του Σουλτάνου Οχράν, Σουλεϊμάν. Σκοπός ίδρυσης τους, ήταν να βοηθήσει τους νεοεισερχόμενους μουσουλμάνους να ενισχύσουν την παρουσία τους, έναντι των χριστιανών και να δημιουργηθούν ευνοϊκές προϋποθέσεις για τον εξισλαμισμό τους[9]. Η συνύπαρξη χριστιανών και μουσουλμάνων, δημιούργησε προβλήματα κυρίως στους πρώτους, διότι με διάφορες αφορμές και συκοφαντίες, όπως για παράδειγμα, επειδή κάποιος φόρεσε μουσουλμανικά φορέματα[10], τον μετέστρεφαν αναγκαστικά στο Ισλάμ.

Θα πρέπει να σημειωθεί, ότι η Οθωμανική κυριαρχία δεν είχε ως στόχο τον αφανισμό της θρησκευτικής συνείδησης των κατακτημένων, αλλά την είσπραξη φόρων από αυτούς. Μετά όμως τον θάνατο του Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπούς (1520-1566) οι φόροι πολλαπλασιάστηκαν και έγιναν δυσβάσταχτοι για τους χριστιανούς. Η βαριά φορολογία και η καταπίεση τους ανάγκασε να στραφούν στον ισλαμισμό[11]. Παρόμοιες, ήταν και οι περιπτώσεις μεταστροφής εκπροσώπων της ηγετικής τάξης του Βυζαντίου, όπως επίσης και ανώτερων κληρικών, με την διαφορά ότι ήθελαν να διατηρήσουν την κοινωνική τους θέση ή την έγγειο ιδιοκτησία τους. Σύμφωνα με την κοινωνική ψυχολογία, η μεταστροφή συνδέεται με την επιθυμία συμμετοχής σε μια ομάδα που ασκεί επιρροή. Ο C.D Baston, αναφέρει, ότι το άτομο που μεταστρέφεται έχει βιώσει προηγουμένως μια βαθιά προσωπική κρίση. Το έναυσμα για μια τέτοια αλλαγή είναι η δυσαρέσκεια, η υπαρξιακή κρίση, η έλλειψη νοήματος[12].

            Σημαντικό ρόλο στους εξισλαμισμούς, έπαιξαν οι ουλεμάδες και οι δερβίσηδες. Κατά κύριο λόγο, οι οπαδοί των αιρέσεων Bektasi και  Mevlevi προσέλκυαν πολλούς χριστιανούς στο Ισλάμ. Γνωστός δερβίσης της περιόδου, ο Badr al-Din, σημείωνε μεγάλες επιτυχίες στον τομέα του προσηλυτισμού. Αναφέρεται χαρακτηριστικά ότι σε μια επίσκεψη του στο νησί της Χίου, κατάφερε να εξισλαμίσει δύο ιερείς και πέντε μοναχούς[13]. Ακόμη και ο Οικουμενικός Πατριάρχης Γεννάδιος, αναφέρει και  εξωμοσίες κληρικών και μοναχών. Επίσης όσοι εργάζονταν ως δουλοπάροικοι σε βακούφικα κτήματα και τα οποία ανήκαν στην δικαιοδοσία των δερβίσηδων, εξισλαμίζονταν κυρίως με την θέληση τους[14].

Οι λόγοι που οδηγούσαν στην εξωμοσία τους χριστιανούς, ήταν πολλοί και ποικίλοι. Για παράδειγμα, η κακή κατάσταση του εμπορίου και της αγροτικής παραγωγής στην Κρήτη, στα 1660, οδηγούσε αρκετούς, κυρίως άνδρες, στον εξισλαμισμό[15]. Σημαντικότατος λόγος, ήταν γιατί, είτε ήθελαν να διεισδύσουν στις συντεχνίες, που ήταν στα χέρια Τούρκων, είτε γιατί οι άνδρες ήθελαν να αποφύγουν τον εξισλαμισμό ολόκληρης της οικογένειας τους[16]. Στους λόγους αυτούς μπορούμε να προσθέσουμε τις εξωμοσίες παιδιών, τα οποία είχαν παραχωρηθεί από τις οικογένειες τους εξαιτίας χρεών σε τουρκικά σπίτια[17] και γάμους μουσουλμάνων με χριστιανές[18].

Αντίθετα στην Πελοπόννησο τα πρώτα χρόνια της τουρκοκρατίας οι εξισλαμισμοί ήταν λίγοι και αφορούσαν κυρίως το παιδομάζωμα και τους μεικτούς γάμους. Μετά τον θάνατο του Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπούς και εδώ παρατηρούνται μεταστροφές εκούσιες, κυρίως για φορολογικούς λόγους. Επίσης σημαντικό ρόλο έπαιξαν και  οι τεκκέδες που ιδρύθηκαν στην Πελοπόννησο και στους οποίους έντονη ήταν η προπαγανδιστική δράση των φανατικών μοναχών. Κατά την διάρκεια της β’ ενετικής κυριαρχίας (1685 - 1715) στην Πελοπόννησο, παρατηρήθηκαν αρκετές επιστροφές χριστιανών στην προηγούμενη πίστη τους, ενώ ταυτόχρονα παρατηρήθηκαν και μεταστροφές μουσουλμάνων στον χριστιανισμό. Στην περίπτωση των χριστιανών η επιστροφή τους  έγινε είτε γιατί διατηρούσαν κρυφά την πίστη τους και μπορούσαν πλέον να την ασκήσουν ελεύθερα, είτε γιατί οι Ενετοί, ήταν εχθρικοί απέναντι στους μουσουλμάνους και για αυτό το λόγο  μεταστρέφονταν και οι κανονικοί μουσουλμάνοι. Το ίδιο συνέβη και την περίοδο της Αιγυπτιοκρατίας, στην Κρήτη. Με την ανάκτηση της Πελοποννήσου από τους Τούρκους, όσοι επέστρεψαν ή μεταστράφηκαν στον  χριστιανισμό, θανατώθηκαν, ως αρνητές του Ισλάμ ή τους εξανάγκασαν να επιστρέψουν στο Ισλάμ. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα στην ψυχή αυτών των ανθρώπων να επικρατεί σύγχυση  και αναταραχή, είτε οι μεταστροφές ήταν εκούσιες είτε ακούσιες, διότι ο φόβος των κατακτητών υπερίσχυε της αγάπης προς την Ορθόδοξη πίστη.    

   Ένα άλλο φαινόμενο, που παρατηρήθηκε στην Πελοπόννησο και σε άλλες περιοχές της Ελλάδας, ήταν οι μεικτοί γάμοι. Στους γάμους αυτούς, η γυναίκα που παντρευόταν από ελεύθερη επιλογή ή όχι μουσουλμάνο, ήταν υποχρεωμένη να μεγαλώνει τα παιδιά της ως μουσουλμάνους και ιδίως τα αγόρια, ενώ τα κορίτσια μπορούσαν να ακολουθήσουν το θρήσκευμα της μητέρας: «τά παιδιά τούς τά μέν θηλυκά ἐβαπτίζοντο, τά δέ ἀρσενικά ἐτούρκευον». Η μητέρα μεγάλωνε με διαφορετικό τρόπο τα παιδιά της, όσο και να ήθελε δεν μπορούσε να μεταδώσει την δικής της θρησκεία, κυρίως από φόβο, βιώνοντας τον πόνο της εσωτερικά[19]. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι η μητέρα βίωνε έναν εσωτερικό διχασμό, καθώς και η ίδια δεν ήταν σε θέση να γνωρίζει αν έπραττε το σωστό όσον αφορά την ανατροφή των παιδιών της με τον μουσουλμανικό τρόπο ή όταν τα μάθαινε κρυφά την χριστιανική πίστη. Το γεγονός αυτό θα μπορούσε να τα οδηγήσει σε μεταγενέστερα προβλήματα, όπως για παράδειγμα η τιμωρία με θάνατο από τους μουσουλμάνους, αν αποκαλύπτονταν.  Το ίδιο συνέβαινε και στην Κρήτη, όπου οι περισσότερες γυναίκες, που ήταν παντρεμένες με κεπήνι, διατηρούσαν, και μετά το γάμο, τα ονόματά τους και την πίστη τους.  Ο περιηγητής La Motraye, στα 1710, γράφει: «Κοιμήθηκα στο σπίτι ενός Τούρκου, που είχε πάρει με κεπήνι μια Ελληνίδα. Τα δυο αυτά άτομα, μολονότι είχαν διαφορετικές θρησκευτικές και εθνικές καταβολές, ζούσαν πολύ καλά μαζί. Ο Αλή Ογλού, αυτό ήταν το όνομά του, πήγαινε στο τζαμί και η γυναίκα του στην ελληνική εκκλησία. Τα παιδιά είχαν ανατραφεί με το μουσουλμανικό τρόπο. Όταν η γυναίκα είχε δυσκολίες, άναβε ανεμπόδιστα το Σάββατο για τον εαυτό της το λυχνάρι μπροστά στην εικόνα της Παναγίας. Μολονότι ο άντρας της ήταν θρησκευόμενος και τηρητής της μουσουλμανικής πίστης, τόσο που δεν έπινε καθόλου κρασί, διέθετε γι’ αυτή και για τους φίλους της για να πίνουν, όπως συνέβη και στο δείπνο μας»[20]

            Παρόμοιες καταστάσεις παρατηρούνται στον καζά της Ηπείρου, στον οποίο οι εξωμοσίες που παρατηρούνταν, ήταν, κατά κύριο λόγο, ατομικές και η αιτία μεταστροφής, ήταν οι δυσβάσταχτοι φόροι. Για τους οποίους  χαρακτηριστικά αναφέρει ο Νεκτάριος Τέρπος, ήταν μια «διαβολική μέθοδος  ώστε να αλλαξοπιστήσουν»: Νά τούς ῥίχνεις χρέος, καί χαράτζια νά σοῦ πληρώσουν, καί ἀπό μῆναν εἰς μῆναν, καί χρόνον εἰς χρόνον. Αὐτοί δέ διά τήν ἀγάπην τοῦ Χριστοῦ θέλουν σοῦ δώσῃ ὅλα τά ἄσπρα τους, καί ὓστερα πωλοῦν τά ἀσημικά τους, καί τά χαλκώματα, καί τέλος πάντων μήν ἔχοντες ἄλλο, πωλοῦσι καί τά χωράφια, καί ἀμπέλια τους, καί θέλουν ἀπομείνῃ πρωχοί και παντέρημοι. Καί τότες θέλοντας καί μή θέλοντας μοναχοί τους ἀρνοῦνται τόν Χριστόν, καί γίνονται Τοῦρκοι εἰς τήν θρησκείαν σου, καί εἰς ἐμάς ὑπηρέται[21].

            Αντίθετα όσοι αρνούνταν να ασπαστούν τον μουσουλμανισμό ή επέστρεφαν στην παλιά τους θρησκεία, την ορθοδοξία, εξαιτίας των τύψεων τους,  τιμωρούνταν με βασανιστήρια τα οποία τις περισσότερες φορές κατέληγαν σε θάνατο. Αυτοί οι άνθρωποι ονομάζονται Νεομάρτυρες, οι οποίοι σύμφωνα με τον Περαντώνη, είναι «Ορθόδοξοι χριστιανοί, που αρνήθηκαν να ασπαστούν τον Μωάμεθ και μαρτύρησαν, κάτω από βασανιστήρια την πίστη τους στο Χριστό. Έχουν αναγνωριστεί ως μάρτυρες, από την Ορθόδοξη Εκκλησία ως τοπικοί Άγιοι. Τα εμψυχωτικά λόγια πριν το μαρτύριο, ο ενθουσιασμός, η βιασύνη και η χαρά που θα συναντήσουν τον Θεό και θα είναι δίπλα στον Χριστό, τον μεγαλύτερο Μάρτυρα και θα μεταφέρουν την πίστη τους και την σωτηρία της ψυχής ανάμεσα σε όσους δεν πίστευαν ή έχασαν την πίστη τους»[22]. Οι  θυσίες των Νεομαρτύρων είχαν ως στόχο να εμψυχώσουν και να ενδυναμώσουν την πίστη των εξαθλιωμένων ραγιάδων, αλλά ταυτόχρονα να αφυπνίσουν το πνεύμα τους προς εθνική ελευθερία και όχι μόνο θρησκευτική[23]. Ο επιδίωξη αυτή επιτεύχθηκε μέσω της συγκέντρωσής των μαρτυρίων από τον Νικόδημο  τον Αγιορείτη, παλαιών και νέων, ο οποίος καλούσε τους χριστιανούς να αγωνιστούν και να μην «σᾶς πάρουν τόν στέφανον· ὁλίγος εἶναι ὁ κόπος, ἀλλ’ ἡ ἀνάπαυσις εἶναι πολλή», όπως αναφέρει χαρακτηριστικά. Τα μαρτυρολόγια διαδίδονταν και διδάσκονταν ανάμεσα στον ορθόδοξο πληθυσμό διατηρώντας και ανυψώνοντας την συνείδηση τους. Η εξύψωση του πνεύματος των ταλαίπωρων ραγιάδων κατορθωνόταν και μέσω των διδαχών του Κοσμά του Αιτωλού, ο οποίος μαρτύρησε για την διδασκαλική του δράση, στις 24 Αυγούστου 1779.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 


[1]Πεπονάκης Γ. Μανόλης, Εξισλαμισμοί και επανεκχριστιανισμοί στην Κρήτη (1645-1899), Ρέθυμνο, 1997, σ. 35 – 37.

[2] Ο στρατός των γενιτσάρων συστάθηκε πολύ πριν τον Σουλτάνο Ορχάν (1327-1360). Στην αρχή κατατάσσονταν στο στρατό των γενιτσάρων χριστιανόπαιδα εξισλαμισμένα, που παίρνονταν από τους αιχμαλώτους. Από την βασιλεία του Μουράτ Α΄ (1360-1383) εφαρμόστηκε το κανονικό παιδομάζωμα με αρπαγή αρσενικών παιδιών από χριστιανικές οικογένειες της Ελλάδας. Το παιδομάζωμα συστηματοποιήθηκε επί Σουλτάνου Σελίμ Α΄ (1512-1520) και Σουλεϊμάν Α΄(1520-1566). Το παιδομάζωμα κατά τους χρόνους της δουλείας, το σύγχρονον και η γενοκτονία ως μέσον επικρατήσεως δια της παρόδου των αιώνων. Διαλέξεις γενομένη εν τη αιθούση της εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών, Μανωλεδάκης Εμμανουήλ, Θεσσαλονίκη 1953, σ. 5 – 9.

[3] Βασιλική Δ. Παπούλια, Καταγωγή και Υφή του Παιδομαζώματος στο Οθωμανικό Κράτος. Εκδόσεις Βάνιας, Θεσσαλονίκη, 2011, σ. 17 – 29.

[4] Ηπειρώτικο δημοτικό τραγούδι, από την περιοχή του Πωγωνίου. Χρονολογείται γύρω στο 1580 , όταν έλαβε χώρα το πρώτο παιδομάζωμα στην περιοχή από τον Μουράτ τον Γ’.

[5] Γεώργιος Θ. Ζώρας, Μαρτυρίες τινές περί τό παιδομάζωμα: Σώζεται στον ελληνικό βατικανό κώδικα 1624, γράφετε περίπου το 1550, εκδόθηκε με τον τίτλο: «Κάρολος ο Ε’ της Γερμανίας και οι προς απελευθέρωσιν προσπάθειες». Επιστημονική Επετηρίδα Φιλοσοφικής σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών (1954-1955). Απόσπασμα, στίχοι 1091-1166, σ. 420 – 472, Κείμενα και Μελέται Νεοελληνικής Φιλολογίας, Αθήναι 1962, σ. 9 – 11.

[6] Θ. Ζώρας, ό.π., σ. 420 – 472.

[7] Τραγούδι από την Ήπειρο. Ο θρήνος μετατρέπεται σε εκδίκηση.

[8]Τα αγόρια δεν ξεχνούν της πίστη τους και την διατηρούν κρυφά. Gerlach. S., Tage-Buch der von Maximiliano und Rudolpho beyderseits den anderen dieses nohmens an die Ottomanische Pforte zu Constantinople abgefertigten und durch Dav. Ungnad glucklichst vollbrachter gesandtshalf / herfurgegeben durch Sam. Gerlachium, Frankfurth a.M : Joh. Zumner 1674, σ. 314.

[9] Γ. Θ. Πριντζίπας, Οι Κρυπτοχριστιανοί: Οι εξισλαμισμοί και ο κρυπτοχριστιανισμός: προσέγγιση στα πάθη του ελληνικού λαού, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα, 1997, σ. 49 – 50.

[10] Στο ίδιο, σ. 52 – 56.

[11] Στην περίπτωση αυτή παρατηρούνται κυρίως ατομικοί, εκούσιοι, εξισλαμισμοί, με μια απλή ομολογία πίστης στον Αλλάχ. Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, ό.π., σ.56 – 60.

[12] Michael Argyle, Psychology and Religion: An introduction, Routledge, 2000, pp. 21 – 23. 

[13] Βρυώνης Σπύρος, Η παρακμή του Μεσαιωνικού ελληνισμού στη Μικρά Ασία και η διαδικασία εξισλαμισμού (11ος έως 15ος αιώνα), Εκδόσεις Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα, 1996, σ. 319.

[14] Στο ίδιο, σ. 311 – 316.

[15] Πεπονάκης Γ. Μανόλης, ό.π., σ. 24 – 27.

[16] Στο ίδιο, σ. 54 – 57.

[17] Το περιστατικό αυτό παρατηρήθηκε σε πολλές περιοχές της Ελλάδας, όπως στην Πελοπόννησο και στην Κρήτη. Νικολάου Β. Γεώργιος, Εξισλαμισμοί στην Πελοπόννησο από τα μέσα περίπου. του 17ου αιώνα έως το 1821., Πρακτικά ιστορικού συμποσίου στην μνήμη του Νεομάρτυρα Δημητρίου, Τρίπολη 2008, σ.149 – 150.

[18] Οι γυναίκες μπορούσαν να κρατήσουν την θρησκεία τους, τα παιδιά τους όμως γίνονταν μουσουλμάνοι. Πεπονάκης Γ. Μανόλης, ό.π.,  σ.54 – 57.

[19] Νικολάου Β. Γεώργιος, ό.π., σ.136-139.

[20] Πεπονάκης Γ. Μανόλης, ό.π., σ. 70 – 71.

[21] Κωνσταντίνος Γαρίτσης, Ο Νεκτάριος Τέρπος και το έργο του, εκδ. Ο Θερσίτης, Θήρα 2002, σ.107 – 112.

[22] J. M. Perantonis, The Concert Of Mission and the Neomartyrs of Ottoman Stock, Αθήνα, 1968, σ. 6.

[23]Η συμβολή και η σχέση των Νεομαρτύρων στην Επανάσταση του 1821. Στυλιανός Γ. Παπαδόπουλος, Οι Νεομάρτυρες και το δούλον γένος, Εκκλησιαστικές εκδόσεις, Εθνικής εκατονπεντηκονταετηρίδος, Αθήνα, 1974, σ. 86 – 92.  




Σεμινάριο

                                                                                                                                                                      

                                              

Ακολουθήστε μας

Log in