Αρχαία:Θεωρία Γραμματικής -Συντακτικού

Συντακτικό ( οι βασικές γνώσεις )

Επιμέλεια : Σοφία Αθανασοπούλου

 

Στοιχεία συντακτικού

(βασικές γνώσεις)

 

1.     Υποκείμενο

-          Σε μια πρόταση, το υποκείμενο είναι η λέξη που μας δείχνει ποιος ‘’κάνει’’ αυτό που λέει το ρήμα (συνήθως το βρίσκουμε ρωτώντας ποιος;)

-          Το υποκείμενο μπαίνει σε πτώση ονομαστική και συμφωνεί με το ρήμα στο πρόσωπο και στον αριθμό,

π.χ., ὁ Ὄλυμπος ἐστίν ὄρος: τόσο το ρήμα όσο και το υποκείμενο είναι σε γ΄ πρόσωπο και ενικό αριθμό.

 

Οι μόνες περιπτώσεις να μπει το υποκείμενο σε άλλη πτώση εκτός από την ονομαστική, είναι:

α) το υποκείμενο απαρεμφάτου σε περίπτωση ετεροπροσωπίας, που μπαίνει σε πτώση αιτιατική (βλ. παρακάτω, ΄΄η σύνταξη του απαρεμφάτου΄΄).

β) το υποκείμενο της μετοχής, που μπαίνει σε διαφορετικές πτώσεις (βλ. παρακάτω ΄΄η σύνταξη της μετοχής΄΄).

 

-          Η μόνη περίπτωση να μη συμφωνεί το υποκείμενο με το ρήμα σε αριθμό είναι η λεγόμενη αττική σύνταξη: συγκεκριμένα, όταν το υποκείμενο είναι γένους ουδετέρου και αριθμού πληθυντικού, τότε το ρήμα, αντί να μπει σε γ΄ πληθυντικό πρόσωπο, μπαίνει σε γ΄ ενικό,

        π.χ., τά παιδία παίζει [αντί παίζουσι],

                τά ἄνθη ἀκμάζει [αντί ἀκμάζουσι]

 

2.     Το κατηγορούμενο

-          Το  κατηγορούμενο είναι μια λέξη της πρότασης που συνήθως αναφέρεται στο υποκείμενο και του αποδίδει κάποιο χαρακτηριστικό ή ιδιότητα (μας δίνει, δηλαδή, μια επιπλέον πληροφορία για το υποκείμενο),

π.χ., ἡ Δῆλος ἐστι νῆσος

 

-          Ανάμεσα στο υποκείμενο και το κατηγορούμενο μεσολαβεί υποχρεωτικά ένα ρήμα που ονομάζεται συνδετικό, ακριβώς επειδή συνδέει υποκείμενο και κατηγορούμενο·  τα πιο συνηθισμένα συνδετικά ρήματα είναι: εἰμί, γίγνομαι, φαίνομαι, λέγομαι, καλοῦμαι, ὀνομάζομαι  κ.α. (αλλά και πολλά απλά ρήματα μπορούν να σε κάποιες περιπτώσεις να λειτουργήσουν ως συνδετικά).

 

-          Το κατηγορούμενο συμφωνεί πάντοτε με το υποκείμενο στην πτώση (άρα στις περισσότερες περιπτώσεις μπαίνει σε πτώση ονομαστική),

π.χ., ἡ γῆ ἐστί στρογγῦλη

         οἱ Δελφοί εἰσί πόλις

 

3.     Το αντικείμενο

-          Το αντικείμενο είναι η λέξη της πρότασης στην οποία πηγαίνει, μεταβαίνει η ενέργεια του ρήματος (συνήθως το βρίσκουμε ρωτώντας τι; ή ποιόν;,  σε τι; ή σε ποιόν;),

π.χ., οἱ Θηβαῖοι ἔκοπτον τά δένδρα.

 

-          Το αντικείμενο μπαίνει σε μιαν από τις λεγόμενες πλάγιες πτώσεις: πιο συνηθισμένη είναι η αιτιατική αλλά συχνά το συναντάμε και σε δοτική ή γενική (η πτώση στην οποία θα μπει το αντικείμενο εξαρτάται από το ρήμα: υπάρχουν ρήματα που παίρνουν αντικείμενο μόνο σε αιτιατική, άλλα μόνο σε γενική κ.λ.π.),

Π.χ., ἀκούω τοῦ ῥήτορος [γενική]

τά ἔργα οὐ συμφωνεῖ τοῖς λόγοις   [δοτική]

 

-          δεν παίρνουν όλα τα ρήματα αντικείμενο· αν εξαιρέσουμε τα συνδετικά, όλα τα υπόλοιπα χωρίζονται σε δυο μεγάλες κατηγορίες: τα αμετάβατα, που η ενέργεια τους δε μεταβαίνει σε άλλη λέξη και συνεπώς δε δέχονται αντικείμενο, και τα μεταβατικά, που δέχονται αντικείμενο (προσοχή: το ίδιο ρήμα μπορεί να είναι σε μια περίπτωση μεταβατικό και σε άλλη αμετάβατο),

π.χ.,  βαδίζει τάχιστα [αμετάβατο]

          βαδίζει τήν εὐθεῖαν ὁδόν [μεταβατικό]

 

-          τα μεταβατικά ρήματα χωρίζονται σε μονόπτωτα, που παίρνουν ένα μόνο αντικείμενο, και τα δίπτωτα, που δέχονται δυο διαφορετικά αντικείμενα, ένα άμεσο και ένα έμμεσο (αν τα δυο αυτά διαφορετικά αντικείμενα είναι σε διαφορετικές πτώσεις, τότε άμεσο είναι αυτό που βρίσκεται σε αιτιατική· αν και τα δυο βρίσκονται σε αιτιατική, τότε άμεσο είναι αυτό που φανερώνει πρόσωπο),

 

π.χ., οὖτοι ἄνθη ταῖς Νύμφαιας ἐπέφερον

        ἄνθη: άμεσο αντικείμενο (αιτιατική)

        ταῖς Νύμφες: έμμεσο αντικείμενο (δοτική)

        οἱ Πέρσε διδάσκουσι τούς παῖδας σωφροσύνην

        τούς παῖδας: άμεσο αντικείμενο (αιτιατική - πρόσωπο)

        σωφροσύνην: έμμεσο αντικείμενο ( αιτιατική)

 

 

 

Άμεσο

Έμμεσο

αιτιατική

γενική

Αιτιατική

Δοτική

Γενική

δοτική

Αιτιατική

(προσώπου)

Αιτιατική

(αφηρημένης έννοιες ή πράγματος)

 

 

 

 

προσοχή: για να είναι δίπτωτο το ρήμα, πρέπει τα αντικείμενα να είναι πραγματικά διαφορετικά, να μη συνδέονται με κάποιο συμπλεκτικό σύνδεσμο,

π.χ., οἱ Πέρσαι διδάσκουσι τήν σωφροσύνην καί την τιμιότητα

τήν σωφροσύνην, τήν τιμιότητα: αντικείμενα του μονόπτωτου στην περίπτωση αυτή ρήματος διδάσκουσι που απλώς συνδέονται μεταξύ τους με το ΄΄και΄΄ (θα μπορούσαν να είναι και δέκα αντικείμενα στη σειρά· το ρήμα θα παρέμενε μονόπτωτο).

 

 

 

 

4.       Το κατηγορούμενο του αντικειμένου

-          Ορισμένα ρήματα που λειτουργούν ως συνδετικά δέχονται κατηγορούμενο που προσδιορίζει το αντικείμενο τους· συνοδεύονται δηλαδή από δυο  αιτιατικές, από τις οποίες η μία προσδιορίζει την άλλη,

Π.χ., οἱ στρατιῶται Ἀλκιβιάδην στρατηγόν εἵλοντο

(το ρήμα της πρότασης είναι το εἵλοντο και αντικείμενο του το  Ἀλκιβιάδην· όμως η λέξη στρατηγόν προσδιορίζει ακριβώς το Ἀλκιβιάδην και γι΄ αυτό λέγεται κατηγορούμενο του αντικειμένου. Αυτό φαίνεται και στη μετάφραση: οι στρατιώτες εξέλεξαν στρατηγό τον Αλκιβιάδη).

 

5.      Τα είδη του απαρεμφάτου

-          Υπάρχουν δυο είδη απαρεμφάτων: α)το έναρθρο, που συνοδεύεται από το ουδέτερο άρθρο,

Π.χ., τό παιδεύειν, τό λέγειν

β) το άναρθρο, χωρίς άρθρο.

 

Το έναρθρο απαρέμφατο παίζει ρόλο ουσιαστικού και μεταφράζεται ως ουσιαστικό. Επιπλέον, κλίνεται ως ουσιαστικό, αν και το ίδιο μένει αμετάβλητο (αλλάζει μόνο το άρθρο: τό λέγειν, τοῦ λέγειν, τῷ λέγειν κ.λ.π.)· μέσα στην πρόταση, το έναρθρο απαρέμφατο μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως υποκείμενο, αντικείμενο, κατηγορούμενο ή προσδιορισμός,

Π.χ., οἱ ἄνθρωποι ἀπέχουσι τοῦ φιλοσοφεῖν (αντικείμενο σε γενική)

         Μετάφραση: οι άνθρωποι απέχουν από τη φιλοσοφία

        τό σιγᾶν καλόν ἐστι (υπκείμενο)

        Μετάφραση: η σιωπή είναι (κάτι) καλό

 

Το άναρθρο απαρέμφατο μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως κατηγορούμενο σπάνια αλλά κυρίως, ως υποκείμενο ή αντικείμενο ρημάτων (μπορεί να έχει και άλλες λειτουργίες, που θα τις δούμε αργότερα),

Π.χ.,  τό λακωνίζειν ἑστί φιλοσοφεῖν (κατηγορούμενο)

          οὖτος βούλεται ἁγορεύειν (αντικείμενο)

 

το άναρθρο απαρέμφατο, όταν χρησιμοποιείται ως αντικείμενο, μπορεί να μεταφραστεί είτε με το ΄΄να΄΄ είτε με το ΄΄ότι΄΄· στην πρώτη περίπτωση, το ονομάζουμε τελικό απαρέμφατο, στη δεύτερη περίπτωση ειδικό απαρέμφατο,

π.χ., οὖτος βούλεται ἀγορεύειν

        μετάφραση: αυτός θέλει να μιλήσει, άρα τελικό απαρέμφατο

        πολλοί νέοι φιλοσοφεῖν νομίζουσι

        μετάφραση: πολλοί νέοι νομίζουν ότι φιλοσοφούν, άρα ειδικό απαρέμφατο

 

προσοχή: το ίδιο απαρέμφατο μπορεί να είναι άλλοτε τελικό και άλλοτε ειδικό. Εξαρτάται από το ρήμα της πρότασης: υπάρχουν ρήματα που δέχονται μόνο τελικό απαρέμφατο για αντικείμενο και άλλα που δέχονται μόνο ειδικό,

π.χ., ἡμεῖς οὐ δυνάμεθα θεοί εἶναι

         μετάφραση: δεν μπορούμε να είμαστε θεοί, τελικό απαρέμφατο

        ἡμεῖς λέγομεν σοφοί εἶναι

         μετάφραση: λέμε ότι είμαστε σοφοί, ειδικό απαρέμφατο

 

6.     Σύνταξη του απαρεμφάτου

-          Παρόλο που είναι άκλιτο και συνήθως δεν παίζει άμεσα το ρόλο του ρήματος, το απαρέμφατο δεν παύει να είναι ένας ρηματικός τύπος και, συνεπώς, δέχεται πάντοτε υποκείμενο και πολλές φορές αντικείμενο (αν είναι απαρέμφατο μεταβατικού ρήματος) ή κατηγορούμενο ()αν είναι απαρέμφατο συνδετικού ρήματος),

π.χ., Πρωταγόρας ἔλεγε σόφος εἶναι

         [το σοφός είναι κατηγορούμενο στο Πρωταγόρας, με συνδετικό το

εἶναι ]

       οὗτος ἔλεγε τούτων ἐπιθυμεῖν

       [το τούτων είναι αντικείμενο στο ἐπιθυμεῖν]

 

-          Για το αντικείμενο και το κατηγορούμενο του απαρεμφάτου ισχύουν όλα όσα είπαμε παραπάνω γενικά για το αντικείμενο και το κατηγορούμενο. Αλλά το πιο σημαντικό σε ένα απαρέμφατο είναι να βρεθεί το υποκείμενο του, διότι αυτό θα μας δείξει σε τι πρόσωπο θα πρέπει να μεταφραστεί (το απαρέμφατο από μόνο του δεν φανερώνει πρόσωπο).

 

-          Όπως ήδη αναφέραμε, μέσα σε μια πρόταση, το απαρέμφατο συνυπάρχει πάντοτε με κάποιο ρήμα και γι΄ αυτό, πριν αναζητήσουμε το υποκείμενο του απαρεμφάτου, πρέπει να έχουμε εντοπίσει το υποκείμενο του ρήματος, από εκεί και πέρα υπάρχουν δυο περιπτώσεις:

α) ρήμα και απαρέμφατο να έχουν το ίδιο υποκείμενο = ταυτοπροσωπία.

β) ρήμα και απαρέμφατο να έχουν διαφορετικά υποκείμενα = ετεροπροσωπία.

 

-          Στην περίπτωση της ταυτοπροσωπίας, η ίδια λέξη χρησιμεύει ως υποκείμενο τόσο του ρήματος, όσο και του απαρεμφάτου και φυσιολογικά μπαίνει σε πτώση ονομαστική (χωρίς, βέβαια, να επαναλαμβάνεται δυο φορές),

Π.χ., ἡμεῖς οὐ δυνάμεθα στρατεύειν

         [το ἡμεῖς, πτώσης ονομαστικής, είναι υποκείμενο τόσο στο ρήμα όσο και στο απαρέμφατο και γι΄ αυτό μεταφράζουμε: εμείς δεν μπορούμε να εκστρατεύσουμε].

 

-          Στην περίπτωση της ετεροπροσωπίας, μια λέξη χρησιμεύει ως υποκείμενο του ρήματος και μία άλλη ως υποκείμενο του απαρεμφάτου. Τότε, το υποκείμενο του ρήματος μπαίνει σε πτώση ονομαστική και το υποκείμενο του απαρεμφάτου σε πτώση αιτιατική,

Π.χ., Πρωταγόρας ἔλεγε Σωκράτην σοφόν εἶναι

          [το Πρωταγόρας, πτώσης ονομαστικής, είναι υποκείμενο του ρήματος ἔλεγε, ενώ το Σωκράτην, πτώσης αιτιατικής, είναι υποκείμενο του απαρεμφάτου εἶναι και γι΄ αυτό μεταφράζουμε: ο Πρωταγόρας έλεγε ότι ο Σωκράτης είναι σοφός]

 

Προσοχή: στο τελευταίο αυτό παράδειγμα έχουμε απαρέμφατο εἶναι, του συνδετικού ρήματος εμί, το οποίο λογικά δέχεται κατηγορούμενο. Σε συγκεκριμένη περίπτωση, κατηγορούμενο είναι η λέξη σοφόν, σε πτώση αιτιατική, ακριβώς επειδή προσδιορίζει το υποκείμενο Σωκράτην, που κι αυτό είναι αναγκαστικά σε πτώση αιτιατική (για τη συμφωνία μεταξύ υποκειμένου και κατηγορουμένου, βλ. παραπάνω ΄΄το κατηγορούμενο΄΄).

 

 

 

7.     Η σύνταξη των απρόσωπων ρημάτων και εκφράσεων

-          Απρόσωπο ονομάζουμε τα ρήματα που συναντάμε στο γ΄  ενικό πρόσωπο και δεν έχουν προσωπικό υποκείμενο, δηλαδή κάποια λέξη που να δηλώνει πρόσωπο ή πράγμα (όπως ισχύει και στα νέα ελληνικά). Τα πιο συνηθισμένα απρόσωπα ρήμα είναι τα εξής:

 

χρή (ειναι ανάγκη), δεῖ (πρέπει), πρέπει, προσήκει (αρμοζει), δοκεῖ (φαίνεται καλό), μέλει μοι (υπάρχει φροντίδα μένα για κάτι), μεταμέλει μοι (μετανοώ), ἥμαρται (ειναι περπρωμένο), συμβαίνει, μέλλει (πρόκειται να), ἑνδέχεται (ειναι ενδεχόμενο), ἐγχωρεῖ (ειναι δυνατό), λέγεται, ᾅδεται (διαδίδεται), ἀγγέλλεται (αναγγέλλετε), νομίζεται (θεωρείται), ἔστιν (επιτρέπεται, ειναι δυνατό), ἔξεστιν (επιτρέπεται), ἔνεστιν (ειναι δυνατό), μέτεστι μοι τινός (μετέχω σε κάτι), πάρεστιν (ειναι δυνατό, είναι στην εξουσία κάποιου), οἷον τ΄ἐστιν (ειναι δυνατό).

 

-          Ισοδύναμε με τα απρόσωπα ρήματα είναι και οι λεγόμενες απρόσωπες εκφράσεις. Οι πιο συνηθισμένοι τρόποι σχηματισμού τους είναι οι εξής:

α) αφηρημένο ουσιαστικό + εστί:

π.χ., καρός ἐστί = είναι ευκαιρία, κατάλληλη στιγμή να

         ὥρα ἐστι = είναι ώρα, καιρός να

         ἀνάγκη ἐστι = είναι ανάγκη να

        κίνδυνός ἐστι = υπάρχει κίνδυνος να    

 

β) ουδέτερο επιθέτου + εστί:

π.χ., δῆλόν ἐστι = είναι φανερό ότι

         χαλεπόν ἐστί =  είναι δύσκολο να

        δίκαιόν ἐστί =  είναι δίκαιο να

        ῥᾴδιόν ἐστί =  είναι εύκολα να

       οἷον τ΄ἐστί =  είναι δυνατόν να

 

γ) ουδέτερο μετοχής + εστί:

π.χ., εἰκός ἐστί = είναι φυσικό να

        δέον ἐστί = είναι πρέπον, πρέπει να

        προσῆκόν ἐστί =  είναι ταιριαστό, κατάλληλο, αρμόζει

 

δ) τροπικό επίρρημα + χει:

π.χ., ἀναγκαίως ἔχει = είναι ανάγκη να

         καλῶς ἔχει = είναι καλό, σωστό να

        ῥᾳδίως ἔχει = είναι εύκολο να

 

προσοχή

v  το ρήμα εστί συχνά παραλείπεται.

v  Όλα τα παραπάνω ρήματα τα συναντάμε και σε άλλους χρόνους και εγκλίσεις.

 

-          Τόσο τα απρόσωπα ρήματα όσο και οι απρόσωπες εκφράσεις δέχονται ως υποκείμενο ένα απαρέμφατο ή μια δευτερεύουσα πρόταση,

π.χ., ὁμολογεῖται τήν πόλιν ἡμῶν ἀρχαιοτάτην εἶναι.

[το ειδικό απαρέμφατο εἶναι υποκείμενο στο απρόσωπο ρήμα  ὁμολογεῖται. Απαντά δηλαδή στο ερώτημα ποιο πράγμα ὁμολογεῖται;]

          λέγεται ὅτι ὁ Ὅμηρος ἦν τυφλός

[η δευτερεύουσα ειδική πρόταση ὅτι ὁ Ὅμηρος ἦν τυφλός υποκείμενο στο απρόσωπο ρήμα λέγεται. Απαντά δηλαδή στο ερώτημα ποιο πράγμα λέγεται;]

 

-          Αν το υποκείμενο του απρόσωπου ρήματος ή της απρόσωπης έκφρασης είναι απαρέμφατο, θα δεχθεί με την σειρά του ένα υποκείμενο σε αιτιατική. Πάντοτε, δηλαδή, έχουμε ετεροπροσωπία,

Π.χ., ὁμολογεῖται τήν πόλιν ἡμῶν ἀρχαιοτάτην εἶναι

[ρήμα της πρότασης το απρόσωπο ὁμολογεῖται και υποκείμενο του το ειδικό απαρέμφατο εἶναι. Υποκείμενο του απαρεμφάτου τήν πόλιν, σε αιτιατική αφού έχουμε ετεροπροσωπία: το ρήμα της πρότασης και το απαρέμφατο είναι αδύνατον να έχουν το ίδιο υποκείμενο. Επιπλέον, καθώς το εἶναι είναι συνδετικό ρήμα, παίρνει κατηγορούμενο: πρόκειται για το ἀρχαιοτάτην, υποχρεωτικά σε αιτιατική, για να συμφωνεί με το υποκείμενο του απαρεμφάτου, που όπως είδαμε είναι τήν πόλιν. Στη μετάφραση βέβαια, όλα αυτά θα γίνουν ονομαστικές: είναι παραδεκτό ότι η πόλη μας είναι πολύ παλαιά ].

          Κῦρον λέγεται σύν πολλοῖς δακρύοις ἀποχώρῆσαι

[ρήμα της πρότασης το απρόσωπο λέγεται και υποκείμενο του το ειδικό απαρέμφατο ἀποχώρῆσαι. Υποκείμενο του απαρεμφάτου Κῦρον, σε αιτιατική όπως και προηγουμένως. Στη μετάφραση βέβαια, αυτή η αιτιατική θα γίνει ονομαστική: λέγεται ότι ο Κύρος έφυγε με πολλά δάκρυα ].

 

-          Συνήθως, τα απρόσωπα ρήματα και οι απρόσωπες εκφράσεις συνοδεύονται από μια δοτική την οποία ονομάζουμε δοτική προσωπική, γιατί θεωρούμε ότι δηλώνει το πρόσωπο στο οποίο έμμεσα αναφέρεται το απρόσωπο ρήμα (δηλαδή, αναπληρώνει κατά κάποιο τρόπο το προσωπικό υποκείμενο),

Π.χ., ἔξεστιν ἡμῖν τάς συμμαχίδας πόλεις σῴζειν

[μετάφραση: ήταν δυνατόν για εμάς να σώσουμε τις συμμαχικές πόλεις – δηλαδή, με τρόπο έμμεσο η δοτική προσωπική μας υποδεικνύει το υποκείμενο του απαρεμφάτου, που είναι το εννοούμενο μς. Για να γίνουμε πιο κατανοητοί, το υποκείμενο του απαρεμφάτου, το οποίο βρίσκεται σε δοτική (δοτική προσωπική) στη μετάφραση το μετατρέπουμε σε αιτιατική, το ίδιο ισχύει και για τις ασκήσεις του σχολείου, πρέπει οπωσδήποτε να την μετατρέψουμε σε αιτιατική]  

 

 

8.     Η σύνταξη της μετοχής

Η μετοχή είναι και αυτή ρηματικός τύπος και, συνεπώς, παίρνει πάντοτε υποκείμενο και πολλές φορές αντικείμενο (αν είναι μετοχή μεταβατικού ρήματος) ή και κατηγορούμενο (αν είναι μετοχή συνδετικού ρήματος)

·   Για το αντικείμενο της μετοχής, ισχύουν όλα όσα είπαμε παραπάνω γενικά για το αντικείμενο.

·   Το υποκείμενο της μετοχής συμφωνεί πάντοτε με τη μετοχή σε γένος, αριθμό και πτώση και γι΄αυτό μπορεί να το συναντήσουμε όχι μόνο στην ονομαστική αλλά και στις πλάγιες πτώσεις,

π.χ., Ξενοφῶν θύσας τοῖς θεοῖς ἐστράτευσε (ονομαστική)

         οὗτος ὁρᾷ τούς πολεμίους φεύγοντας (αιτιατική)

         οὗτος ἐβοήθει τῷ φίλῳ κινδυνεύον τι (δοτική)

         οἱ δικασταί ἤκουσαν τῶν μαρτύρων λεγόντων (γενική)

 

 

 

 

 

·   με βάση τα παραπάνω, και επειδή το κατηγορούμενο μπαίνει πάντοτε στην ίδια πτώση με το υποκείμενο στο οποίο αναφέρεται, μια μετοχή συνδετικού ρήματος μπορεί να πάρει κατηγορούμενο σε όλες τις παραπάνω πτώσεις,

π.χ., Φίλιππος ἀσθενής ὤν  (υποκείμ./κατηγορούμ. σε ονομαστική)

        τῆς Σπάρτης οὔσης δυνατωτάτης (γενική)

       τόν Σωκράτην σοφόν ὄντα (αιτιατική)

 

·   ανάλογα με το ρόλο του υποκειμένου της μέσα στην πρόταση, μια μετοχή μπορεί να χαρακτηριστεί:

α) συνημμένη, όταν το υποκείμενο της έχει και άλλη συντακτική θέση μέσα στην πρόταση,

π.χ., οὗτος ταῦτα εἰπών ἐκαθέζετο

[το υποκείμενο της μετοχής εἰπών, δηλαδή το οὗτος είναι και υποκείμενο του ρήματος ἐκαθέζετο]

β) απόλυτη, όταν το υποκείμενο της δεν έχει καμία άλλη συντακτική θέση μέσα στην πρόταση. Στην περίπτωση αυτή, τη μετοχή τη συναντάμε τις περισσότερες φορές σε πτώση γενική  (γενική απόλυτη), πιο σπάνια σε πτώση ονομαστική (ονομαστική απόλυτη) και πολύ πιο σπάνια, ιδίως στα απρόσωπα ρήματα, σε πτώση αιτιατική (αιτιατική απόλυτη),

π.χ., Δρυός πεσούσης πᾶς ἀνήρ ξηλεύεται

[το υποκείμενο της μετοχής πεσούσης, δηλαδή το δρυός, δεν έχει καμία άλλη συντακτική θέση στην πρόταση]

 

 

 

·   Εκτός από τα παραπάνω, για να μπορέσουμε να κατανοήσουμε το ρόλο της μετοχής μέσα στην πρόταση και να τη μεταφράσουμε σωστά, είναι αναγκαίο να βρούμε το είδος της, με βάση τον παρακάτω πίνακα:

ΕΠΙΘΕΤΙΚΗ/ΑΝΑΦΟΡΙΚΗ

ΚΑΤΗΓΟΡΗΜΑΤΙΚΗ

ΕΠΙΡΡΗΜΑΤΙΚΗ

- λειτουργεί ως επιθετικός ή κατηγορηματικός προσδιορισμός, ως κατηγορούμενο.

-μεταφράζεται με αναφορική πρόταση (που, ο οποίος)

-είναι συνήθως έναρθρη με υποκείμενο το άρθρο της

-είναι πάντοτε συνημμένη

-λειτουργεί ως κατηγορηματικός προσδιορισμός ή κατηγορούμενο.

-μεταφράζεται με τις λέξεις να, ότι, που

-συνοδεύει ορισμένες κατηγορίες ρημάτων

-είναι πάντοτε συνημμένη, στο υποκείμενο ή το αντικείμενο του ρήματος εξάρτησης.

-λειτουργεί ως επιρρηματικός προσδιορισμός και είναι:

Α) χρονική

Β) αιτιολογική

Γ) τελική

Δ) υποθετική

Ε) εναντιωματική

Στ) τροπική

- μεταφράζεται με αντίστοιχη δευτερεύουσα πρόταση (μόνο η τροπική μπορεί να μεταφραστεί με μετοχή)

 

Προσοχή

Στις επιρρηματικές μετοχές,  για να βρούμε το είδος, μπορούμε να να βοηθήσουμε από την άρνηση που ίσως τις συνοδεύει. Συγκεκριμένα, παίρνουν άρνηση:

Ø  οὐ (αιτιολογική, εναντιωματική, τροπική)

Ø  μή (τελική, υποθετική)

Ø  οὐ ή μή (χρονική)

 

·   η κατηγορηματική μετοχή εξαρτάται από ρήματα όπως:

ü  εἰμί, και όσα έχουν παρόμοια σημασία (π.χ., τυγχάνω, λανθάνω, φαίνομαι, φανερός εἰμί, δῆλός εἱμί, οἴχομαι, φθάνω, διατελῶ)

ü  όσα δηλώνουν έναρξη, λήξη, καρτερία, κόπο:

ἄρχω, ἄρχομαι, παύω, παύομαι, λήγω, καρτερῶ, ἀνέχομαι, κάμνω κ.α

 

ü  όσα δηλώνουν αίσθηση, γνώση, μάθηση, γνώση:

αἰσθάνομαι, ὁρῶ, ἀκούω, εὑρίσκω, γιγνώσκω, ἀγνοῶ, μανθάνω, μέμνημαι κ.α.

 

ü  όσα δηλώνουν δείξη, αγγελία, έλεγχο:

δείκνυμι, δηλῶ, ἀγγέλλω, ἐλέγχω κ.α.

ü  όσα δηλώνουν ψυχικό πάθος:

 χαίρω, ἤδομαι, ἀγανακτῶ, αἰσχύνομαι, ἄχθομαι, βαρέως φέρω, χαλεπῶς φέρω κ.α.

 

ü  τα εὐ ποιῶ, κακῶς ποιῶ, ἀδικω, χαρίζομαι, νικῶ, ἡττῶμαι, λείπομαι κ.α. 

 

 

9.     οι προσδιορισμοί

Σε μία πρόταση, οι λέξεις που δεν ανήκουν στους βασικούς όρους (ρήμα, υποκείμενο, αντικείμενο, κατηγορούμενο), λειτουργούν ως προσδιορισμοί, με την έννοια ότι προσδιορίζουν κάποια άλλη λέξη της ίδιας πρότασης (= μας δίνουν μια επιπλέον πληροφορία για αυτή τη λέξη). Υπάρχουν διάφορα είδη προσδιορισμών, όπως φαίνεται και από τον παρακάτω πίνακα:

 

 

 

 

 

 

 

Τα είδη των προσδιορισμών

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Ονοματικοί

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Επιρρηματικοί

 

-ονομάζονται έτσι επειδή προσδιορίζουν ονόματα

-διακρίνονται σε:

α) ομοιόπτωτους, όταν βρίσκονται στην ίδια πτώση με τη λέξη που προσδιορίζουν.

ε) ετερόπτωτους, όταν βρίσκονται σε διαφορετική πτώση από τη λέξη που προσδιορίζουν

-ένας ομοιόπτωτος προσδιορισμός μπορεί να είναι:

α) επιθετικός

(επίθετο ή ισοδύναμη λέξη, συνήθως με άρθρο, δίνει γνώρισμα μόνιμο, σταθερό, γνωστό)

β) κατηγορηματικός

(επίθετο ή ισοδύναμη λέξη, ποτέ με άρθρο, γνώρισμα παροδικό. Συχνά κατηγορηματικός προσδιορισμός είναι οι λέξεις: πᾶς ἄπας, σύπμας, ὅλος, αὐτός, μόνος, ἔκαστος, ἐκάτερος, ἀμφότερος, ἄκρος, μέσος, ἔσχατος)

γ) παράθεση

(ουσιαστικό ή ισοδύναμη λέξη, πορεία από το ειδικό προς το γενικό, π.χ., Κλεισθένης ὁ Ἀθηναῖος τούς νόμους ἔθηκε)

δ) επεξήγηση

(ουσιαστικό, άλλη λέξη ή και πρόταση, πορεία από το γενικό προς το ειδικό, π.χ., κοινός ἰατρός θεραπεύει σε, χρόνος)

-οι ετερόπτωτοι προσδιορισμοί είναι πλάγιες πτώσειςονομάτων και ανάλογα με την περίπτωση δηλώνουν κάτι διαφορετικό (= δίνουν διαφορετικού είδους πληροφορία για τη λέξη που προσδιορίζουν).

Πιο συγκεκριμένα:

α) η γενική μπορεί να είναι:

1.      κτητική

2.      διαιρετική

3.      της ύλης

4.      της ιδιότητας

5.      της αξίας

6.      της αιτίας

7.      υποκειμενική

8.      αντικειμενική

β) η δοτική μπορεί να είναι αντικειμενική, της αναφοράς

γ) η αιτιατική μπορεί να είναι της αναφοράς

 

-ονομάζονται έτσι επειδή προσδιορίζουν το ρήμα της πρότασης

-συνήθως εκφέρονται με:

Επιρρήματα

Πλάγιες πτώσεις ονομάτων

Κάθε λέξη που ισοδυναμεί με επίρρημα

Πλάγιες πτώσεις ονομάτων μαζί με πρόθεση (= εμπρόθετοι)

-εκφράζουν επιρρηματικές έννοιες, όπως:

1.      Τόπο

2.      Τρόπο

3.      Χρόνο

4.      Ποσό

5.      Αιτία

6.      Σκοπό

7.      Αποτέλεσμα

8.      Αναφορά

 

 

Στοιχεία συντακτικού (1).docx (52697)

Σεμινάριο

                                                                                                                                                                      

                                              

Ακολουθήστε μας

Log in