Ενότητα 18
Ενότητα 18η Η ειλικρίνεια ανταμείβεται
Ξυλευόμενός τις παρά τινα ποταμόν |
Κάποιος καθώς έκοβε ξύλα κοντά σε ένα ποτάμι, |
ἀπέβαλε τόν πέλεκυν. |
έχασε το τσεκούρι του. |
Τοῦ δέ ῥεύματος παρασύραντος αὐτόν ὠδύρετο, |
Kαι, επειδή το ρεύμα το παρέσυρε, έκλαιγε, |
μέχρις οὗ ὁ Ἑρμῆς ἐλεήσας αὐτόν ἧκε. |
μέχρι που ο Ερμής τον λυπήθηκε και ήρθε (κοντά του). |
Καί μαθών παρ’ αὐτοῦ τήν αἰτίαν, δι’ ἥν ἔκλαιε, |
Και αφού έμαθε από αυτόν την αιτία, για την οποία έκλαιγε, |
τό μέν πρῶτον καταβάς ἀνήνεγκε |
την πρώτη φορά βούτηξε στο ποτάμι κι έφερε πάνω |
αὐτῷ χρυσοῦν πέλεκυν |
γι’ αυτόν ένα χρυσό τσεκούρι |
καί ἐπυνθάνετο, εἰ οὗτος εἴη αὐτοῦ. |
και τον ρωτούσε αν αυτό ήταν δικό του. |
Τοῦ δέ εἰπόντος μή εἶναι τοῦτον |
Όταν εκείνος του είπε ότι αυτό δεν ήταν δικό του, |
ἀνήνεγκε ἀργυροῦν |
του έφερε ένα ασημένιο |
καί ἠρώτα, εἰ ἀπέβαλε τοῦτον. |
και τον ρωτούσε αν έχασε αυτό. |
Ἀρνησαμένου δέ καί τοῦτον |
Όταν αυτός το αρνήθηκε κι αυτό, |
τό τρίτον ἐκόμισεν αὐτῷ τήν ἰδίαν ἀξίνην. |
την τρίτη φορά του έφερε το δικό του τσεκούρι. |
Τοῦ δέ ἐπιγνόντος |
Και όταν αυτός το αναγνώρισε, |
ἀποδεξάμενος τήν δικαιοσύνην αὐτοῦ |
ο Ερμής επειδή επιδοκίμασε τη δικαιοσύνη του, |
πάσας αὐτῷ ἐχαρίσατο. |
του χάρισε όλα τα τσεκούρια. |
Καί ὅς παραγενόμενος πρός τούς ἑταίρους |
Και αυτός, αφού ήρθε στους συντρόφους του, |
διηγήσατο αὐτοῖς τά γεγενημένα. |
τους διηγήθηκε αυτά που είχαν γίνει. |
Τῶν δέ τις ἀναλαβών πέλεκυν |
Κάποιος απ’ αυτούς, αφού πήρε μαζί του ένα τσεκούρι, |
παρεγένετο ἐπί τον αὐτόν ποταμόν |
έφτασε στο ίδιο ποτάμι |
καί ξυλευόμενος |
και καθώς έκοβε ξύλα, |
ἐπίτηδες ἀφῆκε τήν ἀξίνην εἰς τάς δίνας, |
επίτηδες άφησε το τσεκούρι του στο ρεύμα του ποταμού, |
καθεζόμενός τε ἔκλαιε. |
κάθισε και έκλαιγε. |
Ἐπιφανέντος δέ Ἑρμοῦ |
Όταν παρουσιάστηκε σ’ αυτόν ο Ερμής |
καί πυνθανομένου, τί τό συμβεβηκός εἴη, |
και τον ρωτούσε τι του είχε συμβεί, |
ἔλεγε τήν ἀπώλειαν τοῦ πελέκεως. |
του ανέφερε την απώλεια του τσεκουριού. |
Τοῦ δέ ἀνενεγκόντος αὐτῷ χρυσοῦν |
Όταν (ο Ερμής) του ανέβασε ένα χρυσό τσεκούρι |
καί διερωτῶντος, εἰ τοῦτο ἀπολώλεκεν, |
και τον ρωτούσε αν αυτό είχε χάσει, |
ἐξαφθείς ὑπό τοῦ κέρδους |
επειδή φλεγόταν από την επιθυμία του κέρδους, |
ἔφασκεν αὐτόν εἶναι. |
έλεγε ότι αυτό ήταν. |
Καί ὁ θεός οὐκ ἐχαρίσατο αὐτῷ |
Και ο θεός δεν του χάρισε το χρυσό τσεκούρι, |
ἀλλά οὐδέ τόν ἴδιον πέλεκυν ἀποκατέστησεν. |
αλλά ούτε του επέστρεψε το δικό του τσεκούρι. |
Παράλληλα κείμενα
Στους μύθους που ακολουθούν γίνεται αναφορά στις επιπτώσεις που υφίσταται κάποιος, όταν προσπαθεί με ψέματα και τεχνάσματα να εξαπατήσει τους άλλους.
Πρώτο παράλληλο κείμενο
Κείμενο
Ἀνὴρ πένης νοσῶν καὶ κακῶς διακείμενος ηὔξατο τοῖς θεοῖς ἑκατόμβην τελέσαι, εἰ περισώσειαν αὐτόν. Οἱ δὲ ἀπόπειραν αὐτοῦ ποιήσασθαι βουλόμενοι ῥαΐσαι τάχιστα αὐτὸν παρεσκεύασαν. Κἀκεῖνος ἐξαναστὰς ἐπειδὴ ἀληθινῶν βοῶν ἠπόρει, στεατίνους ἑκατὸν πλάσας ἐπί τινος βωμοῦ κατέκαυσεν εἰπών· ἀπέχετε τὴν εὐχήν, ὦ δαίμονες. Οἱ δὲ θεοὶ βουλόμενοι αὐτὸν ἐν μέρει ἀντιβουκολῆσαι ὄναρ αὐτῷ ἔπεμψαν, παραινοῦντες ἐλθεῖν εἰς τὸν αἰγιαλόν· ἐκεῖ γὰρ εὑρήσει Ἀττικὰς χιλίας. Καὶ ὃς περιχαρὴς γενόμενος δρομαῖος ἧκεν ἐπὶ τὴν ἠιόνα.Ἔνθα δὴ λῃσταῖς περιπεσὼν ἀπήχθη καὶ ὑπ' αὐτῶν πωλούμενος εὗρε δραχμὰς χιλίας. Μύθος του Αισώπου
|
Μετάφραση
Ένας άνθρωπος που ήταν άρρωστος και σε κακή κατάσταση έταξε στους θεούς να προσφέρει θυσία εκατό βοδιών, αν τον έσωζαν. Και αυτοί, επειδή δεν ήθελαν να τον δοκιμάσουν, τον έκαναν να θεραπευτεί πολύ γρήγορα. Και εκείνος, αφού στάθηκε στα πόδια του, επειδή δεν είχε αληθινά βόδια, αφού έπλασε εκατό από ζύμη, τα έκαψε πάνω σε κάποιο βωμό και είπε: «Θεοί, πάρτε ό,τι σας έταξα». Και οι θεοί, επειδή ήθελαν να τον εξαπατήσουν με τη σειρά τους, του έστειλαν όνειρο, παρακινώντας τον να πάει στο γιαλό· γιατί εκεί θα βρει χίλιες αττικές δραχμές. Και αυτός, γεμάτος χαρά, έφτασε τρέχοντας στην ακρογιαλιά. Εκεί λοιπόν, αφού έπεσε σε ληστές, απάχθηκε απ’ αυτούς και, αφού τον πούλησαν, έπιασε χίλιες δραχμές.
|
Δεύτερο παράλληλο κείμενο
Κείμενο
Ἔθος ἐστὶ τοῖς πλέουσιν ἐπάγεσθαι κύνας Μελιταίους καὶ πιθήκους πρὸς παραμυθίαν τοῦ πλοῦ. Καὶ δή τις πλεῖν μέλλων πίθηκον συνανήνεγκε. Γενομένων δὲ αὐτῶν κατὰ τὸ Σούνιον (ἐστὶ δὲ τοῦτο Ἀθηναίων ἀκρωτήριον) συνέβη χειμῶνα σφοδρὸν γενέσθαι. Περιτραπείσης δὲ τῆς νηὸς καὶ πάντων διακολυμβώντων καὶ ὁ πίθηκος ἐνήχετο. Δελφὶς δὲ θεασάμενος αὐτὸν καὶ οἰόμενος ἄνθρωπον εἶναι ὑπεξελθὼν διεκόμιζεν. Ὡς δὲ ἐγένετο κατὰ τὸν Πειραιᾶ, τὸν τῶν Ἀθηναίων λιμένα, ἐπυνθάνετο τοῦ πιθήκου, εἰ τὸ γένος Ἀθηναῖός ἐστι. Τοῦ δὲ εἰπόντος καὶ λαμπρῶν γε ἐνταῦθα τετυχηκέναι γονέων, ἐκ δευτέρου ἠρώτα αὐτόν, εἰ ἐπίσταται τὸν Πειραιᾶ. Καὶ ὃς ὑπολαβὼν αὐτὸν ἄνθρωπον λέγειν ἔφασκε καὶ φίλον αὐτοῦ εἶναι καὶ συνήθη. Καὶ ὁ δελφὶς ἀγανακτήσας κατὰ τῆς αὐτοῦ ψευδολογίας βαπτίζων αὐτὸν ἀπέπνιξεν.
Μύθος του Αισώπου |
Μετάφραση
Είναι συνήθεια σ’ αυτούς που ταξιδεύουν να φέρνουν μαζί τους σκυλιά από τη Μάλτα για τους πιθήκους για διασκέδαση στο ταξίδι. Και κάποιος λοιπόν που επρόκειτο να ταξιδέψει έφερε μαζί του έναν πίθηκο. Και όταν έφτασαν στο Σούνιο (και αυτό είναι ακρωτήριο των Αθηναίων) συνέβη να γίνει σφοδρή κακοκαιρία. Και όταν ανατράπηκε η βάρκα και όλοι κολυμπούσαν και ο πίθηκος κολυμπούσε. Ένα όμως δελφίνι, όταν τον είδε, επειδή νόμισε ότι ήταν άνθρωπος, τον πήρε στην πλάτη και τον μετέφερε. Μόλις έφτασε στον Πειραιά, το λιμάνι των Αθηναίων, ζήτησε να μάθει από τον πίθηκο αν ήταν Αθηναίος στην καταγωγή· και όταν αυτό είπε ότι κατάγεται από επιφανείς γονείς από εκεί, για δεύτερη φορά τον ρώτησε αν γνωρίζει τον Πειραιά. Και αυτός, επειδή θεώρησε ότι αυτός εννοεί άνθρωπο, άρχισε να λέει ότι είναι και φίλος και μάλιστα στενός. Και το δελφίνι, επειδή αγανάκτησε από το ψέμα του, τον έπνιξε βυθίζοντάς τον στο νερό.
|