Το φαινόμενο της μεταστροφής
Ο όρος μεταστροφή, δεν έχει έναν κοινά αποδεκτό ορισμό, εξαιτίας της πολυπλοκότητας και των επιμέρους επιστημών από τις οποίες χρησιμοποιείται. Ως επιστημονικό αντικείμενο , άρχισε να διερευνάται στα τέλη του 19ου αιώνα, από τους πρωτοπόρους ψυχολόγους και θεολόγους της εποχής, William James, Edwin Starbuck, G. Stanley Hall κ.α., οι οποίοι εστίασαν τις μελέτες τους στις «δραματικές και ριζικές αλλαγές » εφήβων και νεαρών ενηλίκων, πριν και μετά την μεταστροφή. Σύμφωνα με τον William James, μεταστροφή είναι : Η αναγέννηση, η λήψη χάριτος, η θρησκευτική εμπειρία, η απόκτηση βεβαιότητας, μια διαδικασία προοδευτική ή αιφνίδια, μέσω της οποίας ένας μέχρι πρότινος διηρημένος εαυτός, που αισθάνεται ότι έχει σφάλει, κατώτερος και δυστυχής, γίνεται ενιαίος και αισθάνεται πια σωστός, ανώτερος και ευτυχής με κάποιες θρησκευτικές πραγματικότητες. Αυτό είναι τουλάχιστον ό,τι σημαίνει η μεταστροφή σε γενικές γραμμές, ανεξάρτητα από το αν πιστεύουμε ή όχι ότι χρειάζεται μία άμεση θεϊκή επενέργεια για να επιτελεστεί μία τέτοια ηθική αλλαγή[1].
Μέσω αυτού του ορισμού, όπως επισημαίνει ο Wayne Oates, προσφέρθηκαν στην έρευνα πέντε διατυπώσεις - κλειδιά: α) ότι στην μεταστροφή εμπεριέχεται ένα πλήθος εμπειριών, αναλόγως των ιδεολογικών και θεολογικών προϋποθέσεων των ατόμων, β) ότι πρόκειται για ένα φαινόμενο που λαμβάνει χώρα στο κέντρο της προσωπικότητας του ατόμου, γ) ότι συγκρούεται από την παρουσία του δίπολου «σύγκρουση- διαίρεση», το οποίο όμως βρίσκει την τελική του επίλυση, δ) ότι δεν υπονοεί άμεση θεϊκή επενέργεια και τέλος ε) ότι εν τέλει η μεταστροφή προκύπτει πάντα ως μια διαδικασία, άλλοτε βαθμιαία και άλλοτε ξαφνική. (Duncan, 1974:143)
Δύο δεκαετίες αργότερα, το φαινόμενο της μεταστροφής, άρχισε να διερευνάται από την ανθρωπολογία, την ιστορία, τη θρησκειολογία, τη θεολογία και την κοινωνιολογία. Ο καθηγητής θεολογίας και χριστιανικής προσωπικότητας V. Bailey Gillespie, υποστηρίζει ότι η μετατροπή περιέχει κάποια δομικά συστατικά, που οδηγούν σε αυτήν, και τα οποία είναι τα εξής: α) η ποιότητα της αυτό-ενοποίησης, η οποία περιέχει: την αυτό-ολοκλήρωση, την ολότητα και την πιθανή αναδιοργάνωση, β) το θετικό επακόλουθο το οποίο είναι ευεργετικό, προοδευτικό ηθικά, και δίνει την ελευθερία, γ) η ένταση στην δέσμευση με την ιδεολογία: μέσα στη χριστιανική παράδοση και την υποκειμενική ποιότητα, και δ) η αποφασιστική κίνηση, η οποία είναι ξαφνική ή σταδιακή, και στιγμιαία. Τα παραπάνω δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη, όταν οι θρησκευτικές αλλαγές είναι παθολογικές από την φύση τους, διότι τότε η εμπειρία της μεταστροφής δεν μπορεί να οδηγήσει σε θετικά αποτελέσματα[2].
Σύμφωνα με τους ψυχαναλυτικούς ερευνητές, έντονα συναισθήματα, όπως ενοχή[3] , θλίψη, τρόμος, συναισθηματικές στερήσεις ωθούν το άτομο στη μεταστροφή και για αυτό το λόγο την θεωρούν ως εγγενώς παθολογική, ώστε να ξεπεράσουν φόβους της παιδικής ηλικίας, που είναι βαθιά ριζωμένα στην προσωπικότητα.
Η μεταστροφή είναι η εσωτερική μεταβολή των συνειδήσεων, των πνευματικών και συναισθηματικών λειτουργιών ενός ανθρώπου, προκαλώντας μεταβολές στην διάθεση και στις σχέσεις του, με άλλους ανθρώπους. Στόχος είναι, η σύνδεση όλων των παραπάνω και η εξάρτηση από τον Θεό. Στην προκείμενη περίπτωση οι χριστιανοί, την περίοδο της Οθωμανικής κυριαρχίας, έχοντας την συναίσθηση ότι η πτώση οφειλόταν στις αμαρτίες και την έλλειψη πίστης (ότι ο Θεός τους, τους εγκατέλειψε), εύκολα στρέφονταν προς το Θεό των κατακτητών Οθωμανών, νιώθοντας μεγαλύτερη ασφάλεια. Βέβαια, η μεταστροφή αυτή δεν ήταν ομαλή για τα άτομα, που μεταστρέφονταν με βίαιο τρόπο, καθώς διαταρασσόταν η ισορροπία του συναισθηματικού κόσμου τους. Αντίθετα στην ομαλή μεταστροφή, το άτομο έχει δημιουργήσει τα στάδια για την ένταξη του, στην νέα θρησκεία και το κυριότερο η συνείδηση του είναι έτοιμη για την καινούργια θρησκευτική εμπειρία[4].
Επιπλέον, η μεταστροφή ή επιστροφή είναι μια δυναμική διαδικασία αλληλεπιδράσεων μεταξύ επτά σταδίων, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει η θεωρία του Lewis R. Rambo και τα οποία θα προσπαθήσουμε να εφαρμόσουμε στην παρούσα εργασία. Συγκεκριμένα είναι: το πλαίσιο μέσα στο οποίο γίνεται η αλλαγή, η κρίση που προκαλείται από την αλληλεπίδραση εξωτερικών και εσωτερικών δυνάμεων, η αναζήτηση, η οποία καλύπτει διαφορετικούς τρόπους ως προς την αντίδραση στην κρίση, η επαφή μεταξύ μιας πιθανής μεταστροφής και της υποστήριξης μιας καινούργια θρησκευτικής επαφής, η αλληλεπίδραση, όπου το νεοφώτιστο άτομο ή ομάδα ατόμων μαθαίνει περισσότερα για την διδασκαλία, τον τρόπο ζωής και είναι απαραίτητα για την είσοδο στην νέα θρησκεία, η αφοσίωση με ταυτόχρονη δημόσια επίδειξη της αλλαγής και τέλος οι επιπτώσεις της μεταστροφής[5]. Κλείνοντας θα ήθελα να υπογραμμίσω, ότι σύμφωνα με πολλούς μελετητές η μεταστροφή ή αλλιώς η αυθεντική μεταστροφή είναι μια συνεχής διαδικασία μετάλλαξης.
Τέλος , αξίζει να σημειωθεί ότι ξένοι ερευνητές έχουν ασχοληθεί εντατικά με το φαινόμενο της μεταστροφής και έχει προκαλέσει ιδιαίτερο ενδιαφέρον η μελέτη του, κάτι που δεν συμβαίνει στην ελληνική βιβλιογραφία και έρευνα. Οι προσπάθειες έρευνας του στο κλάδο της ιστορίας είναι περιορισμένες και γι’ αυτό το λόγο η παρούσα εργασία συνάντησε δυσκολίες, όσον αφορά τις ψυχολογικές διαστάσεις της μεταστροφής στον ελλαδικό χώρο κατά την περίοδο της οθωμανικής κυριαρχίας και όχι τόσο με αυτό καθαυτό το φαινόμενο του εξισλαμισμού. Με την βοήθεια των πραγματολογικών πηγών, η εργασία οδηγήθηκε σε σημαντικά συμπεράσματα και θέλω να πιστεύω, ότι ανοίγει προοπτικές για μελλοντικές μελέτες του φαινομένου της μεταστροφής.
[1] William James, The Varieties of Religious Experience: A Study in Human Nature, Cambridge, MA: Harvard University Press, 1985, σ. 189.
[2] Virgil Bailey Gillespie, Religious Conversion and Personal Identity: How and Why People Change, Marquette University, Religious Education Press, 1979, pp. 44 – 58.
[3] Η συναίσθηση ενοχής κατά τον Φρόυντ, είναι μια «αναπόδραστη ψυχική κατάσταση προσυνειδιακή και ασύλληπτη», Νησιώτης Νίκος, Ψυχολογία της θρησκείας, Μαΐστρος Αθήνα 2006, σ. 231 – 235.
[4] Νησιώτης Νίκος, ό.π., σ.174 – 175.
[5] Lewis R. Rambo, The Psychology of Conversion, , στο Malony H. N. and Southard S., Handobok of Religious Conversion, Birmingham Alabama 1992, σ. 159 – 177.