ΠΗΓΕΣ 2ου ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ ( 2Ο ΜΕΡΟΣ ΓΙΑ ΤΟ ΥΠΟΛΟΙΠΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ )
ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ
ΠΗΓΕΣ 2ου ΚΕΑΦΑΛΑΙΟΥ ( 2Ο ΜΕΡΟΣ ΓΙΑ ΤΟ ΥΠΟΛΟΙΠΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ )
ΕΡΩΤΗΣΗ 1
Λαμβάνοντας υπόψη σας το κείμενο του βιβλίου σας και του παραθέματος:
α) Να παρουσιάσετε τις συνθήκες μεταβολής της λειτουργίας του κοινοβουλευτισμού και να κρίνετε τη συμβολή του Χ. Τρικούπη σ’ αυτήν.
β) Να τεκμηριώσετε το χαρακτηρισμό του βασιλικού λόγου της 11ης Αυγούστου 1875 από το Σβώλο ως «ιστορικού».
ΠΗΓΗ
Τις πταίει
Στο άρθρο «Τις πταίει» που δημοσιεύτηκε στους «Καιρούς» γράφονται ανάμεσα στα άλλα και τα εξής:
«Ας αφεθή να λειτουργήση το πολίτευμα, εν τη βεβαιότητι, ότι εκ της πλειονοψηφίας της βουλής μορφώνεται η κυβέρνησις και ταχέως θα ίδωμεν την Βουλήν συντασσομένην εις δυο κόμματα. Ουδέν των θεμελιωδών ζητημάτων, άτινα εν Γαλλία ή Ιταλία διαιρούσι τους πολιτευομένους εις πολλά κόμματα, έχομεν εν Ελλάδι· τα πολλά κόμματα παρ’ ημίν είναι αποτέλεσμα της προσκλήσεως των μειονοψηφιών εις την εξουσίαν» ...
Ο Τρικούπης δημοσίευσε και δεύτερο άρθρο στην ίδια εφημερίδα με τον τίτλο «Παρελθόν και ενεστώς». Σ’ αυτό εξηγούσε ότι ο Όθων, παρόλο που ήταν ενάρετος, δημιούργησε τις προϋποθέσεις για την έξωσή του, παραβιάζοντας συνεχώς το Σύνταγμα. Με τη μεταπολίτευση, συνέχιζε, τα πράγματα δεν καλυτέρεψαν. «Η δημοσία ηθική, ήτις είναι το θεμέλιον πάσης πολιτείας, δεινοτερα ή εν τω παρελθόντι υπέστη και υφίσταται τραύματα· τον χρόνον της κακοηθειας σύρει εμμανώς η νόμιμος κυβέρνησις» Και για να αποδείξει τον ισχυρισμό του ανέφερε παραδείγματα νοθείας και βίας που έγιναν στην Αττική και στη Ζάκυνθο. Υποστήριζε ότι το κράτος ήταν ακυβέρνητο και αδιοίκητο και στην πολιτική διαφθορά είχε προστεθεί η κοινωνική εξαχρείωση. Την ώρα της θεραπείας την έβλεπε να πλησιάζει, γιατί το κακό είχε ξεπεράσει κάθε όριο. ...
Η κρίση κορυφώθηκε ... Ο Γεώργιος κάλεσε τον Τρικούπη και του ανέθεσε να σχηματίσει κυβέρνηση και να διενεργήσει νέες εκλογές, δείχνοντας έτσι ότι είχε επηρεασθεί από την αρθρογραφία του Τρικούπη.
Η βασιλική ενέργεια όμως ερχόταν σε αντίθεση προς το πνεύμα του «Τις πταίει». Ο Τρικούπης δεν ήταν μέλος της βουλής, ούτε διέθετε σ’ αυτή την υποστήριξη κάποιας ομάδας που θα του έδινε το δικαίωμα να διεκδικήσει τον τίτλο του αρχηγού της μειοψηφίας. Εξάλλου οι σχέσεις του με τους άλλους αρχηγούς δεν ήταν καλές. Κανονικά ο Γεώργιος, αν ήθελε να συμμορφωθεί με όσα δίδασκε ο Κουμουνδούρος και υιοθετούσε ο Τρικούπης, έπρεπε να καλέσει τους τρεις ηγέτες που αντιπολιτεύονταν το Βούλγαρη και να τους ζητήσει να σχηματίσουν συμμαχική κυβέρνηση ... Δεν είναι σαφές αν ο Γεώργιος συμμορφώθηκε με συμβουλή που του έδωσε ο Κουντουριώτης και που του επανέλαβε ο Άγγλος πρεσβευτής ή αν το ένστικτό του του υπαγόρευσε τη λύση, που τον βοηθούσε να ξεπεράσει την κρίση, με την προβολή νέου στόχου στις επιθέσεις της αντιπολιτεύσεως. ...
Όταν ο Γεώργιος τον κάλεσε και του ανέθεσε την κυβέρνηση, κανονικά δε θα έπρεπε να δεχθεί. Θα έχανε όμως την ευκαιρία να επιβληθεί ως ηγετική φυσιογνωμία. Γι’ αυτό και δέχθηκε. Εξάλλου διέθετε αποφασιστικό επιχείρημα, για να αποκρούει κάθε κατηγορία ευνοίας. Θα ενεργούσε γνήσιες, ανόθευτες, ελεύθερες εκλογές. ...
Η καινούργια βουλή συνεδρίασε για πρώτη φορά στις 11 Αυγούστου και άκουσε το λόγο που διάβασε ο βασιλιάς και είχε γράψει το Τρικούπης. ...
Η δήλωση αυτή του βασιλιά, για την αρχή της δεδηλωμένης, που τον δέσμευε ηθικά, όχι συνταγματικά, αποτελούσε ουσιαστική κατάργηση του άρθρου 31 («Ο βασιλεύς διορίζει και παύει τους υπουργούς αυτού») και του άρθρου 37, σε ό,τι αφορούσε το δικαίωμά του να διαλύει τη βουλή. Γιατί, αφού δε θα είχε το δικαίωμα να διαλέγει τους υπουργούς του, αλλά θα ήταν υποχρεωμένος να διορίζει όποιους του υποδείκνυε η βουλή, η συμμετοχή του στο σχηματισμό της κυβερνήσεως θα ήταν τελείως τυπική. Θα περιοριζόταν να διαπιστώσει ποιος αρχηγός είχε την πλειοψηφία στη βουλή και σ’ αυτόν θα ανέθετε το σχηματισμό κυβερνήσεως. Και αφού η κυβέρνηση θα έπρεπε να έχει τη δεδηλωμένη εμπιστοσύνη της πλειοψηφίας των βουλευτών, δε διέθετε δυνατότητα διαλύσεως της βουλής χωρίς την συγκατάθεση της πλειοψηφίας. Ο Τρικούπης θέλησε να καθιερώσει στην Ελλάδα το κοινοβουλευτικό σύστημα στην πιο εξελιγμένη μορφή του. Η κυβέρνηση δε θα ήταν απλώς υπεύθυνη απέναντι στη βουλή αλλά και θα ασκούσε την εκτελεστική εξουσία. Έλεγε στη βουλή: «Νομίζω ότι η βουλή αντιπροσώπους αυτής έχει τους υπουργούς· ούτοι δεν είναι μόνον όργανα του στέμματος, αλλά και όργανα της βουλής. Η κυβέρνησις, εκλεγόμενη υπό του στέμματος καθ’ υπόδειξιν της πλειονοψηφίας της βουλής, είναι επιτροπή εργαζομένη υπό τον έλεγχον της βουλής». Ο Σ. Σβώλος χαρακτηρίζει το βασιλικό λόγο της 11ης Αυγούστου 1875 ως «ιστορικόν», γιατί με αυτόν ο Τρικούπης πρόβαλε το πρότυπο της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας έτσι, που θα μπορούσε να αποτελέσει την εποχή εκείνη ιδανικό για τις κοινοβουλευτικές χώρες της Ευρώπης. Δεν αρκέστηκε να υποστηρίξει ότι ο «κοινοβουλευτισμός δεν ήταν μόνον σύστημα πολιτικής ευθύνης των υπουργών, αλλά σύστημα ουσιαστικής ασκήσεως της εκτελεστικής εξουσίας υπό της πλειονοψηφίας της βουλής, χρησιμοποιούσης την κυβέρνησιν ως επιτροπήν της», αλλά και εισηγήθηκε να καθιερώσει η ευρεία εκλογική περιφέρεια και η αναλογική αντιπροσωπεία, να ορισθεί η ποινική ευθύνη των υπουργών. Κατά τον Σβώλο, «αι ιδέαι αύται του μεγάλου πολιτικού ευρίσκοντο εις επαφήν και προς την κοινήν γνώμην του τότε πολιτικού κόσμου, ως αποδεικνύει και η συζήτησις επί της απαντήσεως εις τον λόγον του θρόνου, καθ’ ην ετονίσθη ότι η «αναγνώρισις» των προνομιών της βουλής και η καθιέρωσις του κοινοβουλευτισμού απετέλουν εφαρμογήν του «πνεύματος του γράμματος του συντάγματος», ην είχεν ενόρκως υποσχεθή ο βασιλεύς» ...
Οι μεταρρυθμίσεις που καθιέρωνε ο νέος νόμος, εκτός από τη σύντμηση του χρόνου ψηφοφορίας σε μια μέρα (που άρχιζε την ώρα της ανατολής και έληγε την ώρα της δύσεως του ηλίου) ήταν οι ακόλουθες: 1) Ο δημότης δε χρειαζόταν πια να έχει κάποια ιδιοκτησία ή να ασκεί κάποιο επάγγελμα ή επιτήδευμα για να έχει το δικαίωμα να ψηφίσει. Αρκούσε να έχει συμπληρώσει το 21ο έτος της ηλικίας του. 2) Ο εκλόγιμος δεν χρειαζόταν να έχει «εν τη επαρχία αφ’ ης εκλέγηται ακίνητόν τινα ιδιοκτησίαν»· αρκούσε να είναι πολίτης Έλληνας, τριάντα χρόνων, που γεννήθηκε ή ήταν εγκαταστημένος επί δυο χρόνια στην επαρχία που εκλεγόταν. 3) Οι εκλογικοί κατάλογοι που χρησιμοποιούνταν ως τη μέρα που δημοσιεύθηκε ο νόμος ακυρώθηκαν. Νέοι κατάλογοι θα συντάσσονταν. Η δικαστική εξουσία θα παρακολουθούσε τη σύνταξη και την αναθεώρησή τους. 4) Αντιπρόσωποι της δικαστικής εξουσίας θα επόπτευαν τη διαδικασία της ψηφοφορίας και θα εξασφάλιζαν τη γνησιότητα του αποτελέσματος. 5) Βαριές ποινές ορίσθηκαν για τους εκλογικούς παραβάτες. 6) Απαραίτητη προϋπόθεση για την ανακήρυξη κάποιου ως υποψηφίου ήταν η πληρωμή των εξόδων της κάλπης.
Ι.Ε.Ε., τόμ. ΙΓ΄, σσ. 293-4
ΕΡΩΤΗΣΗ 2
Λαμβάνοντας υπόψη σας το κείμενο του βιβλίου σας και το περιεχόμενο της πηγής και της γελοιογραφίας:
α) Να περιγράψετε την πολιτική ατμόσφαιρα που επικράτησε κατά τα πρώτα χρόνια άσκησης της πολιτικής από τον Χ. Τρικούπη και να αιτιολογήσετε τις «μεταπηδήσεις» των βουλευτών.
β) Να σχολιάσετε το κλίμα «μανιχαϊσμού[1]» που χαρακτηρίζει την πολιτική ζωή της Ελλάδος, διχάζοντας τον ελληνικό λαό σε αντίπαλα αλληλομισούμενα «θανασίμως» στρατόπεδα.
ΠΗΓΗ 1
Έχοντας σχηματίσει συγκροτημένη πολιτική ομάδα από το 1873 (το λεγόμενο «Πέμπτο» κόμμα ή νεωτεριστικό κόμμα), ο Τρικούπης εμφανίσθηκε σαν αυτοδύναμος πολιτικός αρχηγός μόνο μετά τις εκλογές του Σεπτεμβρίου 1875, κατά τις οποίες συγκέντρωσε γύρω του πάνω από 30 βουλευτές. Η σύντομη πρωθυπουργία του του 1880 είχε ενισχύσει τη θέση του και ο θάνατος των αντιπάλων του του άφηνε πια το πεδίο ελεύθερο. Μέσα σε τρία χρόνια το «Πέμπτο» κόμμα έγινε αυτόματα το «Δεύτερο», κληρονομώντας αρκετούς ζαϊμικούς, δεληγεωργικούς αλλά και βουλγαρικούς πολιτευτές και κομματάρχες ...
Οι εκλογές του Δεκεμβρίου 1881 εγκαινίασαν την τέταρτη πρωθυπουργία του Χ. Τρικούπη που για πρώτη όμως φορά στηριζόταν σε συμπαγή κοινο-βουλευτική πλειοψηφία. Ανοίχθηκε έτσι μια νέα περίοδος στην οποία κυριάρχησε απόλυτα σχεδόν η προσωπικότητά του. Για 13 σχεδόν χρόνια -ως τον Ιανουάριο του 1895- ο Τρικούπης ήταν σχεδόν συνεχώς πρωθυπουργός: δεν παρέδωσε την εξουσία στους αντιπάλους του παρά τρεις μόνο φορές και για διάστημα που δεν ξεπερνούσε στο σύνολό του τα τρία χρόνια, σφραγίζοντας έτσι μια ολόκληρη εποχή.
Ο κύριος αντίπαλος του Αλέξανδρος Κουμουνδούρος εξαφανίσθηκε γρήγορα από την πολιτική σκηνή. Απογοητευμένος από την ήττα του, αρρώστησε και πέθανε ένα χρόνο αργότερα.
Βαθμιαία η θέση του Τρικούπη ενισχύθηκε ακόμα περισσότερο. Στους πρώτους μήνες της νέας κυβερνήσεως η τρικουπική πλειοψηφία αυξανόταν από μέρα σε μέρα, καθώς οι κουμουνδουρικοί βουλευτές προσέγγιζαν, διαδοχικά το νέο ανερχόμενο πολιτικό άστρο. Ακόμα και οι δύο μουσουλμάνοι βουλευτές της Θεσσαλίας έκλιναν προς την κυβέρνηση, ίσως όπως σημειώνει ειρωνικά ο Γάλλος πρεσβευτής De Mouy, γιατί πίστευαν πως η τρικουπική άνοδος ήταν «γραμμένη».
Από το τέλος της ανοίξεως του 1882 ο Τρικούπης είχε επιβάλει την αδιαμφισβήτητη πρωτοκαθεδρία του. Χρειάσθηκε αρκετός καιρός για να επανασυμπτυχθεί η αντιπολίτευση γύρω από το διάδοχο του Κουμουνδουρου, το Θ. Δηλιγιάννη.
Απερίσπαστος πια από οποιονδήποτε κίνδυνο ανατροπής του, ο Τρικούπης προχώρησε ακάθεκτος για να θέσει σε εφαρμογή τα μεταρρυθμιστικά του σχέδια. Είναι η πρώτη φορά στη νεώτερη ελληνική ιστορία που ένας κοινοβουλευτικός πρωθυπουργός, έχοντας ταυτόχρονα την κοινοβουλευτική πλειοψηφία και διατηρώντας τα νώτα του καλυμμένα στο μέτρο που δε φοβόταν βασιλικές παρεμβολές, μπορεί να εφαρμόσει ένα μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα. Ως τότε, η μακρότερη κοινοβουλευτική πρωθυπουργία ήταν η πολιτεία του Δεληγεώργη το 1872-1874, που μόλις ξεπέρασε τον ενάμιση χρόνο. Ο Τρικούπης θα ξεπεράσει τα 3 χρόνια εγκαινιάζοντας μια νέα περίοδο στην ελληνική κοινοβουλευτική ιστορία.
Το μεταρρυθμιστικό νομοθετικό του έργο, είναι εντυπωσιακό. Ήδη από τους πρώτους μήνες της πρωθυπουργίας του συγκέντρωσε γύρω του ένα εκλεκτό επιτελείο (το νομοδιδάσκαλο Π. Καλλιγά, τους οικονομολόγους Κεχαγιά και Δεμάθα κ.α.), που εργάσθηκε με ταχύτατους ρυθμούς για τη συστηματοποίηση και τη νομοθετική έκφραση των θεσμικών μεταβολών που κρίνονταν αναγκαίες. Η πολιτική ατμόσφαιρα που επικράτησε κατά τα πρώτα δύο χρόνια της κυβερνήσεως Τρικούπη, διευκόλυνε την εκπόνηση του μεγαλόπνοου μεταρρυθμιστικού της έργου, στο μέτρο που η αντιπολίτευση δεν εμφανιζόταν ικανή ούτε να αμφισβητήσει τις πολιτικές και οικονομικές επιλογές, ούτε να διεκδικήσει την εξουσία.
Ι.Ε.Ε., τόμ. ΙΔ΄, σσ. 14-16
ΠΗΓΗ 2
Με την προσχώρηση στις αρχές του 1882 των Θεσσαλών βουλευτών
στο κόμμα του Χ.Τρικούπη παγιώθηκε η κοινοβουλευτική του πλειοψηφία,
πράγμα που του επέτρεψε να κυβερνήσει την Ελλάδα για μια τριετία.
Επάνω: ο Τρικούπης σε γελοιογραφία της εποχής, όπου εμφανίζεται
σαν αρχάγγελος που ετοιμάζεται να «σκοτώσει» πολιτικά τον κύριο αντίπαλό του Αλέξ. Κουμουνδούρο (Αθήνα, Γεννάδειος Βιβλιοθήκη).
ΕΡΩΤΗΣΗ 3
Αφού παρατηρήσετε τις γελοιογραφίες και λάβετε υπόψη σας το κείμενο του βιβλίου σας και το παράθεμα:
α) Να παρουσιάσετε τους λόγους για τους οποίους ο Χ. Τρικούπης υπέστη ήττα το 1895.
β) Να διερευνήσετε τη σχέση του Δεληγιαννισμού με τις ασθενέστερες κοινωνικές ομάδες.
γ) Να αιτιολογήσετε την επιλογή του γαϊδάρου ως συμβόλου (γελοιογραφία 3).
δ) Να συσχετίσετε τη φράση της πηγής ότι οι Έλληνες αποδείχθηκαν «άωρος λαός» απέναντι στο υψηλό έργο του Τρικούπη με την πολλές φορές αναγραφόμενη λέξη «ανάθεμα» της πρώτης γελοιογραφίας και την έκφραση πάνω σε κύματα «λαϊκή οργή» της δεύτερης γελοιογραφίας και να εκθέσετε τις σκέψεις σας.
ΠΗΓΗ 1
Πολιτική και ιδεολογική αποτυχία του Χ. Τρικούπη
Στην «αριστοκρατία του χρήματος» ορθώθηκε αντιμέτωπη η μικρο-αστική «ψευδαριστοκρασία των υπαλλήλων του δημοσίου» (οι χαρακτηρισμοί είναι του Δ. Βερναρδάκη). Έτσι, όπως και ο Δημ. Πουρνάρας δέχεται, η καταψήφιση του Χ. Τρικούπη δεν ήταν μόνο προϊόν της δημαγωγίας και του φανατισμού, αλλά «είχε επίσης και χαρακτήρα κοινωνικο-οικονομικόν: εψήφιζον κατά της πλουτοκρατικής κυβερνήσεως».
Ο ίδιος ο Τρικούπης είχε έγκαιρα αντιληφθεί ότι στην Ελλάδα η πολιτική ήταν ο χώρος που συμπύκνωνε και διεύθυνε όλες τις άλλες εξουσίες. Ο ίδιος είχε εξομολογηθεί στον Ανδρέα Συγγρό ότι «εν Ελλάδι, εάν δεν πολιτεύεταί τις, ουδέν δύναται να πράξη». Γι’ αυτό και ο Τρικούπης ανέλαβε μιαν αντιφατική προσπάθεια: να πολιτευθεί, ώστε μέσω της πολιτικής εξουσίας να αποδυναμώσει την πολιτική και να ενισχύσει την οικονομία, και ιδίως την ιδιωτική οικονομία. Το αποτέλεσμα ήταν ότι το σύνολο σχεδόν των κοινωνικών στρωμάτων ξεσηκώθηκε εναντίον του. Η αποτυχία αυτή οφειλόταν σε δύο λόγους: α) ο Τρικούπης δεν έλαβε υπόψη του το χάσμα και την αντίφαση ανάμεσα στις μεγάλες επιδιώξεις του και στα περιορισμένα και τελείως απρόσφορα μέσα που είχε στη διάθεσή του, και β) στάθηκε υπερβολικά μονοσήμαντος και ασυμβίβαστος στις επιδιώξεις τους και έτσι έγινε θύμα της καθαρότητας του οράματός του. Ο ίδιος, με φιλαρέσκεια οραματιστή, επαναλάμβανε στις ομιλίες του ότι «τον ενδιέφεραν οι ιδέες και όχι τα πρόσωπα». Έτσι, το όραμα του κινήθηκε σε μεγάλο βαθμό στο χώρο των ιδεών. Τα «πρόσωπα» δεν μπόρεσαν να τον ακολουθήσουν στο εγχείρημά του και τον απομόνωσαν. (Οι φίλοι του Τρικούπη Αν. Βυζάντιος και Π. Καρολίδης φθάνουν μάλιστα στο σημείο να διακηρύξουν ότι οι Έλληνες αποδείχθηκαν «άωρος λαός» απέναντι στο υψηλό έργο του). ...
Πάντως, παρά την προσωπική και ιδεολογική αποτυχία του Χ. Τρικούπη, πρέπει να σημειωθεί ότι κατά την περίοδο αυτή (1880-1895) σημειώθηκε η πρώτη σημαντική φάση της εκβιομηχανίσεως στη νεοελληνική κοινωνία. Το όνομα του Τρικούπη συνδέθηκε με τη φάση αυτή, γιατί εκτός από την ευμενή διεθνή και εσωτερική συγκυρία, ο ίδιος διαμόρφωσε ένα κατάλληλο πλαίσιο οικονομικής πολιτικής που προώθησε τη βιομηχανική και γενικότερα την οικονομική ανάπτυξη της χώρας.
Ι.Ε.Ε., τόμ. ΙΔ΄, σ. 39
ΠΗΓΗ 2
ΕΙΚΟΝΑ
Στις 10 Δεκεμβρίου 1893 ο Χ. Τρικούπης σε ιστορική αγόρευσή του προς τη Βουλή αναγνώρισε ότι: «δυστυχώς επτωχεύσαμεν». Λίγες μέρες αργότερα, ο νόμος ΒΡ ΣΤ΄ του 1893 κήρυξε επίσημα το ελληνικό δημόσιο σε κατάσταση πτωχεύσεως, ως προς τις πληρωμές του στο εξωτερικό. Επάνω: γελοιογραφία του «Νέου Αριστοφάνη», που απεικονίζει το λαϊκό «ανάθεμα» για την εξέλιξη των δημοσίων οικονομικών και όπου αναγράφονται και οι λέξεις «χρεωκοπία» και «δυστυχώς επτωχεύσαμεν» (Αθήνα, Εθνικό Ιστορικό Μουσείο).
Ι.Ε.Ε., τόμ. ΙΔ΄, σ. 39
ΠΗΓΗ 3
ΕΙΚΟΝΑ (σ. 87 του σχολικού εγχειριδίου)
Η κήρυξη της Ελλάδος σε πτώχευση το 1893 αποδόθηκε από την αντιπολίτευση αποκλειστικά στην πολιτική δανείων και σημαντικών έργων υποδομής μακροχρόνιας αποδόσεως του Χ. Τρικούπη, πράγμα που δεν ανταποκρινόταν απόλυτα στην αλήθεια. Επάνω: γελοιογραφία από το «Νέο Αριστοφάνη», στην οποία εμφανίζεται ο Τρικούπης να πνίγεται μέσα στη θάλασσα της λαϊκής οργής, την τρικυμισμένη από την κυβερνητική πολιτική δανείων και φόρων (Αθήνα, Εθνικό Ιστορικό Μουσείο).
Ι.Ε.Ε., τομ. ΙΔ΄, σ. 40
ΠΗΓΗ 4
ΕΙΚΟΝΑ
Στις εκλογές της 16ης Απριλίου 1895 ο Χ. Τρικούπης υπέστη συντριπτική ήττα. Το κόμμα του εξέλεξε μόνο 15 βουλευτές σε σύνολο 207 εδρών της βουλής· ο ίδιος δεν κατόρθωσε να εκλεγεί βουλευτής και αποχώρησε οριστικά από την πολιτική. Επάνω: γελοιογραφία από το «Νέο Αριστοφάνη», όπου συμβολίζονται η πτώση του Τρικούπη και η νέα άνοδος στην εξουσία του Θ. Δηλιγιάννη με πρόγραμμα λιτότητας και φορολογικής ανακουφίσεως του λαού. (Αθήνα, Εθνικό Ιστορικό Μουσείο).
Ι.Ε.Ε., τομ. ΙΔ΄, σ. 41
ΕΡΩΤΗΣΗ 4
ΕΚΛΟΓΕΣ 17ης ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 1902
Μέθοδοι που χρησιμοποιούνταν
Ξυλοδαρμοί, τρομοκρατία, εξαγορά ψήφων
Το βιβλίο αναφέρει ότι τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα
οι εκλογές διεξάγονταν σε ήπιο κλίμα. Υπάρχει όμως κι άλλη άποψη.
Οι εκλογές έγιναν με μεγάλο πείσμα παντού. Ο φανατισμός ήταν τέτοιος, που όχι μόνο στις πόλεις, αλλά και στα χωριά, οι ξυλοδαρμοί, οι επεμβάσεις των μπράβων και η τρομοκρατία των οργάνων της εξουσίας δημιούργησαν κατάσταση εκρηκτική.
Το ζαϊμικό κόμμα έπαθε πανωλεθρία γι’ αυτό ο Ζαΐμης παραιτήθηκε. Ο Ζαΐμης τα είχε χαλάσει με ορισμένους αυλικούς, γι’ αυτό τον αντιπολιτεύτηκαν. Ο Τοπάλης στα «Χαρτιά» του σημειώνει ότι:
«Υψηλά πρόσωπα καταφώρως ενήργουν κατά της Κυβερνήσεως (Ζαΐμη) και εν πολλοίς συνετέλεσαν να διασπασθή εν τω κοινοβουλίω η συνεργασία των δύο κομμάτων (θεοτοκικού και ζαϊμικού) και να οδηγηθώμεν εις τας κάλπας. Και το χείριστον έρρευσεν εκ των Ανακτόρων αφθόνως το χρυσίον δια την καταπολέμησιν του υπό τον Αλ. Ζαΐμην νέου κόμματος…»
Και ο Ασπρέας, που, όπως γράφει, αντλεί τις πληροφορίες του από αρχεία ανέκδοτα, λέει:
«…Το Στέμμα επεχείρησε κρύφιον πόλεμον κατά του Αλ. Ζαΐμη, αλλ’ ήτο πλέον αργά. Κατά τας εκλογάς εκείνας διετέθησαν χρήματα εκ του ανακτορικού ταμείου δια τρίτης χειρός εις ωρισμένα όργανα του ημερησίου τύπου και εις άτομα τινα προς καταπολέμησιν του ζαϊμικού κόμματος…».
Μα και από τα δύο άλλα κόμματα (θεοτοκικό και δηλιγιαννικό) κανένα δεν είχε εξασφαλίσει απόλυτη πλειοψηφία. Και τα δύο διεκδικούσαν την εξουσία, αλλ’ αργούσαν να συγκεντρωθούν τα οριστικά αποτελέσματα των εκλογών, επειδή σε πολλά μέρη ανατραπήκανε οι κάλπες και αλλού δεν ψήφισαν καθόλου. Γι’ αυτό ξανάγιναν εκεί οι εκλογές.
Στην Αθήνα πάλι είχε δημιουργηθεί τέτοια κατάσταση που πέντε μέρες ύστερα από τις εκλογές η πρωτεύουσα ήταν ανάστατη από τις διαδηλώσεις των δηλιγιαννικών.
Είχαν συσπειρωθεί όλοι οι μεγάλοι κομματάρχες που λέγονταν αττικάρχες και δημιούργησαν κατάσταση οχλοκρατίας. Ο Ράλλης που επηρέαζε τα γύρω αρβανιτοχώρια, έφερε τους οπαδούς του με πίπιζες και νταούλια καθώς και με πιστόλες και μαχαίρια και τρομοκράτησε τους φιλήσυχους πολίτες.
Μια μάλιστα απ’ αυτές τις μέρες οι μπράβοι του Δηλιγιάννη, ξήλωσαν από κάποια οικοδομή της οδού Σταδίου τις σκαλωσιές και αρπάζοντας τις σανίδες έσπαζαν μ’ αυτές τις βιτρίνες των μαγαζιών, τις πόρτες των σπιτιών και τα τζάμια των παραθυριών και τρομοκράτησαν την πρωτεύουσα. Οι αττικάρχες αντί να επέμβουν και να διαλύσουν τον όχλο, από τα μπαλκόνια τους χαιρετούσαν «τον γενναίον, φιλότιμον και άγρυπνον υπέρ των θεσμών, λαόν της Αττικής». Έβριζαν και απειλούσαν το Θεοτόκη, το Ζαΐμη καθώς και το βασιλιά Γεώργιο, αλλ’ εξυμνούσαν το διάδοχο Κωνσταντίνο.
Οι οχλοκρατικές αυτές σκηνές που είναι γνωστές με το όνομα σανιδικά και ήταν συνέχεια των ευαγγελιακών, δεν έδειχναν μόνο τον εκφαυλισμό των λεγόμενων αττικαρχών, αλλά και τις πίσω απ’ αυτούς ξένες επιρροές.
Όλα αυτά τα οχλοκρατικά φερσίματα ήταν οργανωμένα από τη γερμανική πρεσβεία και άλλες προσωπικότητες και αποβλέπανε να δημιουργήσουν το κατάλληλο πολιτικό κλίμα ώστε ή ν’ αναγκαστεί να παραιτηθεί ο Γεώργιος, ή με πραξικόπημα να εκθρονιστεί.
Γ. Κορδάτου, ό.π., σσ. 33-34
Αλλά το πιο χαρακτηριστικό της οξύτητας και της δημοκοπίας ήταν ότι «τον τοιαύτα διαπράττοντα όχλον, προσηγόρευον από εξωστών πολιτικοί αρχηγοί ως γενναίον, φιλότιμον και άγρυπνον φρουρόν του πολιτεύματος, εχαρακτήριζον από των αυτών εξωστών τους αντιπάλους των «παλιοτενεκέδες» και υπεδείκνυον το Στέμμα ως εχθρόν του λαού και του πολιτεύματος».
Ι.Ε.Ε., τ. ΙΔ΄, σ. 178
ΔΙΕΞΑΓΩΓΗ ΕΚΛΟΓΩΝ - ΤΑ ΣΑΝΙΔΙΚΑ
ΚΟΜΜΑΤΑΡΧΕΣ - ΑΤΤΙΚΑΡΧΕΣ - ΞΕΝΕΣ ΕΠΙΡΡΟΕΣ
Ο Ζαΐμης παρέμεινε στην εξουσία περίπου ένα χρόνο. Η συνεχής υπονόμευση της κυβερνήσεως έκανε τελικά αδύνατη την παράταση της ζωής της και αναπόφευκτη την προσφυγή στις κάλπες. Ο πρωθυπουργός εισηγήθηκε στο βασιλιά τη διάλυση της βουλής και οι εκλογές προκηρύχτηκαν για της 17 Νοεμβρίου 1902.
Οι εκλογές εκείνες παρουσίασαν την ιδιομορφία ότι, ενώ υπήρχε οξύτατος ανταγωνισμός ανάμεσα στα κόμματα, οι υποψήφιοι βουλευτές, επιδιώκοντας ο καθένας το προσωπικό του συμφέρον και υπολογίζοντας με ποιο τρόπο θα είχε περισσότερες πιθανότητες να εκλεγεί, κατέφυγαν σε συναλλαγές με υποψήφιους αντίπαλων κομμάτων και σχημάτισαν μικτούς συνδυασμούς, ανάλογα με τις τοπικές συνθήκες, τις δυνατότητες και τα αμοιβαία συμφέροντα. Μόνο στην Αττική, στην Κέρκυρα και στη Γορτυνία έγιναν αμιγείς κομματικοί συνδυασμοί.
Είναι φανερό ότι το δικομματικό σύστημα, που είχε επικρατήσει στην εποχή του Τρικούπη, είχε πια διαβρωθεί σε μεγάλο βαθμό και οι πολιτικοί αρχηγοί δεν είχαν επιβολή στους βουλευτές. Ο λόγος κυρίως ήταν η παρουσία του τρίτου κόμματος, του Ζαΐμη. Εξαιτίας αυτού ήταν προφανές ότι κανένα από τα δυο μεγάλα κόμματα δε θα πετύχαινε σημαντική πλειοψηφία και όσοι ήταν καιροσκόποι ήθελαν να διαπραγματευτούν τη μετεκλογική ένταξή τους. Όπως ήταν επόμενο, τα αποτελέσματα των εκλογών υπήρξαν συγκεχυμένα, γιατί δεν ήταν γνωστό ποιο κόμμα θα υποστήριζαν αυτοί που εξελέγησαν. Το ζαϊμικό κόμμα είχε σίγουρα συντριβεί, αλλά οι Δηλιγιάννης και Θεοτόκης διαφιλονικούσαν την υπεροχή.
Την επόμενη μέρα των εκλογών ο Ζαΐμης υπέβαλε την παραίτησή του. Εφόσον δεν υπήρχε αδιαφιλονίκητος νικητής θα μπορούσε να διατηρήσει την πρωθυπουργία μέχρι τη σύγκληση της βουλής, οπότε με την εκλογή προέδρου θα φαινόταν η πραγματική δύναμη των κομμάτων. Έτσι θα διευκόλυναν το βασιλιά που τώρα ήταν υποχρεωμένος να επιλέξει για την πρωθυπουργία το Δηλιγιάννη ή το Θεοτόκη, ενώ η κατάσταση ήταν ακόμα ασαφής σχετικά με την πλειοψηφία. Φυσικά όποιος από τους δύο γινόταν πρωθυπουργός, θα αποτελούσε πόλο έλξεως για τους ανεξάρτητους και το πλεονέκτημα αυτό ο Γεώργιος δεν ήθελε να το δώσει στο Δηλιγιάννη αλλά ούτε και στο Θεοτόκη μπορούσε, χωρίς τον κίνδυνο να δείξει απροκάλυπτα τη δυσμένειά του για τον πρώτο. Η εσπευσμένη παραίτηση του Ζαΐμη, που δημιουργούσε αυτή τη δυσχέρεια στο βασιλιά, ήταν προφανώς η ανταπόδοση της πολεμικής που είχε πρόσφατα υποστεί από τους ανακτορικούς κύκλους. Ο Γεώργιος, για να αποφύγει τη λύση Δηλιγιάννη, σκέφτηκε να σχηματίσει υπηρεσιακή κυβέρνηση υπό τον πρόεδρο Αρείου Πάγου Ι. Σημαντήρα, αλλά εκείνος αρνήθηκε προφασιζόμενος απειρία. Μια δεύτερη σκέψη ήταν να σχηματίσει στρατιωτική κυβέρνηση υπό τον υπασπιστή του βασιλιά Παπαδιαμαντόπουλο. Αλλά και αυτό ματαιώθηκε, γιατί στο μεταξύ ξέσπασαν στην Αθήνα τα λεγόμενα Σανιδικά. Ο Δηλιγιάννης κατέφευγε για άλλη μια φορά στην προσφιλή μέθοδο της οχλαγωγίας. Βασιζόμενος στην επιτυχία του κόμματός του στην Αττική, προσπάθησε να εκβιάσει την ανάθεση σ’ αυτόν του σχηματισμού κυβερνήσεως και πέτυχε. Στην κινητοποίηση των διαδηλωτών πρωταγωνίστησαν οι πολιτικοί του κόμματος που είχαν ιδιαίτερη επιρροή στην περιοχή, οι «αττικάρχες» Δ. Ράλλης, που την εποχή εκείνη συνεργαζόταν με το Δηλιγιάννη, και Σκουζές, πρόεδρος είκοσι συντεχνιών της πρωτεύουσας.
Ι.Ε.Ε., τ. ΙΔ΄, σσ. 177-178
ΕΡΩΤΗΣΗ 5
1.Λαμβάνοντας υπόψη σας το κείμενο του βιβλίου σας, το περιεχόμενο του παραθέματος και παρατηρώντας την γελοιογραφία:
α) Να αιτιολογήσετε τη σχέση ανάμεσα στη δεδηλωμένη και στη δημιουργία σταθερών κυβερνήσεων.
β) Να επισημάνετε τις σχέσεις του Χ. Τρικούπη με το στέμμα και τις «προστάτιδες» Δυνάμεις και να τις σχολιάσετε.
γ) Συμμερίζεστε την άποψη του συγγραφέα του παραθέματος ότι «η περίοδος 1875-1895 χαρακτηριζόταν από την έντονη προσπάθεια εξυγίανσης του κοινοβουλευτισμού...» ή όχι;
ΠΗΓΗ 1
Η αρχή της «δεδηλωμένης» θα κυριαρχήσει σαν πολιτικός θεσμός, σ’ ολόκληρο τον πολιτικό βίο του Χαρίλαου Τρικούπη και θα συνδεθεί ιστορικά με τον δικομματισμό: την ύπαρξη, δηλαδή, δυο κυρίαρχων πολιτικών κομμάτων με εναλλαγές στην εξουσία. Στη φάση αυτή (1885-1895) ο «τρικουπισμός» θ’ αποτελέσει τη συνέχεια της παράοδσης του κόμματος του Μαυροκορδάτου και του κόμματος του Μαυροκορδάτου και του Βούλγαρη (με φιλοβρετανικό προσανατολισμό) σε αντιπαράθεση με τον «δηλιγιαννισμό» που προερχόταν από την πολιτική παράδοση του Κωλέττη και του Κουμουνδούρου (με ρωσσογαλλικό, κατά κανόνα, προσανατολισμό)[2].
Αξίζει, ωστόσο, να επιμείνουμε στα πολιτικά οράματα του Τρικούπη, που πέρα από την πεποίθηση του ότι η λαϊκή αντιπροσωπεία όφειλε να διαδραματίζει το ρόλο του μετασχηματιστή των κομμάτων σε δύο κυρίαρχες παρατάξεις, απέβλεψε, παράλληλα, στην αποδυνάμωση του «πελατειακού συστήματος» που είχε παγιωθεί, ώστε ν’ αποσυνδεθεί ο κρατικός μηχανισμός από τους πολιτικούς του προστάτες και ν’ αποδιαρθρωθούν οι φατρίες που δομούνταν ανάμεσα στους υπάλληλους και τους βουλευτές.
Ο Τρικούπης, παρ’ όλο αυτά, υπήρξε κι αυτός θιασώτης της ξένης προστασίας κι εξάρτησης, του υποτελειακού δηλαδή καθεστώτος που είχε επιβληθεί από τις «προστάτιδες» Δυνάμεις, ταυτιζόμενος συχνά με τις απόψεις και επιλογές του Γεωργίου Α΄ Οι απογοητεύσεις από τη συνθήκη του Αγίου Στεφάνου και το Συνέδριο του Βερολίνου θα στρέψουν, με την ελπίδα μιας «καλύτερης αντιμετώπισης», το στέμμα προς την Αυστοουγγαρία. Οι «στενότερες σχέσεις» που επιδίωξε ο βασιλιάς δεν θ’ αφήσουν ασυγκίνητο τον (αγγλόφιλο ωστόσο) Τρικούπη, που σε απόρρητη συνάντηση του με τους Αυστριακούς αξιωματούχους θα δηλώσει απροκάλυπτα ότι σαν μικρή χώρα η Ελλάδα δεν θα μπορούσε ποτέ να αξιώσει την άσκηση μιας ανεξάρτητης εθνικής πολιτικής. Οι πιο πάνω θέσεις του έντιμου πολιτικου άντρα δεν διέφεραν, στην ουσία, από την πάγια σχεδόν πολιτική των δυνάμεων της ολιγαρχίας στο ζήτημα της εξασφάλισης μόνιμής για τη χώρα «προστασίας»...
Σύμφωνα με τις απόψεις του Αρ. Μάνεση (Συνταγματικόν Δίκαιον, τόμ. Α΄) η αρχή της δεδηλωμένης εφαρμόστηκε κατά το ένα μόνο σκέλος της: Η εμπιστοσύνη της Βουλής ήταν το αναγκαίο αλλά όχι και έπαρκές προσόν για την παραμονή μιας κυβέρνησης στην εξουσία, ενώ για το διορισμό της δεν ήταν καν το αναγκαίο προσόν πάντοτε. Η περιστολή της εφαρμογής της «δεδηλωμένης» είχε σα συνέπεια να επαναληφθούν οι επεμβάσεις του στέμματος στη διακυβέρνηση του τόπου, με επακόλουθο την παύση κυβερνήσεων μολονότι απολάμβαναν της εμπιστοσύνης της Βουλής[3].
Και στο τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα, όπως προκύπτει, η διαχείριση της εξουσίας τελούσε υπό τον έλεγχο μιας αυτόνομης -όχι απαραίτητα αντίθετης στα κυρίαρχα οικονομικά συμφέροντα- πολιτικής ολιγαρχίας όπου ο θρόνος κατείχε δεσπόζουσα θέση (χωρίς να την αντλεί φυσικά από κοινωνικές δυνάμεις ή ιστορικές ρίζες), συνιστώντας θεσμό, που είχαν καλλιεργήσει οι πολιτικές ιδιαιτερότητες στο ελληνικό κράτος, προορισμένο να συνθέτει τον κρίκο των φυγόκεντρων τάσεων που ενυπήρχαν στο συνασπισμό της εξουσίας σε συνδυασμό προς το πλέγμα της ξένης εξάρτησης. Αναμφίβολα, οι πολιτικές πρωτοβουλίες του θρόνου στην Ελλάδα, στόχευαν (με την καλλιέργεια της διχόνοιας ανάμεσα στα κόμματα και τους εκβιασμούς της εντολής για την πρωθυπουργία) στη διατήρηση κι ενίσχυση της δύναμης του αλλά και στη διευκόλυνση, παράλληλα, της συμμετοχής δυνάμεων ξένων προς την ελληνική κοινωνία στο παιχνίδι της εξουσίας υπό την πατρωνεία του ίδιου του βασιλιά[4].
Σε μια συνέντευξη που δημοσιεύτηκε, τον Απρίλιο του 1896, στην εφημερίδα «Ακρόπολι», ο Γεώργιος Α΄ χαρακτηριζόταν ως «ο μέγιστος των ρουσφετολόγων», ενώ ο μεταγενέστερος πρωθυπουργός Δημ. Ράλλης δήλωνε, την ίδια περίπου εποχή, ότι η βασιλεία «είχε δράσει επιζημίως» κι ακόμη ότι «συναλλαγή μεταξύ λαού και πολιτευομένων δεν υπήρξεν τοσαύτη όση υπήρξε μεταξύ του στέμματος και των κυβερνήσεων αυτού»· τέλος, ότι «η εξωτερική πολιτική εις τας χείρας της Αυλής απέτυχεν οικτρότατα».
Παρ’ όλα αυτά, θα πρέπει να δεχθούμε ότι η φάση αυτή της πολιτικής μας ζωής (1875-1895), αντιπροσώπευε πράγματι μια περίοδο, όπου η πρόσκαιρη έστω πολιτική ισχυροποίηση νέων δυνάμεων υπό την ηγεσία του Τρικούπη (βαθιά επηρεασμένου από τα πρότυπα της λειτουργίας του βρετανικού κοινοβουλευτισμού) χαρακτηριζόταν από την έντονη προσπάθεια εξυγίανσης του κοινοβουλευτισμού και περιορισμού της πολιτικής ισχύος των κομματαρχών - προσπάθειας που απέβλεψε στη δημιουργία κομμάτων με αρχές, πολιτικών, δηλαδή, σχηματισμών με συγκεκριμένο ιδεολογικό περιεχόμενο, προσανατολισμό και πρόγραμμα.
Π. Πετρίδη, ό.π., σσ. 72-76
ΠΗΓΗ 2
ΕΙΚΟΝΑ
Η μακροχρόνια άσκηση της εξουσίας από τον Χ. Τρικούπη και το γεγονός ότι στην περίοδο 1882-1893, σε αντίθεση με τον αντίπαλο του Θ. Δηλιγιάννη, ... ήρθε σε σύγκρουση με το στέμμα, έδωσαν λαβή στην αντιπολίτευση να τον χαρακτηρίζει «ευνοούμενο της Αυλής». Επάνω: γελοιογραφία από το «Νέο Αριστοφάνη», όπου εμφανίζονται ο διάδοχος Κωνσταντίνος και τα άλλα μέλη της βασιλικής οικογένειας να κάνουν «καντάδα» στην ελιά, το σύμβολο του τρικουπικού κόμματος, ενώ ο ίδιος ο Γεώργιος Α΄ την στηρίζει με τις πλάτες του (Αθήνα, Εθνικό Ιστορικό Μουσείο).
Ι.Ε.Ε., τόμ. ΙΔ΄, σ. 34
ΕΡΩΤΗΣΗ 6
Λαμβάνοντας υπόψη σας το κείμενο του σχολικού σας βιβλίου και το περιεχόμενο των παραθεμάτων:
α) Να αιτιολογήσετε τη συνέργεια ενός μεγάλου μέρους δημοσίων υπαλλήλων στη συνέχιση της φαυλοκρατίας κατά τον 19ο αιώνα.
β) Να αποτιμήσετε τη συμβολή των μέτρων Χ. Τρικούπη και του Ε. Βενιζέλου, στο «σπάσιμο» των πελατειακών σχέσεων.
ΠΗΓΗ 1
Στο πλαίσιο των γενικών πολιτειακών συντεταγμένων που συγκροτούσαν την οργάνωση της πολιτείας, τις οποίες προσπάθησε να αναδιοργανώνει ο Τρικούπης πρέπει να ερμηνευθούν οι προσπάθειες του Χ.Τρικούπη για την αναδιάρθρωση της κρατικής μηχανής και για τη δημιουργία ενός σύγχρονου δημοσιοϋπαλληλικού σώματος που να λειτουργεί άρτια. Πραγματικά, σε όλο το διάστημα του 19ου αιώνα η κρατική μηχανή, υπερτροφικά στελεχωμένη, δεν μπορούσε να είναι μηχανισμός ασκήσεως κρατικής πολιτικής. Οι δημόσιοι υπάλληλοι, σε όλα τα επίπεδα, εξαρτιόταν άμεσα από την πολιτική εξουσία, όντας ταυτόχρονα και οι αναγκαίοι παράγοντες των πολιτικών κυκλωμάτων και φατριών: η έλλειψη μονιμότητας και η συνακόλουθη επαγγελματική και οικονομική τους ανασφάλεια τους καθιστούσε όργανα των πολιτικών τους προστατών. Έτσι, οι κρατικές αρμοδιότητες που ασκούσαν, και που μόνο τυπικά οροθετούνταν από τη σύννομη λειτουργικότητά τους, χρησιμοποιούνταν κατά κύριο λόγο για την προώθηση των πολιτικών και κυρίως των εκλογικών συμφερόντων των προστατών τους, εμπεδώνοντας τις συγκροτημένες πολιτικο-κομματικές φατρίες.
Έτσι ένα από τα πρώτιστα μελήματα του Χαρ. Τρικούπη ήταν η σχετική τουλάχιστον αποσύνδεση του δημοσίου υπαλλήλου από τους πολιτικούς του προστάτες, με σκοπό την αποδιάρθρωση των μόνιμων φατριών που δομούνταν ανάμεσα στους φορείς του κρατικού μηχανισμού και στους βουλευτές, με άλλα λόγια το σπάσιμο του πλέγματος «πατρώνων – πελατών». Και για να επιτευχθεί αυτό έπρεπε να κτυπηθεί η βουλευτοκρατία στο πιο καίριο σημείο της, να σπάσει το λειτουργικό πλέγμα που ένωνε τους βουλευτές με τους εν ενεργεία ή επίδοξους πελάτες τους. Το πλέγμα αυτό έπρεπε να κτυπηθεί και από τις δύο πλευρές, να σπάσουν και οι δύο συνιστώσες του. Δηλαδή, από τη μια να μειωθεί η εξάρτηση του βουλευτή από τον ψηφοφόρο, εξάρτηση που οδηγούσε στη μόνιμη εκ των άνω δόμηση των κομματικών πλεγμάτων που επανδρώνονταν με τους υπαλλήλους, και από την άλλη να σπάσει η εξάρτηση του υπαλλήλου από το βουλευτή, εξάρτηση που εξανάγκαζε τους υπαλλήλους να συρρέουν στα κομματικά πλέγματα για να επιβιώσουν.
Στο πλαίσιο του πολυπλοκάμου μηχανισμού, οι δημόσιοι υπάλληλοι εκβιάζονταν να εκβιάζουν, πιέζονταν να πιέζουν, εξαναγκάζονταν να εξαναγκάζουν. Ολόκληρο το πελατειακό σύστημα στηριζόταν στην πλήρη αδυναμία των φορέων του κρατικού μηχανισμού να αντιτάξει την παραμικρή αντίσταση στις επιταγές των προστατών και πατρώνων του.
Η έλλειψη μονιμότητας των υπαλλήλων –με την εξαίρεση των δικαστών και των στρατιωτικών- δεν είναι παρά το θεσμολογικό πλαίσιο της ολοκληρωματικής εξαρτήσεως όλων των δημόσιων φορέων από την κυβέρνηση και τους βουλευτές που διαμοιράζονταν την εξουσία. Οποιοσδήποτε δημόσιος υπάλληλος ήταν δυνατό να απολυθεί οποτεδήποτε χωρίς καμιά δικαιολογία, με απλή απόφαση του υπουργού, πράγμα που ισοδυναμούσε με καταδίκη σε σίγουρη ανεργία δεδομένης της ανυπαρξίας άλλων συγκροτημένων εργοδοτικών μηχανισμών. Παράλληλα, οι μεταθέσεις ήταν καθημερινές, κυρίως προκειμένου για τους στρατιωτικούς και τους δικαστικούς που ήταν οι μόνοι που δεν μπορούσαν να απολυθούν. Και όπως τα έξοδα δεν πληρώνονταν προκαταβολικά, οι μετατιθέμενοι υπάλληλοι εξαναγκάζονταν να προσφύγουν στους τοκογλύφους υποθηκεύοντας τους μέλλοντες μισθούς τους.
Ι.Ε.Ε., τόμ. ΙΔ΄, σσ. 42-46
ΠΗΓΗ 2
Η μονιμότητα των υπαλλήλων δε θεσπίστηκε παρά το 1911, έτσι ώστε όλοι εκείνοι που επάνδρωναν το μηχανισμό να μην είναι εκτεθειμένοι στον κίνδυνο όχι μόνο αδικαιολόγητης μετάθεσης αλλά και της οριστικής απόλυσης. Έρμαιοι της οποιαδήποτε βουλευτικής δυσαρέσκειας, οι μισθωτοί υπάλληλοι εκβιάζονταν επί πλέον από τους ταμίες που, συχνά σε συνεννόηση με τους ληστές που «κατακρατουσαν» τις χρηματοαποστολές, προφασίζονταν έλλειψη ρευστού και αρνούνταν να τους καταβάλουν τους μισθούς, αναγκάζοντάς τους έτσι να δανειστούν με ψηλούς τόκους από τους οργανωμένους τοκογλύφους, και να υποθηκεύσουν τους μελλοντικούς τους μισθούς, που υπόκεινταν σε κατάσχεση για οποιοδήποτε χρέος. Έτσι το σύνολο των εκπροσώπων της εξουσίας, συμπεριλαμβανομένων και των δικαστών και χωροφυλάκων εκβιάζονταν μόνιμα να εξυπηρετούν τα συμφέροντα των κατά τόπους βουλευτών. Η παράταξη των πολιτικών αντιπάλων συμπληρώνονταν από την αδιάκοπη επέκταση του «κύκλου των ημετέρων» που αντλούσαν από το κρατικό «κοχλιάριον» που όπως σημείωνε ο Εμμανουήλ Ροϊδης -που η κοινωνιολογική του οξυδέρκεια δεν έχει τονισθεί αρκετά- εμφανίζονταν σαν ανεξάντλητο ...
Κ. Τσουκαλά, Το πρόβλημα της πολιτικής πελατείας, σσ. 99-100
ΕΡΩΤΗΣΗ 7
Αφού μελετήσετε το παρακάτω κείμενο και με βάση τις γνώσεις σας να αναφέρετε τα κοινωνικά στρώματα που ευνοήθηκαν περισσότερο και λιγότερο από την πολιτική του Χ. Τρικούπη και με ποιες ενέργειες.
ΠΗΓΗ
Ο πολιτικός αυτός αποδοκιμάζει τις κακές συνήθειες του παρελθόντος, κυρίως τις πολλές και ποικίλες κομματικές αυθαιρεσίες του Δημ. Βούλγαρη, έστω και αν είχε την ανοχή της Αυλής, την οποία επίσης ψέγει για την ανάμειξή της στα πολιτικά. Απέκρουε κάθε ευθυγράμμιση των Ελλήνων ψηφοφόρων με τα ατομικά τους συμφέροντα και είχε το θάρρος να λέγει σ’ αυτούς, καθώς και στους ίδιους τους συνεργάτες του το ναι και το όχι. Ο Τρικούπης έδωσε πνοή στην εξέλιξη του τόπου με την οργάνωση των οικονομικών, των δημόσιων υπηρεσιών, με την ανάληψη δημοσίων έργων, με την κατασκευή δρόμων, λιμενικών έργων, σιδηροδρομικού δικτύου και με άλλα ακόμη έργα. Αντικατέστησε τη δεκάτη για ένα ορισμένο χρονικό διάστημα με το φόρο των «αροτριώντων κτηνών». Ο τελευταίος όμως αυτός φόρος ζημίωσε το δημόσιο, γιατί μειώθηκαν οι εισπράξεις του, ενώ ωφέλησε τους νέους τσιφλικούχους της Θεσσαλίας, γιατί ήταν εύκολο σ’ αυτούς να ρίχνουν το φόρο στους ώμους των καλλιεργητών, εφόσον συνδεόταν με τον αριθμό των ζώων και όχι με την ιδιόκτητη έκταση της γης.
Ο Τρικούπης απέβλεπε ακόμη, όπως και ο Καποδίστριας, στην ανακούφιση της τάξης των γεωργών, η οποία υπέφερε διπλά, από την τοκογλυφία και από τη ληστεία, πληγές που είχαν καταντήσει ενδημικές αρρώστιες της υπαίθρου. Οι τοκογλύφοι βρίσκονταν σε αγαθές σχέσεις με ταμίες του κράτους και με δικαστικούς ακόμη και κατέτρωγαν τις σάρκες του λαού, ενώ οι φυγόδικοι και οι ληστές συνεργαζόμενοι με τους πολιτευομένους και κομματάρχες δημιουργούσαν την αναρχία και εξέθεταν αδιάντροπα τη χώρα στα μάτια του πολιτισμένου κόσμου.
…………………………………………………………………………………………..
Ως προς τη δημοσιονομική του πολιτική, ο Τρικούπης ευνόησε την ανάπτυξη της εγχώριας παραγωγής και τον επαναπατρισμό των πλούσιων ομογενών του εξωτερικού και των κεφαλαίων τους, γιατί πίστευε ότι με τον τρόπο αυτόν θα αναζωογονούσε και θα ανόρθωνε την οικονομία της χώρας, ενώ από το άλλο μέρος θα έδινε τις δυνατότητες για την πραγματοποίηση του εθνικού προγράμματος. Γι’ αυτό και φάνηκε υποχωρητικός στο ζήτημα των εγγυήσεων και προνομίων που ζητούσαν οι κεφαλαιούχοι για την εξασφάλιση των τοποθετήσεών τους. Γι’ αυτό και θεωρήθηκε ο άνθρωπος του μεγάλου κεφαλαίου ο πολιτικός αυτός, που είχε ζήσει πολλά χρόνια στο Λονδίνο και είχε γνωρίσει καλά τη δύναμη του χρήματος μέσα στην πυρετώδη κίνηση για ευκαιριακές επιχειρήσεις και υπερκέρδη στην κεφαλαιαγορά του City. Η εισβολή όμως αυτή των κεφαλαίων φοβίζει και προκαλεί τις αντιδράσεις των εντόπιων αστών και μικροαστών. Ο πυρετός των επενδύσεων και της κερδοσκοπίας ανεβαίνει ιδίως με την αγορά εκτάσεων των τουρκικών τσιφλικιών στη Θεσσαλία.
Απ. Βακαλόπουλου, ό.π., σσ 307-310
ΕΡΩΤΗΣΗ 8
Με βάση το κείμενο του βιβλίου σας και των παραθεμάτων:
α) Να προσδιορίσετε το σημασιολογικό περιεχόμενο του όρου «αυτονομία της πολιτικής από τις κοινωνικές διαμάχες» επισημαίνοντας τους παράγοντες που την προκάλεσαν.
β) Να παρουσιάσετε τις συνθήκες κάτω από τις οποίες η ελληνική πολιτική πραγματικότητα προσέλαβε ταξικό χαρακτήρα (δηλαδή όταν οι ψηφοφόροι ψηφίζουν ανάλογα με την κοινωνικοοικονομική τους κατάσταση).
ΠΗΓΗ 1
Αυτονομία της πολιτικής από τις κοινωνικές διαμάχες
Στην ιστορία μιας κοινωνίας συμβαίνει συχνά ν’ αυξάνεται η λεγόμενη αυτονομία της πολιτικής από την επίδραση των κοινωνικών δομών και των ταξικών αγώνων. Εύγλωττο παράδειγμα στην ελληνική ιστορία είναι ότι η διαμάχη μεταξύ αστών και γαιοκτημόνων, μια ταξική αντίθεση που επηρέασε βαθύτατα την εξέλιξη πολλών δυτικών κοινωνιών, ήταν στην Ελλάδα εξαιρετικά περιορισμένη και πάντως δεν έγινε ποτέ μια διαμάχη πολιτική και κομματική, ούτε εξελίχθηκε σε πολιτικές συμμαχίες των αστών με τους αγρότες ...
Η συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσμού ήταν αγρότες. Η πλειοψηφία αυτή θα μπορούσε εύκολα να γίνει μια εξίσου συντριπτική εκλογική δύναμη ύστερα από τη θεσμοποίηση της καθολικής ψήφου το 1864. Κάτω από τις συνθήκες αυτές είναι όντως περίεργο ότι δεν αναπτύχθηκε ένα σημαντικό αγροτικό κίνημα, σε όλο το διάστημα που τα προβλήματα της οικονομικής εξαθλίωσης και της αποκατάστασης των ακτημόνων έμεναν στο περιθώριο, δηλαδή ως το 1924 ... Ένας από τους κυριότερους παράγοντες που προκάλεσαν την αυτονόμηση της πολιτικής ζωής ήταν η απουσία έμμονης και εκρηκτικής ταξικής πάλης στο απώτερο ιστορικό παρελθόν της ελληνικής κοινωνίας. Υπήρχαν βέβαια κοινωνικές εκρήξεις στη διάρκεια της τουρκοκρατίας, αλλά ήταν φαίνεται σποραδικές. Όχι ότι έλειπαν οι οικονομικές προϋποθέσεις που ευνοούν τους κοινωνικούς αγώνες: το αντίθετο μάλιστα συνέβαινε. Αλλά η μορφή και η διάρκεια της οθωμανικής επικυριαρχίας είχαν δημιουργήσει ορισμένες κοινωνικο-πολιτικές και ιδεολογικές συνθήκες, άγνωστες στις δυτικές κοινωνίες, που περιόρισαν την ανάπτυξη ταξικών αγώνων.
Η σπουδαιότερη από τις συνθήκες αυτές ήταν η επίδραση του οθωμανικού ζυγού στην μορφή της οικονομικής δραστηριότητας των ραγιάδων αστών. Σε μιαν επιτυχημένη προσπάθεια ν’ αποφύγουν την αβεβαιότητα και την οικονομική αποτελμάτωση που προκαλούσε ο ισλαμικός απολυταρχισμός, οι Έλληνες αστοί οδηγήθηκαν σε εξωστρεφείς οικονομικές δραστηριότητες και κυρίως στο εμπόριο. Αυτός ο προσανατολισμός των επιχειρήσεών τους είχε και το κάπως αναπάντεχο αποτέλεσμα να καταστήσει μια διαμάχη με τους γαιοκτήμονες, σχεδόν, άσκοπη. Τα συμφέροντά τους δεν ήταν αντίθετα προς τα συμφέροντα των γαιοκτημόνων, για δυο βασικούς λόγους: αφενός επειδή ήταν προσανατολισμένα έξω από τα οθωμανικά σύνορα και αφετέρου επειδή στηρίζονταν κυρίως στο εμπόριο και ελάχιστα στη βιομηχανία ...
Άλλωστε, η ίδια η διάκριση ανάμεσα στις δυο αυτές τάξεις δεν ήταν πάντοτε και παντού τόσο σαφής. Πολλοί γαιοκτήμονες, παράλληλα με τις συνήθεις δραστηριότητες του κτηματία, ασκούσαν επιπλέον φοροείσπραξη, εμπόριο και τοκογλυφία, δηλαδή οικονομικές και κοινωνικές λειτουργίες επιχειρηματία αστού. Και όταν ακόμη οι δραστηριότητες αυτές διαχωρίζονταν, και σ’ εκείνες ακόμη τις περιοχές όπου υπήρχαν πολλοί αστοί με αποκλειστικά αστικές δραστηριότητες, το κοινό ιστορικό παρελθόν των μεγάλων οικογενειών, τα κοινά συμφέροντα, η διαπλοκή των δραστηριοτήτων και των συμφερόντων, εμπόδιζαν και πάλι την ανάπτυξη μεγάλων κοινωνικών αντιθέσεων ανάμεσα στις δυο ανώτερες τάξεις.
Αυτοί ήταν οι οικονομικοί φραγμοί της ταξικής διαμάχης - αλλά υπήρχε κι ένας πολιτικός, εξίσου ισχυρός. Η νομική θέση των χριστιανών γαιοκτημόνων ήταν παρόμοια με τη θέση των μουσουλμάνων· και η πολιτική δύναμη των Τούρκων έκανε απόρθητο αυτό το νομικό-οικονομικό καθεστώς: οι χριστιανοί κάτοχοι μεγάλης γαιοκτησίας ήταν καλά προστατευμένοι κάτω από τη σκιά των μεγάλων αφεντικών. Έτσι, η κοινότητα οικονομικών συμφερόντων ανάμεσα στις δυο ομάδες της τάξης των γαιοκτημόνων, τη μουσουλμανική και τη χριστιανική, είχε δημιουργήσει ένα πλέγμα ισχύος που η μεταπρατική αστική τάξη ήταν αδύνατο να καταπολεμήσει - εφόσον μάλιστα η επιχειρηματική αστική τάξη της αυτοκρατορίας περιλάμβανε ελάχιστους μουσουλμάνους, ενώ η τουρκική γαιοκτητική ολιγαρχία, ακόμη και στην εποχή της παρακμής της, ήταν αναπόσπαστο και ζωτικό μέρος του ισλαμικού διοικητικού και στρατιωτικού συστήματος ...
Ένας άλλος παράγοντας που εμπόδισε την ανάπτυξη έντονης ταξικής διαμάχης ήταν ιδεολογικός, κι επηρέασε την κοινωνική συμπεριφορά όχι μόνο της μεσαίας αγροτικής τάξης. Ήταν η σύγχυση που προκαλούσε στους Έλληνες η αποπνικτική δύναμη του ξένου κατακτητή και η μακραίωνη κυριαρχία του, μια δύναμη που έκανε την οθωμανική κοινωνική ιεραρχία να φαίνεται σαν αναπόφευκτη μοίρα ...
Υπό τις συνθήκες αυτές δεν ήταν δυνατό ν’ αναπτυχθεί μια βαθιά ταξική διαμάχη, που θα μπορούσε να μεταφερθεί στην πολιτική μ’ έναν πόλεμο είτε ανάμεσα στους αγρότες και τις ανώτερες τάξεις, είτε των αστών ενάντια στους γαιοκτήμονες. Οι ίδιες αυτές συνθήκες συνετέλεσαν και στην εξαιρετικά αργή εξέλιξη της ιδεολογίας των αγροτών, που επέτρεψε στην πολιτική ολιγαρχία να διατηρήσει την ιδεολογική σύγχυση της αγροτικής τάξης και, μέσω αυτής, την ανοχή της. Αυτές εμπόδισαν την ανάπτυξη ενός αγροτικού κινήματος και τη δημιουργία ενός αγροτικού κόμματος. Υπό αυτές επίσης τις συνθήκες η αστική τάξη, που εξακολουθούσε να ενδιαφέρεται πολύ για το εμπόριο και καθόλου για τη βιομηχανία, αδιαφόρησε για την αγροτική μεταρρύθμιση κι επομένως δεν επεδίωξε την πολιτική υποστήριξη των ακτημόνων. Τέλος, οι ίδιες συνθήκες κατέστησαν και των μικροκτηματιών τη συμμαχία σχεδόν αδιάφορη για τους μεταπράτες αστούς - και χρήσιμη κυρίως για το στέμμα. Συνέπεια ακόμη αυτών των συνθηκών ήταν η στάση των οικονομικά κυριάρχων τάξεων, που δεν μπορούσαν και δεν ήθελαν να περιορίσουν την αυτονομία των πολιτικών και να επιβάλουν άμεσα την ταξική τους εξουσία. Δεν το ήθελαν, γιατί απλούστατα οι αστικοί θεσμοί, και ειδικά το Σύνταγμα, ήταν οι καλύτερες εγγυήσεις των συμφερόντων τους: οι γαιοκτήμονες είχαν το απαραβίαστο της ατομικής ιδιοκτησίας, και οι αστοί είχαν αποκτήσει το αστικό τους καθεστώς πριν ακόμη δημιουργηθούν οι καπιταλιστικές συνθήκες που το έκαναν απαραίτητο. Και δεν το μπορούσαν, γιατί η οικονομική τους δύναμη ήταν τόσο μετρημένη και περιχαρακωμένη από εξωτερικούς οικονομικο-πολιτικούς περιορισμούς που δεν τους έφτανε για να κυριαρχήσουν στην πολιτική όπως κυριαρχούσαν στην οικονομία. Η σχετική οικονομική δύναμη των γαιοκτημόνων έβαινε σε συνεχή παρακμή: ενώ συγκέντρωσαν το 10% του εθνικού προϊόντος το 1825, είχαν μόλις ένα 4% το 1910. Όσο για την αστική τάξη, μολονότι σταδιακά αύξανε αισθητά την δύναμή της, ήταν ακόμα καχεκτική μέχρι και την πρώτη δεκαετία του 20ου αιώνα ...
Συμπερασματικά, μια παραδοσιακή πολιτική ολιγαρχία είχε κληθεί να διοικήσει, με ένα σύγχρονο, αστικό θεσμικό σύστημα, μια κοινωνία ουσιαστικά προ-καπιταλιστική.
Γ. Δερτιλή, Κοινωνικός μετασχηματισμός και στρατιωτική επέμβαση (1880-1909),
σσ. 110-113, 118-119.
ΠΗΓΗ 2
Η μεγάλη αυτονομία των πολιτικών πρακτικών από τις ταξικές οροθετήσεις, άρχισε να μειώνεται στη μακρόχρονη περίοδο μετάβασης από τον προκαπιταλισμό στον καπιταλισμό (1880-1920). Σ' αυτή την περίοδο ... η πολιτική ζωή έπαψε να περιστρέφεται, αποκλειστικά γύρω από προσωπικές διαμάχες και απόκτησε ένα πιο έντονο χρώμα ταξικής πολιτικής. Παρόλο που το σύστημα της πολιτικής πελατείας δεν έπαψε να λειτουργεί, και παρόλο που σ’ αυτή την προκαπιταλιστική φάση δεν ήταν δυνατό να υπάρχουν πλήρως θεσμοποιημένες ταξικές διαμάχες, δεν υπάρχει αμφιβολία πως η πολιτική του Τρικούπη κι αργότερα του Βενιζέλου εμπνέονταν από ένα πρόγραμμα που ξεπερνούσε τους αποκλειστικά βραχυπρόθεσμους προσανατολισμούς του συστήματος της πολιτικής πελατείας. Κίνητρο των δυο αυτών πολιτικών ανδρών ήταν η σφοδρή επιθυμία τους να «δυτικοποιήσουν» την Ελλάδα και πραγματικά κατέβαλαν σοβαρές προσπάθειες για να δώσουν στο όραμά τους σάρκα και οστά. ...
Γιατί παρόλο ότι ακόμα δεν έχουμε δυνατές ταξικές οργανώσεις, ο κρατικός επεκτατισμός, το μεγάλωμα της αγοράς και άλλες συναφείς εξελίξεις δημιούργησαν σιγά σιγά, στο επίπεδο του κοινωνικού συνόλου, μια «κοινή γνώμη»[5] που, έξω από τα δίκτυα της πατρωνείας, όλο και περισσότερο επηρέαζε την πολιτική διαμάχη. Και παρ’ όλο που αυτή η διαμάχη δεν είχε ακόμη έναν καθαρά ταξικό χαρακτήρα, ο τρόπος με τον οποίοι οι ψηφοφόροι παίρναν θέση στους διαφόρους πολιτικούς ανταγωνισμούς επηρεαζόταν σ’ ένα μεγάλο βαθμό από τη θέση τους στη ταξική δομή. Για να πάρουμε ένα πολύ χτυπητό παράδειγμα: υπάρχουν αρκετά στοιχεία που δείχνουν καθαρά πως οι υποστηρικτές και οι αντίπαλοι του Βενιζέλου ανήκαν σε συγκεκριμένες κοινωνικο-οικονομικές κατηγορίες. Έτσι η πρωτοφανής νίκη του Βενιζέλου στις εκλογές του 1910 (νίκη που άλλαξε ριζικά και μόνιμα την ταξική προέλευση των βουλευτών) δεν μπορεί να εξηγηθεί ούτε από το πρίσμα της πολιτικής πελατείας ούτε από απλώς συγκυριακούς παράγοντες. Αυτή η βασική αλλαγή στην πολιτική δομή της χώρας δεν είναι νοητή έξω από το πλαίσιο της ανόδου των «νέων μεσαίων τάξεων» που δημιουργήθηκαν μέσα από τις Τρικουπικές μεταρρυθμίσεις.
Όσον αφορά τις αγροτικές τάξεις, και εδώ επίσης μπορεί να δείξει κανείς πως ο τρόπος με τον οποίο ψηφίζουν στην μεσοπολεμική περίοδο (ιδίως στις δεκαετίες του ’20 και ’30) είχε σχέση με την κοινωνικοοικονομική τους κατάσταση. Π.χ. οι μικροί σιτοπαραγωγοί που καλλιεργούσαν την γη τους με την βοήθεια της οικογενειακής εργασίας και που λειτουργούσαν σ’ ένα λιγότερο ιεραρχημένο, πιο «ισοπεδωμένο» κοινωνικό πλαίσιο ήταν κατά κανόνα εκλογικοί υποστηρικτές του Βενιζέλου. Ενώ οι παραγωγοί της ελιάς και της σταφίδας που είχαν μπει στους μηχανισμούς της αγοράς πολύ πιο νωρίς και που καλλιεργούσαν τα χωράφια τους μόνο με ατομική τους εργασία σ’ ένα πιο άνισο κοινωνικό χώρο ήταν στην πλειοψηφία τους αντι-Βενιζελικοί. Έτσι παρ’ όλο που οι αγρότες δεν κατόρθωσαν να οργανωθούν κατά πολιτικά αυτόνομο τρόπο στο μεσοπόλεμο, ο τρόπος με τον οποίο διάλεγαν σε ποιο από τα δύο αστικά κόμματα θάδιναν την ψήφο τους δεν ήταν απλό αποτέλεσμα πελατειακών σχέσεων, αλλά είχε να κάνει με την κοινωνικο-οικονομική τους κατάσταση.
Μόνο όμως με την κυριαρχία του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής στη δεκαετία του 1920 και την εμφάνιση στο προσκήνιο ενός απειλητικού προλεταριάτου στις πόλεις, η ελληνική πολιτική προσέλαβε τελικά ένα πιο καταφανή ταξικό χαρακτήρα.
Με την άνοδο των μεσαίων τάξεων και τη σχετική παρακμή των τζακιών - ιδίως από το Βενιζέλο και μετά, η κεντρική κομματική οργάνωση άρχισε να δυναμώνει σε βάρος των τοπικών ολιγαρχικών. Έτσι όπως η αυτονομία της τοπικής ολιγαρχίας μειώθηκε και από την επέκταση της κρατικής γραφειοκρατίας και από τον κομματικό συγκεντρωτισμό, η πατρωνεία στο επίπεδο του χωριού εντάχθηκε πιο έντονα και συστηματικά στους κρατικούς και κομματικούς μηχανισμούς.
Η παραπάνω αλλαγή από την παραδοσιακή ολιγαρχική στη «γραφειοκρατική κομματική» πατρωνεία σημαίνει πως ταξικές διαφορές, μη τοπικιστικά θέματα και γενικές οικονομικές εξελίξεις μπορούν πιο εύκολα να διασπάσουν και να αποδιοργανώνουν «πελατειακά» δίκτυα· σημαίνει πως η σχέση μεταξύ ταξικής δομής και πολιτικής γίνεται πιο άμεση. Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο πρέπει να δει κανείς και την εμφάνιση και εξέλιξη του ελληνικού αριστερού κινήματος γενικά και του κομμουνιστικού κόμματος πιο ειδικά που έπαιξε τόσο αποφασιστικό ρόλο στην ελληνική πολιτική από το 1930 και μετά.
Ν. Μουζέλη, Ταξική δομή και σύστημα πελατείας: Η περίπτωση της Ελλάδας,
σσ. 134, 138-139
ΕΡΩΤΗΣΗ 9
Λαμβάνοντας υπόψη σας το κείμενο του βιβλίου σας και το περιεχόμενο της πηγής:
α) Να παρουσιάσετε τα αίτια της κατακραυγής που αποτέλεσε τη βάση του κινήματος των στρατιωτικών στο Γουδί.
β) Να αναφερθείτε στις μορφές έκφρασης της δυσαρέσκειας του ελληνικού λαού για την οικονομική δυσπραγία και πολιτική δυσλειτουργία μετά το 1893 (συλλαλητήρια, αρθρογραφίες, κ.λπ.) και να αποτιμήσετε τον ρόλο τους.
ΠΗΓΗ
Η επαναστατικότητα των κατώτερων τάξεων
Στον αγροτικό τομέα η δυσαρέσκεια των κατωτέρων τάξεων ήταν έκδηλη ήδη από την δεκαετία του 1890. Οι φόροι, το σταφιδικό πρόβλημα και τα άλλα προαιώνια προβλήματα των αγροτών είχαν ξεσηκώσει μόνιμή αναταραχή στην ύπαιθρο. Γύρω στα 1900 αναρχο-σοσιαλιστικές κινήσεις είχαν μια κάποια επιτυχία ανάμεσα στον αγροτικό πληθυσμό της Πελοποννήσου. Ένοπλες διαδηλώσεις οργανώθηκαν από σταφιδοπαραγωγούς σε όλη τη διάρκεια πριν από το κίνημα και οι περισσότερες διαλύθηκαν βίαια από την αστυνομία και το στρατό. Ένα δικαιότερο φορολογικό σύστημα ήταν το πρώτο και βασικό αίτημα μιας κάπως οπερετικής εξέγερσης στη Σπάρτη το 1909, υπό την αρχηγία του πρώην ταγματάρχη Φικιώρη.
Η αναταραχή στην ύπαιθρο δημιούργησε έτσι ένα ενθαρρυντικό περιβάλλον για τις επαναστατικές τάσεις των αστικών κατωτέρων τάξεων. Την κοινωνική αναταραχή στην Αθήνα τροφοδοτούσαν η δραστηριοποίηση των μικροαστικών σωματείων, οι αυξημένες πιέσεις από τα προβλήματα της μετανάστευσης, οι κινητοποιήσεις των φοιτητών, η αρθρογραφία του Τύπου.
Η μετανάστευση υπήρξε σημαντικός κοινωνικός καταλύτης. Η συρροή αγροτι-κών πληθυσμών στην πρωτεύουσα δημιουργούσε προβλήματα απασχόλησης, ακρίβειας, χαμηλού επιπέδου διαβίωσης. Απότοκος του σταφιδικού, η αυξημένη εσωτερική μετανάστευση δεν έβρισκε πάντοτε διεξόδους στην εξωτερική. Οι πύλες της Νέας Υόρκης ήταν κλειστές για όσα χρόνια κρατούσε η μεγάλη παγκόσμια κρίση. Οι μετανάστες που έφευγαν από την Ελλάδα κάθε χρόνο ήταν λιγότεροι από χίλιοι πριν από το τέλος του αιώνα, δέκα χιλιάδες ως το 1905 και περισσότεροι από τριάντα μεταξύ 1905 και 1910.
Το Πανεπιστήμιο, με τις εκατοντάδες των αγροτοπαίδων φοιτητών, ήταν ένα εν δυνάμει φυτώριο αναταραχής. Βέβαια οι φοιτητές ήταν τότε στην πλειοψηφία τους μάλλον συντηρητικοί, όπως τουλάχιστον φαίνεται από τη στάση τους στα Ευαγγελικά. Αλλ’ αυτό δεν απέκλειε τις ανησυχίες, έστω και αν εκφράζονταν μάλλον προς τη διεκδίκηση δυνατοτήτων κοινωνικής ανόδου παρά προς την κατεύθυνση της καθολικής ανατροπής. Οι εσωτερικές αυτές αντιφάσεις εκδηλώθηκαν και στη στάση των φοιτητών στην εξέγερση του 1909. Μια εβδομάδα πριν από το κίνημα υπέβαλαν στα ανάκτορα μια δήλωση που ζητούσε βασιλική επέμβαση ώστε να παταχθούν η ανικανότητα και η διαφθορά των κομμάτων. Το πομπώδες αυτό κείμενο, με όλες τις αντιφάσεις του, παρουσιάζει αρκετά ριζοσπαστικά και λαϊκιστικά χαρακτηριστικά. Ζητώντας από τον βασιλιά, σε εξεζητημένη αρχαϊζουσα, να χρησιμοποιήσει τον γρόνθον του εναντίον των πολιτικών, μιλάει για μετανάστευση και φυματίωση, πείνα και φόρους, πουθενά, όμως, για φιλελεύθερες αστικές ιδέες.
Η αρθρογραφία των εφημερίδων αυτή την περίοδο είναι επίσης διαφωτιστική. Ο «Χρόνος» και η «Ακρόπολις» ήταν οι πιο κραυγαλέες -και οι δύο με καθαρά λαϊκιστική και συχνά αντι-αστική στάση. Ο «Χρόνος» έγινε ένα είδος ημιεπίσημης εφημερίδας του Στρατού και πολλά από τα κείμενά του ήταν γραμμένα από τον ίδιο τον γενικό γραμματέα του Συνδέσμου, τον Λοιδωρίκη. Στην «Ακρόπολη» ο Γαβριηλίδης δημοσίευσε τακτικά τα εμπρηστικά άρθρα του, με τα οποία ζητούσε μια «ειρηνική επανάσταση». Στις προτάσεις του περιλαμβάνονταν η επιβολή φόρου εισοδήματος και η μείωση δασμών. Οι δύο εφημερίδες οργάνωσαν τον Ιούνιο και Ιούλιο 1909 «δημοψηφίσματα» μεταξύ των αναγνωστών τους, τα οποία φαίνεται ότι είχαν καλή ανταπόκριση.
Μέσα σε ένα τέτοιο κλίμα δεν είναι λοιπόν περίεργο που η συνωμοτική ομάδα των υπαξιωματικών είχε αποφασίσει, πριν από το κίνημα, να δημιουργήσει πολιτικές οργανώσεις βάσης στις λαϊκές συνοικίες της Αθήνας. Η προσπάθεια ξεκίνησε καθυστερημένα και δεν οργανώθηκε καλά, αλλιώς τα γεγονότα του 1909 ίσως να προσανατολίζονταν προς ριζοσπαστικότερες εξελίξεις.
Αυτά ήταν, συμπερασματικά, τα κοινωνικο-οικονομικά αίτια της λαϊκής κατακραυγής κι έτσι εκδηλώνονταν. Τον σκληρό πυρήνα των επιδόξων επαναστατών σχημάτιζαν οι μικροαστοί, κυνηγημένοι από τους φόβους και την ανασφάλεια, και οι εργάτες, θύματα της πιο ανεξέλεγκτης εκμετάλλευσης. Στον περίγυρό του σάλευαν οι εξαθλιωμένες μάζες των μεταναστών που περίμεναν στην Αθήνα την ημέρα της αναχώρησής τους. Στους μήνες ή στα χρόνια που περνούσαν ανάμεσα στον ερχομό τους στην Αθήνα και το ξενιτεμό τους, οι επίδοξοι μετανάστες έχυναν το φαρμάκι τους στο ήδη δηλητηριασμένο κοινωνικό κλίμα της πρωτεύουσας και ήταν οι εύκολοι σύμμαχοι των μικροαστών και των εργατών. Τα οικονομικά αίτια της αγανάκτησης και της επιθετικότητας όλων αυτών των ανθρώπων δημιούργησαν έτσι την κοινωνική βάση για τον διστακτικό λαϊκισμό των στρατιωτικών.
Γ. Δερτιλή, Κοινωνικός μετασχηματισμός και στρατιωτική εισβολή (1880-1909),
σσ. 200-202
ΕΡΩΤΗΣΗ 10
Αφού λάβετε υπόψη τα κείμενα 1, 2, 3, 4:
α) Να διερευνήσετε τα κίνητρα και τις επιδιώξεις του Στρατιωτικού Συνδέσμου.
β) Να συζητήσετε τους λόγους της διατύπωσης διαφορετικών απόψεων για τη δράση του Συνδέσμου.
ΠΗΓΗ 1
Τι έγραφε ο τύπος για την επανάσταση στο Γουδί
Σε ένα κύριο άρθρο του γραμμένο πριν από το κίνημα, ο Γαβριηλίδης γράφει τα εξής: «Αλλά τώρα εντός του Κράτους υπάρχουν άλλες τάξεις, άλλα στρώματα κοινωνικά, άλλα συμφέροντα, άλλα ιδεώδη, αν θέλετε άλλα ήθη, άλλη ηθική (...) τα οποία θέλουν να εκτοπίσουν την ολιγαρχία (...) δια να σχηματίσουν άλλο κράτος (...) άλλας οικονομικάς σχέσεις, άλλας δυνάμεις (...). Η Ειρηνική Επανάστασις πρόκειται λοιπόν να εκτοπίση την κρατούσαν διεφθαρμένην ολιγαρχίαν, δια την οποίαν δεν υπάρχουν συμφέροντα αγροτικά, ούτε συμφέροντα εμπορικά, ούτε συμφέροντα βιομηχανικά, ούτε συμφέροντα κτηματικά, ούτε συμφέροντα εξυγιάνσεως και ρωμαλεώσεως της φυλής, ούτε συμφέροντα εθνικά, ούτε ανάγκαι στρατού και στόλου πραγματικού (...) Δεν υπάρχει λοιπόν παρά ο αγών των τάξεων και εν ονόματι του αγώνος αυτού ζητούμεν την Ειρηνικήν Επανάστασιν. Όταν λέγωμεν ότι το Κράτος είναι εχθρός, ταυτίζομεν το Κράτος με την κρατούσαν τάξιν, η οποία είναί τάξις της ολιγαρχίας της ελκούσης μεν το γένος από τους πολεμιστάς του Εικοσιένα, περιλαμβανούσης δε εντός αυτής όλα τα στοιχεία εκείνα, τα οποία κατ’ αρχήν, σύμφωνα με τους νόμους της εξελίξεως των αποτελούντων τα Κράτη, έπρεπε να υπεισέλθουν εις αυτήν την κρατούσαν τάξιν και υπεισήλθον».
Ενδιαφέρον παρουσιάζει και το κύριο άρθρο που δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Πατρίς» την επομένη των εκλογών που έγιναν μετά το κίνημα. Πολύ χαρακτηριστικά, το άρθρο αυτό τονίζει ότι το 1909 δεν έγινε στην πραγματικότητα ένα κίνημα του στρατού αλλά μια λαϊκή επανάσταση. Με το ίδιο πνεύμα, ο Βενιζελικός «Κήρυξ» έγραφε στις 13 Σεπτεμβρίου 1910 ότι το «ξύπνημα του λαού» είχε φέρει την επανάσταση του Αυγούστου 1909.
Γ. Δερτιλή, Κοινωνικός Μετασχηματισμός και Στρατιωτική Επέμβαση 1880-1909,
εκδ. Εξάντας, Αθήνα 1985, σ. 176
ΠΗΓΗ 2
Διαφωτιστικές είναι και οι γνώμες τεσσάρων συγχρόνων πολιτικών, των Βενιζέλου, Παπαναστασίου, Καφαντάρη και Μιχαλακόπουλου, όπως τις μεταφέρει ο Γ. Βεντήρης:
«Ο Ελευθέριος Βενιζέλος φρονεί ότι πράγματι εξέπεσεν η ολιγαρχία, ανήλθον δε εις την κυβέρνησιν νέα κοινωνικά και πολιτικά στοιχεία. Δεν προσδιορίζει όμως αν η αρχή κατελήφθη υπό τάξεως ολοκλήρου, ήτοι των αστών.
Ο Αλ. Παπαναστασίου πιστεύει ότι, κατά το 1909, η κίνησις των σωματείων, τα λαϊκά συλλαλητήρια και η εμφάνισις του Βενιζέλου σημαίνουν ανατροπήν της πλουτοκρατικής ολιγαρχίας και αντικατάστασιν αυτής παρά των λαΪκών τάξεων.
Ο Ανδρέας Μιχαλακόπουλος νομίζει ότι από του 1864 αι αστικαί τάξεις μετείχαν εις την διοίκησιν του τόπου. Προσέχει ιδιαιτέρως την εκάστοτε στάσιν των αγροτών. (Εκ των συνομιλιών με το γράφοντα – Βεντήρην – θέρος του 1928).
Ο Γεώργιος Καφαντάρης είναι της γνώμης ότι επεκράτει γενική δυσφορία εναντίον της ανικανότητος των πολιτικων αρχηγών, της ανεπαρκείας του κοινοβουλίου και των εθνικών ατυχιών. Μία μορφή αυτής ήτο το στρατιωτικόν πραξικόπημα του Γουδί. Δεν θεωρεί καιρίαν την κοινωνικήν σημασίαν της επαναστάσεως. (Εκ συνομιλίας με τον γράφοντα, 29 Δεκεμβρίου 1930)».
Ο Σ. Στεφάνου μεταδίδει ως εξής τις απαντήσεις του Βενιζέλου σε παρόμοια ερωτήματα του Βεντήρη:
«Είναι από τα λίγα κεφάλαια, τα οποία διευτύπωσες χωρίς προηγουμένως να συζητήσεις μαζί μου. Έκαμες περισσότερο Φιλοσοφίαν της Ιστορίας και λιγότερον Ιστορίαν. Εγώ βλέπω τα γεγονότα με τρόπον εμπειρικόν. Αντί να νομίζω πως εις ωρισμένην περίοδον εσημειώθη εις την Ελλάδα οικονομικός και κοινωνικός χωρισμός τάξεων, έχω την εντύπωσιν ότι νέα στοιχεία, πιο εύρωστα και αποφασιστικά, ευρήκαν την ευκαιρίαν του Στρατιωτικού Κινήματος δια να πάρουν την εξουσίαν από τα κληρονομικά κόμματα. Στα πρώτα ανήκω κι εγώ. Έτσι εξήγησεν ο Γαμβέτας την Τρίτην Δημοκρατίαν».
Γ. Δερτιλή, ό.π., σσ. 176-177
ΠΗΓΗ 3
Επίσης αξιόλογη είναι η εργασία του Αλεξάνδρου Σβώλου «Τα Ελληνικά Συντάγματα, 1822-1952». Ο συγγραφέας δείχνει, με μια βραχύλογη και διαυγή ανάλυση, την ασάφεια των προθέσεων των αξιωματικών. Τονίζει ότι υιοθέτησαν πιο συγκεκριμένους μεταρρυθμιστικούς στόχους μόνο μετά τη βοήθεια ριζοσπαστικών στοιχείων της αστικής τάξης. Θεωρεί την επέμβαση του Βενιζέλου ως μια προσπάθεια να καταπραϋνθεί η αγανάκτηση των κατωτέρων τάξεων, που περνούσαν τότε το στάδιο της «αφύπνισής τους». Υποστηρίζει ότι η αστική τάξη «ακολούθησε» τον Βενιζέλο και ότι με αυτό τον τρόπο, εκ των υστέρων, η εξέγερση διοχετεύτηκε στο δρόμο προς τον αστικό μετασχηματισμό.
Γ. Δερτιλή, ό.π., σ. 175
ΠΗΓΗ 4
Άρθρο με τίτλο «Τέρμα» δημοσιευθέν στην εφημερίδα «Χρόνος»
που ήταν το ημιεπίσημο όργανο του Στρατιωτικού Συνδέσμου (Σ.Σ.)
Όταν όμως δημοσιεύτηκε το ανακοινωθέν του Σ.Σ., παράλληλα δημοσιεύτηκε και στην εφημερίδα «Χρόνος», που, όπως είπαμε, ήταν το ημιεπίσημο όργανο του Σ.Σ., το παρακάτω άρθρο με τον τίτλο «Τέρμα», που το χαρακτήριζε πνεύμα απαισιοδοξίας:
«Σήμερον επί τέλους κλείει ο αγών, τον οποίον προ επτά μηνών ανέλαβε το ελληνικόν στράτευμα, ορμηθέν από την επιθυμίαν της ανορθώσεως των πραγμάτων της Χώρας. Ο αγών ούτος ούτε σύντομος, όσον εχρειάζετο, υπήρξεν, ούτε καρποφόρος, όσον ηλπιζετο. Διεξαχθείς παρ’ ανδρών, εχόντων μοναδικά εφόδια την αγαθήν αυτών προαίρεσιν, καταπολεμηθείς ευθύς εξ’ αρχής και αμειλίκτως παρά των κομμάτων, εγκαταλειφθείς ενωρίτατα υπό του Λαού, απολέσας εις ταλαντεύσεις και αμφιβολίας το μείζον μέρος του ηθικού αυτού, ο αγών της 15ης Αυγούστου εν και μόνον επέτυχεν κατά το μακρόν διάστημα της διαρκείας του: Να φθάση εις το τέρμα της σήμερον, το οποίον είνε τόσον ένδοξον, ώστε πολλοί θα ηύχοντο να εστερείτο ο ελληνικός στρατός της δόξης ταύτης.
Είνε αληθές, ότι δια της λύσεως, η οποία επενοήθη προ δυο μηνών και η οποία αρχίζει να τίθηται εις εφαρμογήν την ημέραν ταύτην, τα πράγματα του τόπου επανακτώσι την ηρεμίαν, την οποίαν απώλεσαν, και όλοι οι δρόμοι της κινήσεως και της ζωής αποκαθίστανται ασφαλείς δι’ εκείνους, οι οποίοι θέλουν να κινηθούν και να ζήσουν. Το εμπόριον αναθαρρεί. Η γεωργία επανέρχεται εις τας καλάς αυτής ημέρας. Το χρήμα και οι βραχίονες αναλαμβάνουν το θάρρος, το οποίον τα είχεν εγκαταλείψει επί τόσον καιρόν. Αλλ’ η Επανάστασις δεν εγεννήθη δια να καθησυχάση όσους ετάραξε, δια να φαιδρύνη όσους ελύπησε, δια να ενθαρρύνη όσους απεθάρρυνε, δια να τονώση όσους κατέστησεν ανισχύρους, δια να επανορθώση τα νόμιμα αδικήματα, τα οποία διέπραξεν αυτή. Η Επανάστασις εγεννήθη δια να τιμωρήση, δια να αποκόψη, δια να εκριζώση, δια να εξοντώση, δια να αποκαθάρη και εξυγιάνη το έδαφος, το οποίον εμόλυναν και εμίαναν πεντήκοντα ολοκλήρων ετών αμαρτήματα και κακουργίαι. Ατυχώς εις το πνεύμα των ανθρώπων, οι οποίοι συνέσφιξαν μιαν τόσον αγίαν πυγμήν, τα πράγματα δεν έλαβον την θέσιν, η οποία τοις ήρμοζεν. Και ενώ ο Λαός τας πρώτας στιγμάς εζητωκραύγασε την ωραίαν ορμήν, η οποία εκίνησε γενναία στήθη και σθεναρούς βραχίονας, εντός όλίγου τας ζητωκραυγάς διεδέχθη η σιγή, η απογοήτευσις και μικρού δείν η αποδοκιμασία. Ο Στρατός, αναλαβών το έργον της σωτηρίας, ασκήσας όλην την ισχύν αυτού δια την σωτηρίαν, αγωνισθείς μέχρις εσχάτων καί δι’ όλων των υπαρχουσών δυνάμεων υπέρ της σωτηρίας της Χώρας, μη έχων όμως πρόγραμμα θετικόν, πελαγοδρομήσας κα κινδυνεύσας να συντριβή, ησθάνθη τέλος την ανάγκην να ανομολογήση ότι ηττήθη.
Η ιστορία βεβαίως θέλει κρίνει το έργον, το οποίον περατούται σήμερον. Οσονδήποτε όμως αυστηρά και αν φανή προς τους εργάτας του κινήματος της 15ης Αυγούστου, είνε αδύνατον να μη συμπαθήση προς αυτούς και να μη συγκλαύση μετ’ αυτών. Διότι το έργον των, εάν δεν υπήρξε μέγα, δεν υπήρξεν ευρύ και αίσιον εκείνοι οι οποίοι κλαίουν δια τούτο ταύτην την στιγμήν πλειότερον, είνε οι άνδρες οι οποίοι το ανέλαβον και οι οποίοι έσπευσαν να το τερματίσουν τόσον μικρόν και ασήμαντον. Το λάθος είνε βεβαίως ιδικόν των, αλλ’ είνε συγχρόνως και του ελληνικού Λαού. Εάν ούτος εγκαίρως ενεστερνίζετο τον ιερόν αγώνα και τον υιοθέτει καί τον ανελάμβανε και τον διεξήγε με την δύναμιν και το σθένος, το οποίον έχουν μόνοι οι Λαοί, η Ελλάς σήμερον θα εώρταζε την μεγαλυτέραν και ιερωτέραν αυτής ημέραν. Αλλ’ ο Λαός ο ελληνικός άφησε τα πάντα εις χείρας ανθρώπων, φιλοτίμων μεν, αλλ’ αδεξίων, τολμηρών μεν, αλλ’ άνευ σχεδίου, κυρίως δε ολίγων και ευχερώς δυναμένων να διαιρεθούν και να διχογνωμήσουν. Το σφάλμα τούτο ας σκεφθή τουλάχιστον να το επανορθώση εις το εγγύτατον μέλλον. Χωρίς δισταγμούς, αμφιβολίας, πάθη, μίση, υπολογισμούς συμφέροντος, ας βαδίση ο Λαός τώρα τον δρόμον, ο οποίος δύναται να τον φέρη, όπου ωνειροπόλησαν οι ηττημένοι στρατιώται της σήμερον» («Χρόνος», 17-3-1910).
Το άρθρο αυτό είναι φανερό ότι αντικαθρέφτιζε την απογοήτευση των κατωτέρων αξιωματικών που είχαν ριζοσπαστικές ιδέες. Όταν ίδρυσαν το Σ.Σ. άλλα πίστευαν ότι θα γίνονταν και άλλα είδαν να γίνονται από τους ανωτέρους αξιωματικούς και το Βενιζέλο.
Είχαν δίκαιο εκφράζοντας την απογοήτευσή τους, δεν είχαν όμως καθόλου δίκαιο να κατηγορούν τις λαϊκές μάζες ότι δεν ενίσχυσαν το επαναστατικό έργο του Σ.Σ.
Η μεγάλη πλειοψηφία του λαού τάχτηκε στο πλευρό του Σ.Σ., αλλ’ αυτός στάθηκε ανίκανος να τραβήξει προς τα εμπρός: Κι’ αυτό γιατί μέσα στο Σ.Σ. υπήρχαν, όπως είδαμε, διαφωνίες και αντιθέσεις που φέρανε σε αδιέξοδο το Σύνδεσμο.
Στο παλάτι ήξεραν ότι οι κατώτεροι αξιωματικοί δε συμφωνούσαν με τους ανωτέρους και ήξεραν ακόμα ότι οι ανώτεροι είχαν τώρα μεγαλύτερη δύναμη γιατί είχαν μαζί τους το Βενιζέλο. Το άρθρο μάλιστα του «Χρόνου» χαροποίηση τους αυλικούς.
Πίστευαν ότι όλα τελείωσαν.
Γ. Κορδάτου, Ιστορία της Νεώτερης Ελλάδας,
τ. Ε΄, εκδ. 20ος Αιώνας, Αθήνα 1958, σσ. 200-202
ΕΡΩΤΗΣΗ 11
Λαμβάνοντας υπόψη σας το κείμενο, το παράθεμα αρ. 22 του βιβλίου σας, και το περιεχόμενο των πηγών:
α) Να τεκμηριώσετε, με συγκεκριμένα στοιχεία, την άποψη ότι ο Βενιζέλος δεν ήταν αντιδυναστικός.
β) Να εξηγήσετε τους λόγους οι οποίοι συντέλεσαν στη διαφορετική στάση του Ελ. Βενιζέλου απέναντι στο θεσμό της μοναρχίας από το 1915. (συνδυαστική).
ΠΗΓΗ 1
Απόσπασμα από τον πρώτο λόγο του Ε. Βενιζέλου
που εκφώνησε στις 5.9.1910 στο Σύνταγμα
... Ισχυρότατον παράγοντα, όπως συνέχη την Πολιτείαν από πάσης παρεκτροπής, το Συνταγματικόν Πολίτευμα τάσσει τον Βασιλέα. Ιστάμενος ούτος επί της κορυφής της πολιτικής και κοινωνικής πυραμίδος, ανώτερος των μεταβαλλομένων συμφερόντων της εκάστοτε στιγμής, έχων τα συμφέροντα τα καλώς εννοούμενα του Βασιλικού Οίκου εντελώς αλληλένδετα προς τα υψηλότερα και γενικώτερα συμφέροντα του Έθνους, περιβαλλόμενος δια του πολιτεύματος με τόσα προνόμια έχει μεν εις χείρας αυτού μεγάλην πάντοτε δύναμιν, όπως πράττει το αγαθόν, αλλά έχει κολοσσιαίαν αυτόχρημα δύναμιν, όπως επιτρέπη το κακόν, συνέχων τας Κυβερνήσεις αυτού από των παρεκτροπών, εις τας οποίας οδηγεί η παραβίασις των Νόμων.
Ατυχώς το Στέμμα δεν έσχε τοιαύτην την αντίληψιν της θέσεως αυτού εν των Συνταγματικώ Πολιτεύματι... (Μπράβο, Μπράβο). Και δια τούτο έκρινα ότι η Βασιλική Αρχή εν τω παρελθόντι δεν ησκήθη κατά τον συμφωνότερον προς τα αληθή συμφέροντα και τουΒασιλικού Οίκου και του Έθνους τρόπον, και την γνώμην ταύτην δεν εδίστασα να εκδηλώσω, διότι οι πολιτικοί άνδρες πρέπει να έχωσι πάντοτε το θάρρος της γνώμης αυτών, εκ τούτου δε προεκλήθη η κατ’ εμού κατηγορία, ότι είμαι Αντιδυναστικός. Αλλ’ η κατηγορία αύτη είναι ασύστατος. Καίπερ βαθέως εμφορουμένος από τας δημοκρατικάς αρχάς της φυλής μας έχω ακράδαντον την πεποίθησιν, ότι η Βασιλευομένη Δημοκρατία, οποίον είναι κατ’ ουσίαν το πολίτευμα ημών, είναι ο τύπος του πολιτεύματος, όστις προσαρμόζεται άριστα προς την πολιτικήν μόρφωσιν του Ελληνικού Λαού και εξυπηρετεί προσφορότερον.
ΠΗΓΗ 2
Η θέση του αρχηγού του Στρατιωτικού Συνδέσμου Ν. Ζορμπά,
του Αλ. Παπαναστασίου και του Ελ. Βενιζέλου στο πρόβλημα της επαναφοράς των μελών της βασιλικής οικογένειας στη διοίκηση του στρατεύματος
... Σας εξορκίζω, κύριε Πρόεδρε, (απευθύνεται στον Ελ. Βενιζέλο) να μη επιμένητε εις το ζήτημα των πριγκήπων καί του Επιτελείου. Εάν τους επαναφέρετε θερμαίνετε εις τους κόλπους σας εχίδνας· μόλις αναζωογονη-θούν θα δαγκάσουν πρώτον υμάς, τον ζωοδότην και ευεργέτην των. Εύχομαι να διαψευσθώ ίνα μη ευρίσκωμαι εν ζωή δια να ίδω τα θλιβερά αποτελέσματα, τα οποία η μακρά πείρα μου με κάμνει να προβλέπω: Μη παραγνωρίζετε, κύριε Πρόεδρε, την μακράν πείραν 50 ετών την οποιαν απεκτήσαμεν, συζώντες με τους ανθρώπους αυτούς εν Ελλάδι. Φοβούμαι μήπως μίαν ημέραν δαγκάσουν όχι μόνον υμάς, αλλά και τα ζωτικότερα συμφέροντα της χώρας αυτής. Εύχομαι ο Θεός να σας οδηγήση εις την λύσιν προς το συμφέρον της Ελλάδος.
Αναφέρεται από τον Θ. Πάγκαλο, Απομνημονεύματα (1897-1947),
τόμ. Α΄, σσ. 139-140, (1950)
ΠΗΓΗ 3
Η στάση του Βενιζέλου απέναντι στο πολιτειακό το 1917
Παρά την επιφυλακτικότητα του Βενιζέλου να τηρήσει θαρραλέα στάση για μια ριζοσπαστική αντιμετώπιση του πολιτειακού ζητήματος –που de facto είχε τεθεί από το 1915- οι εκδηλώσεις υπέρ της Δημοκρατίας φούντωναν τώρα στη Θεσσαλονίκη. Στα συλλαλητήρια που πραγματοποιήθηκαν εκεί τον Απρίλιο του 1917, θα συνταχθούν ψηφίσματα που κήρυσσαν έκπτωτο τον Κωνσταντίνο, ζητώντας την επίσημη ανακήρυξη της Δημοκρατίας. Ο Βενιζέλος όμως, δέσμιος των βρετανικών υποδείξεων (για την παγίωση της συνταγματικής βασιλείας και του βασιλικού θεσμού στην Ελλάδα) εξακολουθούσε να τηρεί στάση αναμονής.
Οι θέσεις του αρχηγού των Φιλελευθέρων στο πολιτειακό ζήτημα, εκείνες τις κρίσιμες στιγμές, προκύπτουν από μια απόρρητη έκθεση του υπουργού των Εξωτερικών της προσωρινής κυβέρνησης Ν. Πολίτη προς τον Άθω Ρωμάνο στο Παρίσι (τον Απρίλιο του 1917), που περιείχε εκμυστηρεύσεις του Βενιζέλου προς τον Πολίτη: «... ως εκ των δηλώσεων ας εκάμαμεν εν αρχή του κινήματος ότι τούτο δεν έχει χαρακτήρα αντιδυναστικόν, δεν δυνάμεθα σήμερον να δηλώσωμεν επισήμως εις τας φίλας· κυβερνήσεις ότι αποκρούομεν πάσαν λύσιν εντός της σημερινής δυναστείας. Βέβαιον εν τούτοις είναι ότι πάσα ρύθμισις των καθ’ ημάς πραγμάτων, ήτις δεν θ’ απεμάκρυνεν οριστικώς την σημερινήν δυναστείαν, θα ήτο λύσις νόθος ήτις δυσκόλως θα επέτρεπεν εις το Έθνος να επιτύχη την ψυχολογικήν εκείνην κάθαρσιν, άνευ της οποίας δύσκολον θα είνε να ορμήση η Ελλάς μετά την παρούσαν δοκιμασίαν εις νέον πολιτικόν βίον ικανόν να επιτύχη την ανάπλασιν της. Δυστυχώς... εν Αγγλία φαίνονται δυσφόρως έχοντες προς την ιδέαν ριζικής μεταβολής εν Ελλάδι. Εάν δε σήμερον ο βασιλεύς απεφάσιζε να παραιτηθή του θρόνου, εγκαταλείπων διαρκώς την Ελλάδα και αφήνων τον υιόν του να εφαρμόση την εθνικήν πολιτικήν, φοβούμαι ότι τοιαύτη λύσις θα εθεωρείτο παραδεκτή εν Αγγλία και δυσκόλως θα ηδυνάμεθα να την αποκρουσωμεν ημείς. Ελπίζω μόνον ότι ο βασιλεύς δεν θα κάμη εγκαίρως τοιούτο διάβημα και όταν τυχόν αποφασίση να το κάμη θα είναι πλέον αργά και θα έχη ήδη ωριμάσει η ιδέα της καταλύσεως της όλης δυναστείας. Καίτοι δε η εν Ρωσία επανάστασις με κάμνει να αποκρούω ολιγώτερον παρά πριν την ιδέαν της δημοκρατίας και φρονώ μάλιστα ότι αν η Ρωσία αποδεχθή το δημοκρατικόν πολίτευμα ουδένα θα παρουσιάζη δι’ ημάς κίνδυνον η αποδοχή της δημοκρατικής μορφής του πολιτεύματος, εξακολουθώ ούχ ήττον φρονών ότι αρίστη δια τα συμφέροντα μας λύσις θα ήτο η διατήρησις του σημερινού πολιτεύματος με βασιλέα λαμβανόμενον εκ του βασιλικού οίκου της Αγγλίας. Αλλ’ εάν τούτο δεν είναι δυνατόν, τότε δεν νομίζω ότι υπολείπεται άλλη λύσις παρά την δημοκρατίαν, δια την οποίαν θεωρώ ώριμον τον Ελληνικόν λαόν και την οποίαν εκ διεθνών μόνον λόγων απέστεργα εφ’ όσον πάσαι αι Μεγάλαι Δυνάμεις πλην μιας είχον μοναρχικήν μορφήν πολιτεύματος».
Π. Πετρίδη, ό.π., σσ. 114-115
ΟΙ ΕΚΛΟΓΕΣ ΤΗΣ 28ΗΣ ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 1910
Η Β΄ ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΒΟΥΛΗ. ΟΙ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΟΙ
Τα παλαιά κόμματα πήραν την απόφαση να μην πάρουν μέρος στις εκλογές της 28 Ν/βρη 1910. Εισηγητής της αποχής ήταν ο Γ. Θεοτόκης. Μαζί τους συμφώνησε και ο Δημ. Γούναρης. Όταν οι φίλοι του διαφώνησαν για την απόφασή του αυτή, απάντησε: «Ποίον κύρος δύναται να έχη το νέον Σύνταγμα όταν ψηφισθή από Βουλήν της οποίας δεν μετέχουν ο Θεοτόκης, ο Ράλλης και όλοι οι σοβαροί κοινοβουλευτικοί άνδρες του τόπου;»
Είπε μια βλακεία που ήταν ίση με το μπόι του. Τα συντάγματα έχουν κύρος όχι όταν ψηφιστούν από τους Θεοτόκηδες και Ράλληδες, αλλά όταν αντικαθρεφτίζουν τη θέληση της πλειοψηφίας του λαού. Ο Γούναρης είχε τώρα περάσει χωρίς προσχήματα στην αντίδραση και γι’ αυτό μωρολογούσε.
Αντίθετα από το Γούναρη που διάψευσε τις ελπίδες που στήριξαν σ’ αυτόν οι Πατρινοί, καθώς και πολλοί νεοϊδεάτες, οι κοινωνιολόγοι, με επικεφαλής τον Αλεξ. Παπαναστασίου, άρχισαν να κινούνται.
Όχι μόνο όταν έγινε το στρατιωτικό κίνημα, ο Παπαναστασίου σαν αντιπρόσωπος της «Κοινωνιολογικής Εταιρείας», σύνταξε ολόκληρο πρόγραμμα με τον τίτλο: «Τι πρέπει να γίνη» και το έδωκε στον αρχηγό του Σ.Σ. Ν. Ζορμπά, αλλά προσπάθησε να οργανώσει νέο κόμμα έχοντας σύμφωνους τους κοινωνιολόγους.
Κατά τα μέσα του 1910 την πολιτική τους ομάδα οι κοινωνιολόγοι την ονομάσανε «Λαϊκόν Κόμμα». Δημοσίεψαν μάλιστα και το πολιτικό πρόγραμμά τους που το είχε συντάξει ο Παπαναστασίου.
Όμως, όπως ξέρουμε, οι προσπάθειές τους αυτές δε βρήκαν απήχηση στα πλατιά στρώματα του λαού. Οι κοινωνιολόγοι ήταν γνωστοί σε πολύ μικρούς κύκλους. Δεν είχαν λοιπόν το απαιτούμενο κύρος και αίγλη για να τους προσέξουν οι λαϊκές μάζες.
Εξάλλου στην περίοδο αυτή είχε ανατείλει το άστρο του Βενιζέλου που όλο και ανέβαινε στο πολιτικό στερέωμα της Ελλάδας.
Ενώ λοιπόν οι κοινωνιολόγοι αγωνίζονταν να ξυπνήσουν τις μάζες, προβάλλοντας μελετημένο πρόγραμμα, ο Γούναρης και οι παλαιοκομματικοί παράτησαν τον εκλογικό αγώνα και κάλεσαν τον ελληνικό λαό να μην πάει και ψηφίσει την ημέρα των εκλογών. Βγήκαν όμως γελασμένοι, γιατί οι λαϊκές μάζες ψήφισαν και με φανατισμό μάλιστα τους βενιζελικούς και τους ανεξάρτητους υποψήφιους. Κι’ ακόμα πολλοί πρώην και τέως βουλευτές που ανήκανε στα παλιά κόμματα καθώς και ανεξάρτητοι, δήλωσαν φιλία στο Βενιζέλο.[6]
Από τη μια άκρη της Ελλάδας στην άλλη, το νέο κόμμα, το κόμμα των φιλελευθέρων, με έμβλημα του την Άγκυρα, είχε τραβήξει στην προεκλογική του εξόρμηση τη μεγάλη πλειοψηφία του λαού.
Ο Βενιζέλος από μήνες πριν είχε επισημάνει τη Θεσσαλία σαν την επαρχία όπου φυσούσε πιο πολύ ο ανορθωτικός άνεμος. Η αγροτική εξέγερση δεν τον άφησε ασυγκίνητο. Επίσης και ο απεργιακός σάλος και τα σοσιαλιστικά κηρύγματα, που ακούονταν στην πόλη αυτή, δεν τον άφησαν αδιάφορο. Γι’ αυτό αποφάσισε να εκφωνήσει τον πρώτο προεκλογικό του λόγο στον οποίο θα έκανε ανάπτυξη του προγράμματός του, στη Λάρισα για ν’ ακουστεί σ’ όλη τη Θεσσαλία.
Εξάλλου, αν και ο παλαιοκομματισμός ήταν μικρή μειοψηφία, οι Θεσσαλοί αγρότες και εργάτες έδειξαν ότι μένανε πιστοί στην αγροτική και εργατική ιδέα.[7] Εγκαινίασε λοιπόν την εκλογική του εξόρμηση από τη Θεσσαλία ελπίζοντας να καταχτήσει τη μεγάλη μάζα του θεσσαλικού λαού. Γι’ αυτό σύνταξε το λόγο του με προσοχή. Έδινε υποσχέσεις και χάραζε σε όλα τα φλέγοντα ζητήματα νέα πολιτική.
Γ. Κορδάτου, ό.π. σσ. 226-227
ΕΡΩΤΗΣΗ 12
Με βάση τις γνώσεις που αποκομίσατε από το σχολικό σας εγχειρίδιο και τα παραθέματα:
α) Να παρουσιάσετε και να σχολιάσετε τις εκδηλώσεις βίας και φανατισμού που δημιούργησαν χάσμα ανάμεσα στις δύο παρατάξεις κατά την περίοδο του Εθνικού Διχασμού.
β) Να παρουσιάσετε τις συνέπειες τους στην πολιτική ζωή μέχρι το 1935 και να εκθέσετε τις σκέψεις σας γι’ αυτές. (συνδυαστική).
ΠΗΓΗ 1
Το κίνημα αυξάνει τα πολιτικά πάθη
Η έκρηξις του κινήματος και η ουσιαστική εγκατάστασις του κόμματος των Φιλελευθέρων εν Θεσσαλονίκη εδημιούργησαν την ελπίδα εις πολλούς ησύχους και καλούς Έλληνας, ότι η οξύτης των παθών τουλάχιστον θα εμετριάζετο. Απησχολημέναι αι δύο παρατάξεις εις τα ίδια αυτών έργα και κινούμεναι εντός διαφόρων γεωγραφικών ορίων, έλεγον οι καλοί αυτοί πολίται θα ελησμόνουν τας μεταξύ των αντιθέσεις.
Δυστυχώς δεν είχεν ούτως το πράγμα. Τα πάθη διαρκώς ηύξανον και το χάσμα μεταξύ αυτών εγίνετο πάντοτε βαθύτερον. Η μία παράταξις,. η βασιλική, τόσον δια του φιλικού της τύπου, όσον και δια των εκπροσώπων της επετίθετο βαναύσως όχι μόνον κατά του κινήματος, το οποίον απεκάλει άθλιον και προδοτικόν, αλλά και κατά των συμμετασχόντων ή και προσωρούντων εις αυτό. Όλοι αυτοί οι Κοιυντουριώτηδες, οι Δαγκλήδες, οι Βενιζέλοι και τόσοι άλλοι πολίται πρώτης τάξεως ήσαν πουλημένοι στους Γάλλους και στους Άγγλους. Ανέφερον μάλιστα και τον αριθμόν των εκατομμυρίων με τα οποία εξηγοράσθησαν οι οργανώσαντες και οι ηγούμενοι οπωσδήποτε του κινήματος.
Αλλ’ όλοι αυτοί δεν ήσαν μόνον πουλημένοι, ήσαν και λωποδύται, και καταχρασταί και κλέπται. Όποιος έφευγε για τη Θεσσαλονίκη έπαιρνε μαζί του και τα χρήματα του Δημοσίου. Δεν υπήρχεν ύβρις, δεν υπήρχε συκοφαντία που να μη εκσφενδονίζεται καθ’ όλων αυτών των Ελλήνων, οι οποίοι όμως εις το κάτω της γραφής και τα γαλόνια των και την ζωήν των είχαν θέσει εις κίνδυνον.
Αλλά και η άλλη παράταξις, η βενιζελική δεν εσταύρωσε τα χέρια της. Ούτε ήκουεν αγογγύστως τας ύβρεις και τας συκοφαντίας. Εγνώριζε να τας ανταποδίδη. Είχε και αυτή οπαδούς πολλούς, είχε τύπον ιδικόν της. Αλλ΄ η παράταξις αύτη, και μόνη αύτη, είχεν επί πλέον και την προστασίαν των ξένων, της οποίας μάλιστα έκανε μεγαλυτέραν χρήσιν της πρεπούσης με ζημίαν σοβαράν της δημοτικότητός της.
Κ. Ζαβιτζιάνου, Αναμνήσεις..., Α΄, σσ. 201-202
[Ο Κωνσταντίνος Ζαβιτσιάνος, παρότι αποχωρήσας Βενιζελικός, θεωρείται ο περισσότερο αντικειμενικός απομνημονευματογράφος της εποχής 1915-1922]
ΠΗΓΗ 2
Τα Νοεμβριανά του 1916, υπήρξαν για τους Βενιζελικούς συγκλονιστικό, συλλογικό, ψυχικό τραύμα και σημάδεψαν ανεξίτηλα τις συνειδήσεις. Ακολούθησαν θηριωδίες και από τις δύο πλευρές, με αποτέλεσμα συνεχώς να μακραίνει ο κατάλογος των «ανοιχτών λογαριασμών», μέχρι και τη μοιραία εκτέλεση των «Έξη», που έρριξε τη σκιά της σ’ ολόκληρο το Μεσοπόλεμο. Κατά το τέλος του, το 1933, η δολοφονική απόπειρα κατά του Βενιζέλου εγκαινίασε νέο φαύλο κύκλο πολιτικής βίας, που κορυφώθηκε μετά την αποτυχία του κινήματος του 1935.
Δημιουργήθηκε, αποκρυσταλλώθηκε και διατηρήθηκε έτσι μια παραταξιακή συνείδηση κι αλληλεγγύή καθενός από τους δυο αντίπαλους «πολιτικούς κόσμους», όπως χαρακτηριστικά ονομάστηκαν. ...
Μία από τις συνέπειες ήταν η συστηματική αδυναμία της ηγεσίας κάθε παράταξης ν’ αποκηρύξει, να καταστείλει αποτελεσματικά ή και να τιμωρήσει ακραίες ή πάντως ανεπιθύμητες πρωτοβουλίες «ομοϊδεατών». Το πρόβλημα αυτό χαρακτήρισε ιδίως τη στάση του Βενιζελισμού απέναντι στην εκτέλεση των «Έξη» και γενικότερα απέναντι στην ποικίλη δράση των Βενιζελικών ή «Βενιζελογενών» στρατιωτικών. Έτσι μπορεί π.χ. να κατανοηθεί η απραξία του Βενιζέλου απέναντι στο μετεκλογικό πραξικόπημα Πλαστήρα το 1933, καθώς και η σχετική (και τελευταία) αγόρευσή του στη Βουλή, όπου θεώρησε αναγκαίο να θυμίσει τις «υπηρεσίες» του Πλαστήρα, εξαγριώνοντας την Αντιβεζελική πλειοψηφία. Ανάλογα μπορεί να εξηγηθεί το ότι η Κυβέρνηση Τσαλδάρη ήταν αδύνατο να επιτρέψει την πλήρη δικαστική εκκαθάριση της δολοφονικής απόπειρας κατά του Βενιζέλου.
Η αδυναμία αυτή, που εσήμαινε, ουσιαστικά την ανάληψη συλλογικής παραταξιακής ευθύνης για κάθε λογής σφάλματα ή και εγκλήματα, δεν μπορεί ν’ αποδοθεί μόνο σε προσωπικούς παράγοντες. Ήταν το αναγκαίο αντίτιμο για τη διαφύλαξη της συνοχής κάθε παράταξης, τη στιγμή που η συνοχή αυτή στηριζόταν προπαντός, αν όχι αποκλειστικά στη μνήμα κοινών αγώνων και στην αλληλεγγύη των «συναγωνιστών».
Για τον τελευταίο αυτό λόγο, η διαφύλαξη της συνοχής και η κινητοποίηση των δυνάμεων μιας παράταξης απαιτούσε σ’ άλλες περιστάσεις τη συστηματική παρελθοντολογία και τη μεθοδευμένη αναζωπύρωση των πολιτικών παθών του Διχασμού, σε βάρος της πολιτικής ομαλότητας. Ο Βενιζέλος χρησιμοποίησε επανειλημμένα τη μέθοδο αυτή από το 1932, με αποκορύφωμα την αρθρογραφία του το φθινόπωρο του 1934 για την ιστορία της περιόδου 1915-1922.
Άλλη, τέλος, σειρά συνεπειών, που κι αυτή αναφέρεται εντελώς ενδεικτικά εδώ, είχε ο κύκλος των εκδικήσεων και των αντεκδικήσεων και ιδίως η διάχυτη και μόνιμη προσδοκία ότι θα συνεχιζόταν και στο μέλλον. Έτσι, ο φόβος αιματηρών εκδικήσεων υπήρξε μια από τις πιο σημαντικές αιτίες της απροθυμίας ή άρνησης, κατά περίπτωση, των Βενιζελικών, στρατιωτικών ιδίως, να μοιραστούν ή και να παραδώσουν την εξουσία στο αντίπαλο στρατόπεδο. Οι Αντιβενιζελικές αγριότητες που ακολούθησαν την καταστολή του κινήματος του 1935 φάνηκαν να δικαιώνουν εκ των υστέρων το φόβο αυτό. Ιδίως η εκτέλεση των Παπούλα και Κοιμήση, ουσιαστικά άσχετη με το κίνημα και στο βάθος ωμή εκδίκηση (ή «τιμωρία») για τη στάση τους το 1922.
Στο Μεσοπόλεμο, τέτοια ήταν προπαντός η οξύτατη αντίθεση, το αγεφύρωτο χάσμα ανάμεσα στους γηγενείς και τους πρόσφυγες. Είναι γνωστή η φανατική Βενιζελική τοποθέτηση της συντριπτικής πλειοψηφίας των προσφύγων, που συνήθως αποδιδεται σε συγκυριακούς ιστορικούς λόγους στο ότι δηλ. ο Κωνσταντινισμός βρέθηκε υπεύθυνος για τη Μικρασιατική Καταστροφή. Όμως ο Βενιζελισμός των προσφύγων είχε τις ρίζες του και πριν και πέρα από τις ευθυνες της Καταστροφής. Καθοριστική υπήρξε ιδίως η εχθρότητα των γηγενών και των Αντιβενιζελικών, που πήρε τις διαστάσεις αληθινού ρατσισμού. Ήδη στα Νοεμβριανά του 1916 ο Αντιβενιζελικός όχλος στράφηκε ιδιαίτερα εναντίον προσφύγων, από τους οποίους άγνωστος αριθμός οδηγήθηκε κοντά στη «Σωτηρία» και δολοφονήθηκε [Γ. Βεντήρη, Η Ελλάς του 1910-1920, Αθήναι, εκδ. Πυρσός, 1931, τόμ. 2ος, σ. 272].
Είκοσι χρόνια αργότερα, κατά τα οποία ποτέ δεν έλειψαν αιματηρές συγκρούσεις γηγενών και προσφύγων σε διάφορες περιοχές συνεχιζόταν το ίδιο αντιπροσφυγικό μένος, στο οποίο αποδίδεται και εμπρησμός σε προσφυγικές παράγκες του Βόλου.
Γ. Μαυρογορδάτου, Οι διαστάσεις του «κομματικού» φαινομένου στην Ελλάδα: παραδείγματα από το μεσοπόλεμο, σσ. 161-162
ΠΗΓΗ 3
Χάρισμα και παραταξιακή συνείδηση λειτουργούν συνήθως ομόρροπα. Η εμφάνιση χαρισματικού ηγέτη, με τις ριζικές επιλογές που απαιτεί και τον εντελώς ιδιαίτερο φανατισμό που προκαλεί σε οπαδούς κι αντιπάλους, οδηγεί σε μεγαλύτερη αποκρυστάλλωση κι οξύτητα των παραταξιακών φαινομένων και συγκρούσεων. «Αρχηγός, σωτήρας, σύμβολο της μισής Ελλάδας, Σατανάς για την άλλη μισή» ο Βενιζέλος ξεσήκωσε πολιτικά πάθη που θα ήταν αδιανόητα χωρίς αυτόν – ή κάποιον άλλον, σαν αυτόν. Αντίρροπα, η παραταξιακή αποκρυστάλλωση τείνει να μειώσει την απόλυτη ελευθερία της χαρισματικής ηγεσίας. Το σημείο σύγκρουσης φθάνει όταν ο ηγέτης αποφασίσει να πάει αντίθετα στο παραταξιακό ρεύμα, όπως π.χ. ο Βενιζέλος το 1935, όταν βιάστηκε ν’ αναγνωρίσει το πραξικόπημα της Παλινόρθωσης. Μπορεί και τότε να επιβάλλεται ο χαρισματικός ηγέτης στην παράταξή του, όχι όμως χωρίς ρήγματα, διαρροές κι ανακατατάξεις.
Χάρισμα και παραταξιακή συνείδηση, χωρίς να καταργούν το σύστημα της πελατείας, παραμερίζουν ή περιορίζουν σημαντικά τη δύναμη του, τη λειτουργία του και ιδίως την ελαστικότητά του. Βασικά, ο συσχετισμός δυνάμεων ανάμεσα στην εθνική κομματική ηγεσία και τα τοπικά «κόμματα» ανατρέπεται ριζικά σε όφελος της πρώτης.
Γ. Μαυρογορδάτου, ό.π., σ. 171
ΠΩΣ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΕ Ο ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΟ ΚΙΝΗΜΑ ΤΗΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ. ΥΒΡΕΙΣ ΚΑΤΑ ΤΟΥ ΒΕΝΙΖΕΛΟΥ
Τους ανθρώπους αυτούς, οίτινες είχαν δώσει δείγματα και του πατριωτισμού, αλλά και της ικανότητος και της αυτοθυσίας των, ηδύνατο να παρακολουθήση τουλάχιστον αδιάφορον το κράτος των Αθηνών.
Αντί τούτου, δεν έμεινεν ύβρις, συκοφαντία, ελεεινότης, η οποία να μη ελέχθη εις βάρος των. Ενώ εγνώριζαν κάλλιστα οι διευθύνοντες εν Αθήναις ότι ο αγών των Φιλελευθέρων ενισχύθη υλικώς μόνον και μόνον δι’ ελληνικών εισφορών μέχρι της συγκροτήσεως του «κράτους της Θεσσαλονίκης», εγράφετο άνευ εντροπής ότι από του Βενιζέλου μέχρι του τελευταίου οπλίτου της «Αμύνης» οι κατά Βουλγάρων μαχόμενοι Έλληνες ήσαν «πουλημένοι» εις τους Άγγλους ή Γάλλους. Ο Στέφανος Δραγούμης ωνόμαζεν ενυπογράφως τον Βενιζέλον «υστερικόν ερμαφρόδιτον». Πολιτευταί και αξιωματικοί βασιλόφρονες ώριζαν εις 1 ½ εκατομμύριον γαλλικών φράγκων το ποσόν, με το οποίον επωλήθη εις τους ξένους ο Παύλος Κουντουριώτης!! Αι οικογένειαι των επροπηλακίζοντο κατά τον πλέον άνανδρον τρόπον. Έλληνες αξιωματικοί, οι οποίοι μετά τινας μήνας εξηγόρασαν με το αίμα των την ελευθερίαν της Μακεδονίας, απεκαλούντο «καταχρασταί» ή «λωποδύται»! Όστις ανεχώρει εις Θεσσαλονίκην, το έπραττεν επειδή απήγε μαζί του το δημόσιον ταμείον. Αν η ρυπαρά αυτή ύβρις δεν ήτο πρόχειρος, τότε κατηγορείτο δι’ άλλο ακατονόμαστον έγκλημα.
Γ. Βεντήρη, Η Ελλάς το 1910-1920, τ. Β΄, εκδ. Ίκαρος, σ.218.
ΠΩΣ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΕ Ο ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ
ΤΟ ΚΙΝΗΜΑ ΤΗΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
Ενώ εις την Θεσσαλονίκην ιδρύετο νέον κράτος, εις τας Αθήνας διελύετο το υπάρχον. Το εθνικόν ζήτημα και αι ξέναι επεμβάσεις απετέλουν τον ένα εκ των λόγων της αποσυνθέσεως. Αλλά περισσότερον αξιοθρήνητος παρουσιάζετο η εσωτερική κατάστασις.
Η συντεταγμένη πολιτεία δεν αντιμετώπιζε το Κίνημα της Θεσσαλονίκης δια των νομίμων μέσων, τα οποία είχεν άφθονα εις την διάθεσίν της. Παρεσκευά-ζετο εις αντικίνημα! Μια παντοδύναμος βασιλική δικτατορία διέρρεεν εις αναρ-χικήν οχλαγωγίαν. Αρχικώς επεδιώχθη να φορτωθούν εις τους τρομοκρα-τικούς συλλόγους των επιστράτων αι ευθύναι των εξωτερικών πραγμάτων. Αλλ’ οι επιστρατοι, οι μετ’ αυτών παλαιοί κομματάρχαι και μερίς αντιδραστικών αξιωματικών υποκατεστάθησαν σιγά-σιγά εις τας δημοσίας υπηρεσίας! Οι πρόεδροί των συνειργάζοντο εκ του φανερού με τους υπαλλήλους του κράτους. Ενίοτε οι τελευταίοι και μάλιστα δικαστικοί, όπως εν Αθήναις ο ανακριτής Μεϊντάνης και ο αντιεισαγγελεύς Λιβιεράτος, συνεδύαζαν το αξίωμά των με την ιδιότητα του οπλαρχηγού των επιστράτων. Οι επίστρατοι εφυλάκιζαν φιλελευθέρους πολίτας και όχι σπανίως αξιωματικούς, ως υπόπτους αποδράσεως εις Θεσσαλονίκην. Ενήργουν δημοσίας εισφοράς. Και εφ’ όσον το μέτρον περιωρίζετο μεταξύ ομοφρόνων μελών ουδείς εδικαιούτο να παρατηρήση τι. Παραδόξως και κατά προτίμησιν αι εισφοραί επεβάλλοντο αναγκαστικώς εις τους βενιζελικούς! Η κυβέρνησις υφίστατο κατ’ όνομα. Ο πρόεδρος αυτής ήτο φιλόπονος και ερευνητής ιστορικός με φήμην δραστήριου οργανωτού συνεδρίων ή αθλητικών αγώνων. Διδάσκαλος και αφωσιωμένος υμνωδός της βασιλικής οικογενείας ανυψώθη απροσδοκήτως εις αξίωμα μέγα και προ πάντων φοβερόν ένεκα των περιστάσεων. Και το παρελθόν και ο χαρακτήρ και η αδαημοσύνη τον κατέστησαν άβουλον εκτελεστήν της θελήσεως του βασιλικού αυθέντου. Άλλοι εκ των υπουργών εδίδασκαν βοτανικήν ή ζωολογίαν, είχαν μηχανικάς ή λογιστικάς γνώσεις και μόνον με την πολιτικήν ευθύνην ήρχοντο εις συνάφειαν δια πρώτην φοράν της ζωής των.
Γ. Βεντήρη, ό.π., τ. Β΄, σ. 227
Ο ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ ΦΕΥΓΕΙ
ΜΕΤΑ ΤΙΣ ΕΚΛΟΓΕΣ ΤΟΥ ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 1920
Οι εκλογές της 1ης Νοεμβρίου έριξαν το Βενιζέλο. Η Ελλάδα όλη φόρεσε την άγκυρα, φώναξε «Ζήτω ο Βενιζέλος» και ψήφισε μαύρο. Όχι όλη, ευτυχώς, αλλά πάντως η πλειοψηφία. Και ο πιστός στο λόγο του, φεύγει ο Βενιζέλος, ο Μεγάλος, ο Γίγας.
Πήγαμε να τον δούμε. Ίσιος, αλύγιστος έστεκε σα δέντρο που το δέρνει η φουρτούνα και που δε λυγά.
Ήταν όλοι συντριμμένοι. Πεσμένος σε μια καρέγλα, σα γυναίκα υστερική, ο Ρέπουλης έκλαιγε. Όρθιος, αναλυμένος, σιχαμένος, σα βουνό από σάρκες άμορφες, ο Τσιριμώκος κοίταζε αποκουταμένος.
Μας είδε ο Βενιζέλος και πετάχθηκε απάνω, και ήλθε να μας χαιρετήσει με το συνηθισμένο γρήγορο βήμα του, με τη συνηθισμένη ζωηρή φωνή του. Στα συγκινημένα λόγια του Στεφάνου, αποκρίθηκε διακόβοντάς τον:
-«Όχι, όχι, δε θέλω ούτε επί μια στιγμή να φανταστείτε πως φεύγω επειδή δειλίασα! Ελάτε μέσα, και είμαι έτοιμος να συζητήσω τη γνώμη σας, να σας αποδείξω πως είναι ανάγκη, πως πρέπει να φύγω, για χατήρι αυτού του δυστυχισμένου τόπου».
Και στην τραπεζαρία όπου μας πήγε, κάθησε σ’ ένα καρεγλάκι και με τη συνηθισμένη του ευφράδεια, αλύγιστος και απτόητος, θλιμμένος ως στην ψυχή, συντριμμένος, αλλ’ όχι δαμασμένος μας μίλησε.
-«Επλανήθηκα», μας είπε «Ενόμιζα πως αλήθεια είχα το λαό μαζί μου, πως στο μεγάλο αυτό έργο που γίνηκε, με ακολουθούσε ο λαός. Επλανήθηκα· ο λαός κουράστηκε, βαρέθηκε. Δεν κακίζω το λαό, του ζήτησα θυσίες μεγαλύτερες από τις δυνάμεις του. Εγώ δεν υπολόγισα καλά τις δυνάμεις του, τον παρέσυρα σε έργο πολύ βαρύ. Είμαι συντριμμένος, δεν έχω πια δυνάμεις ν’ αντιπαλαίσω· είχα σχηματίσει τ’ όνειρο πως ο ελληνικός λαός μ’ ακολουθεί στην κατάκτηση των ελληνικών μερών· μα ο ελληνικός λαός δε μ’ ακολουθεί· πήγε δια της βίας. Με ψήφισαν, λέτε, στο μέτωπο; Ναι, αυτό δε σημαίνει· γιατί ο στρατιώτης ψηφίζει εκείνο που του επιβάλλει ο αξιωματικός του. Εδώ ήταν η θέληση του λαού· και ο πατέρας, στο σπίτι του, με μαύρισε αλύπητα. Του πήρα το παιδί του για πολλά χρόνια· δεν αντέχει πια στις θυσίες ο κουρασμένος λαός. Και δεν είναι αυτό το χειρότερο· το χειρότερο είναι που ο κόσμος δεν ενδιαφέρεται. Προ 30 ετών υπήρχε ακόμα η Μεγάλη Ιδέα· τότε ακόμα ο κόσμος θα δέχονταν τις μεγάλες θυσίες για τη Μεγάλη Ιδέα. Σήμερα πια την παράτησε τη Μεγάλη Ιδέα. Το ξέρω πως η Ελλάδα κακοδιοικήθηκε· μα τους είπα πως τώρα που τελειώνουν τα εξωτερικά προβλήματα, θα στρέψω στα εσωτερικά. Το ξέρουν πως ποτέ δεν είπα ένα πράμα και δεν το έκανα· πίστευα πως θα μου δώσουν δυο μήνες για να κάνω και την εσωτερική αναδιοργάνωση. Μα δε με πίστωσαν με δυο μήνες, δε με πίστεψαν· ή δεν τους ενδιέφερε αρκετά το εξωτερικό ζήτημα ώστε να δεχθούν την προσωρινή κακή διοίκηση. Δεν τους μέλει· δεν καταλαβαίνουν οι αντίθετοι τι θα πει Σμύρνη! Ακούν Σμύρνη και σου λεν Σύρα, Μύκονος, και το βλέπουν ένα πράμα. Δε βλέπουν, δε βλέπουν τη σημασία της! Δεν νιώθουν τι θα πει η κατάκτηση της Μικρασίας! Αυτό που είπαν μερικοί, «Μικρή Ελλάδα αλλά τίμια», αυτό που έκανε ο Κουμουνδούρος, που έσχισε το χάρτη της Μεγάλης Ελλάδας, δεν ήταν λόγια, σκέψεις, καμώματα ενός ή δυο απάτριδων· είναι η ψυχολογία του λαού ολόκληρου. Δε ζητά μεγάλα όνειρα που να τα πραγματοποιήσει. Ζητά το σπίτι του να καλοδιοικείται το παιδί του να γυρίσει πίσω, να φύγει από το στρατό.
Και ξέρετε; Έχω ταραγμένη τη συνείδηση· φέρω βαρειά ευθύνη απέναντι της ιστορίας, γιατί το μεγάλο αυτό έργο που επιδίωξα, χρειάζουνταν μεγάλες θυσίες, περισσότερες, βαρύτερες από όσες μπορούσε να σηκώσει ο ελληνικός λαός. Δεν υπολόγισα σωστά, του παραφόρτωσα τους ώμους. Δε φταίγει ο λαός, φταίγω εγώ που δεν υπολόγισα σωστά ως πού παν οι δυνάμεις του και η αντοχή του. Και φέρω βαρειά ευθύνη, γιατί ενώ τώρα τρέχει τον κίνδυνο να χάσει τα κερδισμένα αποτελέσματα, οι θυσίες θα του μείνουν.
Φεύγω, όχι επειδή δειλιάζω· αλλά, όπως το είπα και πριν γίνουν οι εκλογές, αν με καταψηφίσει ο λαός θα φύγω και θ’ αποσυρθώ από τον πολιτικό βίο. Είμαι συντριμμένος. Ο ελληνικός λαός κατεψήφισε την πολιτική μου. Ολόκληρη ιδεολογία κατακρημνίζεται, δεν έχω πια λόγο υπάρξεως εδώ, η διαμονή μου μόνο που θα δυσκολέψει το έργο της νέας Κυβερνήσεως. Και πρέπει να είναι ελευθέρα εντελώς για το δυσχερέστατο έργο της».
Και ιδιαιτέρως, εμπιστευτικά, μας είπε το γράμμα του νέου πρωθυπουργού, του Ράλλη (Δημήτρη), πως δεν μπορεί να κυβερνήσει, να βάλει τάξη, να εμποδίσει τις συμπλοκές του δρόμου, όσο μένει στον τόπο ο Βενιζέλος.
-«Και σ’ όλους τους φίλους μου λέγω φεύγοντας, μην αντισταθείτε στο έργο της, βοηθήσετε την Κυβέρνηση με όλες σας τις δυνάμεις για να περισωθεί όσο το δυνατόν το μεγάλο έργο που έγινε».
Ήταν μεγαλύτερος στο γκρέμισμα παρά στη δόξα του. Ήταν ο γίγας, που τον έφαγαν οι νάνοι. Στο πλατύ του πέταγμα δεν μπορέσαμε να τον ακολουθήσομε. Ήταν πάρα πολύ μεγάλος για μας. Μας πήγαινε στην Πόλη, και μας οι δυνάμεις μας τσάκισαν στις πύλες της. Ούτε οι φίλοι του δεν τον κατάλαβαν· τον πήραν για κομματάρχη, και αυτός ήταν Εθνάρχης.
Ήταν δράμα ο χαλασμός που γίνουνταν στην ψυχή του. Ολόκληρη ιδεολογία τετρακοσίων ετών γκρεμίζουνταν μαζί του.
-«Θα γυρίσετε, κύριε Πρόεδρε! Ο λαός αυτός ο ίδιος θα σας φωνάξει σε έξη μήνες».
-«Σε έξη μήνες, κυρία Δέλτα, θα έχουν επέλθει τέτοιες καταστροφές, που θα είναι ανεπανόρθωτες. Άλλωστε δεν είμαι πια νέος. Και είμαι συντριμμένος. Η αποδοκιμασία του ελληνικού λαού μ’ έχει συντρίψει».
Ήταν γεμάτο το σπίτι από νάνους του κόμματος.
Και στέκουνταν εκείνος μόνος, ολόμονος στην εξαίρετη μοναξιά του, ανάμεσά τους, άγνωστος σ’ αυτούς που ανυποψίαστοι για το μεγαλείο του, τον είχαν χαντακώσει.
Θυμήθηκα το ποίημα του Vigny, Moise, όπου ο Προφήτης, μόνος στο βουνό, απέναντι του Θεού του, ψηλά πάνω από τον πυγμαίο λαό του, θρηνεί την υπέροχη μοναξιά του ανάμεσα στους ανθρώπους.
Vous m’ avez fait, Seigneur, puissant et solitaire
Laissez-moi m’ endormir du sommeil de la terre!
Ελευθέριος Κ. Βενιζέλος, Αρχείο της Π.Σ. Δέλτα, εκδ. Ερμής, Αθήνα 1988, σσ. 60-63
ΕΡΩΤΗΣΗ 13
Λαμβάνοντας υπόψη σας το κείμενο και το περιεχόμενο των πηγών:
Να παρουσιάσετε τα αιτήματα του «καιρού και του τόπου» που εκφράστηκαν πολιτικά από το Κ.Κ.Ε. κατά την δεύτερη δεκαετία του 20ου αιώνα.
ΠΗΓΗ 1
Εμφανίζεται το Σ.Ε.Κ.Ε. (Κ.Κ.Ε.) στην πολιτική ζωή του τόπου σαν καταλύτης, στο παραδοσιακό διχασμό Βενιζελικών – Αντιβενιζελικών και τις παραφυάδες του, έρχεται να προβάλλει μια άλλη προοπτική στην κατεστραμμένη Ελλάδα με τους χρεωκοπημένους μύθους του μεγαλοϊδεαστισμού, τις τεράστιες μάζες προσφύγων και των άλλων εξαθλιομένων λαϊκών στρωμάτων. Θα ταράξει τα νερά της απελπισίας και θα μιλήσει για Επανάσταση που θα φέρει το σταμάτημα της εκμετάλλευσης άνθρωπου από άνθρωπο, που θα γεννήσει ένα νέο κόσμο χωρίς βαρβαρότητες, πολέμους και πείνα. Δεν αμφισβητεί απλά το κοινωνικό σύστημα, αλλά δίνει τη «Μεγάλη Υπόσχεση». Οι επαγγελίες του όσο κι αν δεν προβάλλονται στον αστικό τύπο, φτάνουν στους τόπους δουλειάς, στους προσφυγικούς συνοικισμούς, στο χωριό.
Η γρήγορη άνοδος μιας νέας συνείδησης -της προλεταριακής-, έχει αναγκαστικά πολιτικό αντίκτυπο σ’ όλη την πολιτική δομή του κυριάρχου συστήματος. Κι όμως παρά την οικονομική αθλιότητα, παρά τα συσσωρευμένα προβλήματα που φάνηκαν ξεκάθαρα μέσα από τα ερείπια της Μικρασίας, οι κομουνιστές σ’ όλη αυτή την περίοδο δεν κατόρθωσαν να ξεφύγουν οριστικά από τη γωνιά που η αστική τάξη τους είχε τοποθετήσει. Πολιτικές αιτίες που συνείργησαν σ’ αυτό:
Η απομάκρυνση όλης σχεδόν της ιδρυτικής γενιάς του Σ.Ε.Κ.Ε., δηλαδή των στοιχείων εκείνων που ζυμωμένα μέσα στον αγώνα των δυο πρώτων δεκαετιών του αιώνα, είχαν άμεση σχέση με τα προβλήματα του λαού έστω και με συγκεχυμένα ιδεολογικά κριτήρια, αλλά με γερές λαϊκές ρίζες. Η αντικατάστασή τους από ριζοσπαστικά στοιχεία «επαναστατικού εγκεφαλισμού», ασύνδετα με τους λαϊκούς αγώνες, η εσωκομματική διαπάλη, που συγκλονίζει το κόμμα όλη τη δεκαετία του 1920, οι διαγραφές, οι δυσφημιστικές επιθέσεις, οι αποχωρήσεις, οι επεμβάσεις της Κομμουνιστικής Διεθνούς, οι επιθέσεις ενάντια σ’ όλες τις αποχρώσεις του αστικού χώρου, ακόμη και ενάντια των αγροτικών κινημάτων, η θέση για τη Μακεδονία και Θράκη, στέκουν καίρια προβλήματα που κάνουν τα λαϊκά στρώματα δύσπιστα απέναντι σ’ αυτό το καινούργιο κόμμα. Δυσπιστία που εκμεταλλεύτηκε περίτεχνα το κόμμα των Φιλελευθέρων και τα άλλα βενιζελικά πολιτικά μορφώματα.
Α. Ρήγου, Πολιτικές εκφράσεις στη Β΄ Ελληνική Δημοκρατία, σσ. 209-210
ΠΗΓΗ 2
Η άποψη του νεοϊδρυμένου Κομμουνιστικού Κόμματος
... Η κυβέρνησις η οποία εσχηματίσθη μετά την ανατροπήν του βενιζελικού κάθεστώτος... εδήλωσεν ότι αναλαμβάνει να συνεχίση την πολιτικήν της ανατραπείσης προκατόχου κυβερνήσεως και μάλιστα ότι θα υπερθεματίση εκείνους εις επίδειξιν πολεμικού μένους. Η πολιτική αύτη ανταποκρίνεται προς τα συμφέροντα ωρισμένων κύκλων πολιτικών και άλλων επιχειρηματιών της πολιτικής και κεφαλαιοκρατικών κύκλων, οι οποίοι επείγονται να συναγωνισθούν το βενιζελικόν κόμμα εις την πολεμικήν και τυχοδιωκτικήν του πολιτικήν και να αναγνωρισθούν αυτοί ως οι εγκυρότεροι πράκτορες εν Ελλάδι.
Ανακοίνωση της Κεντρικής Επιτροπής του Κ.Κ.Ε. (14 Νοεμβρίου 1920)
[1] Δυαρχική θρησκεία (ιδρύθηκε τον 3ο μ.Χ. αιώνα από τον Πέρση Μάνη ή Μάνευτα) σύμφωνα με την οποία υπάρχουν δύο αρχές: του καλού και του κακού σε αδιάκοπη πάλη μεταξύ τους.
[2] Ο «τρικουπισμός», που εξέφραζε την οπτική του «ιδιωτικού αστισμού», θα βρεθεί αντιμέτωπος με τον «δηληγιαννισμό», φορέα του «γραφειοκρατικού αστισμού», βλ. Κ. Βεργόπουλου, Κράτος και οικονομική πολιτική στον 19ο αιώνα, σ. 28 επ.
[3] Το κοινοβουλευτικό σύστημα, στο μέτρο που εφαρμόστηκε, θεωρήθηκε ως απλή «πρακτική» ή «συνθήκη του πολιτεύματος» χωρίς νομικό χαρακτήρα και νομικές κυρώσείς μέχρι τη ρητή καθιέρωσή του από τα Σύνταγμα του 1927. Δεν πρέπει πάντως να λησμονούμε πως το σύστημα αυτό (αντίθετα απ’ ότι στη Μεγάλη Βρετανία) είχε μεταφυτευθεί στην Ελλάδα χωρίς να υπάρχουν οι απαραίτητες κοινωνικοπολιτικές προϋποθέσεις, βλ. και Γ. Αναστασιάδη στον συλλογικό τόμο Ελλάδα, Ιστορία και πολιτισμός, (1982) τόμ. 7, σ. 158 επ.
[4] Κατά βάση η εξωτερική πολιτική, τα δημόσια οικονομικά και οι προμήθειες πολεμικού υλικού ήταν οι περιοχές όπου η ξένη «προστασία» εκμεταλλευόταν τις προνομιακές σχέσεις της με το στέμμα, ό.π., σ. 158.
[5] Νομίζω μια καλή ένδειξη αυτού του φαινομένου είναι ότι αμέσως μετά το πραξικόπημα του 1909 έχουμε στην Αθήνα την πρώτη οργανωμένη από οργανώσεις μαζική πολιτική διαδήλωση υπέρ των πραξικοπηματιών. Παρόμοιες διαδηλώσεις έγιναν και σε διάφορα άλλα αστικά κέντρα. Για την έννοια του «κοινού» ή της «κοινής γνώμης» και τη σχέση της με το αδυνάτισμα της πατρωνείας βλ. Cl. Henry Moore, Clientelistic Ideology and Political Change: Ficticious Networks In Egypt and Tunisia, στο E. Gellner και J. Waterbury, ό.π.
[6] Το πρωτοπαλλίκαρο του Κ. Μαυρομιχάλη, ο Ν. Στράτος, πρώην βουλευτής Βάλτου και υπουργός, προσχώρησε στο Βενιζέλο. Ο Αλέξ. Κασαβέτης στο Βόλο από τα τζάκια του παλαιοκομματισμού το ίδιο. Σ’ όλες τις επαρχίες σημειώθηκαν τέτοιες μεταστάσεις. Το βενιζελικό κόμμα από το 1911 και δώθε είχε στελεχωθεί σε μεγάλη αναλογία από παλαιούς πολιτικούς.
[7] Σημειώνω ότι στο νομό Λάρισας σχηματίστηκαν δυο βενιζελικοί συνδυασμοί. Ο ένας ήταν ο επίσημος, ο χρισμένος, ο άλλος ήταν ανεξάρτητος. Στο νόμο Τρικάλων πάλι σχηματίστηκαν ένας βενιζελικός και ένας αγροτικός.