Ενότητα 14
Ενότητα 14η Ένα άδικο παράπονο
Λέων κατεμέμφετο Προμηθέα πολλάκις , |
Ένα λιοντάρι κατηγορούσε πολλές φορές τον Προμηθέα |
ὅτι μέγαν αὐτὸν ἔπλασεν καὶ καλὸν |
που το έπλασε μεγαλόσωμο και όμορφο |
καὶ τῶν ἄλλων θηρίων δυνατώτερον∙ |
και δυνατότερο από τα άλλα ζώα· |
«τοιοῦτος δὲ ὤν», ἔφασκε, «τὸν ἀλεκτρυόνα φοβοῦμαι». |
«παρόλο όμως που είμαι τέτοιος», έλεγε, «φοβάμαι τον πετεινό». |
Καὶ ὁ Προμηθεὺς ἔφη: «Τί με μάτην αἰτιᾷ; |
Και ο Προμηθέας του είπε: «Γιατί με κατηγορείς άδικα; |
Τὰ γὰρ ἐμά πάντα ἔχεις, ὅσα πλάττειν ἐδυνάμην∙ |
Έχεις όλα τα δικά μου, όσα μπορούσα να δημιουργήσω· |
ἡ δέ σου ψυχὴ πρὸς τοῦτο μόνον μαλθακή ἐστί». |
όμως η ψυχή σου σε αυτό μόνο δειλιάζει». |
Ἔκλαιεν οὖν ἑαυτὸν ὁ λέων καὶ τῆς δειλίας κατεμέμφετο |
Έκλαιγε λοιπόν, το λιοντάρι τον εαυτό του και κατηγορούσε τη δειλία του |
καὶ τέλος ἀποθανεῖν ἤθελεν. |
και τελικά ήθελε να πεθάνει. |
Οὕτω δὲ γνώμης ἔχων ἐλέφαντι περιτυγχάνει |
Κι ενώ βρισκόταν σε αυτή την κατάσταση, συναντάει έναν ελέφαντα, |
καὶ ὁρῶν διαπαντὸς τὰ ὦτα κινοῦντα, |
και βλέποντάς τον να κουνάει συνεχώς τα αυτιά του |
«Τί πάσχεις», ἔφη, |
«Τι παθαίνεις» είπε, |
«καὶ τί ποτε οὐδὲ μικρὸν ἀτρεμεῖ σου τὸ οὗς; |
«και γιατί επιτέλους δε μένει ακίνητο ούτε για λίγο το αυτί σου;» |
Καὶ ὁ ἐλέφας κατὰ τύχην περιπτάντος αὐτῷ κώνωπος, |
Και ο ελέφαντας, καθώς ένα κουνούπι πέταξε τυχαία γύρω του |
«Ὁρᾶς», ἔφη, «τοῦτο τὸ βραχύ, τὸ βομβοῦν; |
«Βλέπεις» είπε «αυτό το μικρό (έντομο) που βουΐζει; |
Ἢν εἰσδύνῃ μου τῇ τῆς ἀκοῆς ὁδῷ, τέθνηκα». |
Αν μπει στο αυτί μου, πεθαίνω». |
Καὶ ὁ λέων, «Τί οὖν ἔτι ἀποθνήσκειν», ἔφη, |
Και το λιοντάρι είπε: «Γιατί λοιπόν, πρέπει πια να πεθάνω, |
«με δεῖ τοσοῦτον ὄντα καὶ ἐλέφαντος εὐτυχέστερον, |
αφού είμαι τόσο μεγάλος και πιο τυχερός από τον ελέφαντα, |
ὅσον κρείττων κώνωπος ὁ ἀλεκτρυών; » |
όσο δυνατότερος είναι ο πετεινός από το κουνούπι;» |
Παράλληλα κείμενα
Από τον παρακάτω μύθο μαθαίνουμε πώς οι λαγοί συμβιβάστηκαν με το πρόβλημα της δειλίας τους.
Κείμενο
Λαγωοὶ καταγνόντες ἑαυτῶν δειλίαν ἔγνωσαν δεῖν ἑαυτοὺς κατακρημνίσαι. Παραγενομένων δὲ αὐτῶν ἐπί τινα κρημνόν, ᾧ λίμνη ὑπέκειτο, οἱ ἐνταῦθα βάτραχοι ἀκούσαντες τῆς ποδοψοφίας ἑαυτοὺς εἰς τὰ βάθη τῆς λίμνης ἐδίδοσαν. Εἷς δέ τις τῶν λαγωῶν θεασάμενος αὐτοὺς ἔφη πρὸς τοὺς ἑτέρους· ἀλλὰ μηκέτι ἑαυτοὺς κατακρημνίσωμεν· ἰδοὺ γάρ, εὕρηνται καὶ ἡμῶν δειλότερα ζῷα. Οὕτω καὶ τοῖς ἀνθρώποις αἱ τῶν ἄλλων συμφοραὶ τῶν ἰδίων δυστυχημάτων παραμυθίαι γίνονται.
Μύθος του Αισώπου
|
Μετάφραση
Οι λαγοί, όταν συνειδητοποίησαν τη δειλία τους, αποφάσισαν ότι έπρεπε να κατακρημνιστούν. Όταν όμως έφτασαν σε κάποιο γκρεμό, κάτω από τον οποίο βρισκόταν μια λίμνη, οι βάτραχοι που ήταν εκεί, όταν άκουσαν το ποδοβολητό, κρύφτηκαν στα βάθη της λίμνης. Ένας λοιπόν από τους λαγούς, όταν τους είδε, είπε προς τους συντρόφους του· ας μην γκρεμιστούμε τώρα πια· γιατί να, έχουν βρεθεί και πιο δειλά ζώα από εμάς. Έτσι και για τους ανθρώπους οι συμφορές των άλλων γίνονται παρηγοριές των δικών τους δυστυχιών.
|