Ενότητα 8
Ενότητα 8η Ένα μοιραίο λάθος
ΖΗΝ.:Σύ, ὦ Καλλιδημίδη, πῶς ἀπέθανες; |
ΖΗΝ.: Εσύ, Καλλιδημίδη, πώς πέθανες; |
Ἐγώ μέν γάρ παράσιτος ὤν Δεινίου |
Εγώ, πάντως, όντας κοντά στον Δεινία |
ἀπεπνίγην ἐμφαγών πλέον τοῦ ἱκανοῦ. |
έσκασα επειδή έφαγα περισσότερο απ’ όσο έπρεπε. |
ΚΑΛ.:Τό δέ ἐμόν ἐγένετο παράδοξόν τι. |
ΚΑΛ.: Και η δική μου περίπτωση υπήρξε κάπως περίεργη. |
Οἶσθα γάρ καί σύ που Πτοιόδωρον τόν γέροντα; |
Γνωρίζεις και εσύ ίσως τον Πτοιόδωρο το γέροντα; |
ΖΗΝ.:Τόν ἄτεκνον, τόν πλούσιον; |
ΖΗΝ.: Εννοείς τον άτεκνο, τον πλούσιο; |
ΚΑΛ.:Ἐκεῖνον αὐτόν ἀεί ἐθεράπευον |
ΚΑΛ.: Εκείνον ακριβώς τον φρόντιζα συνεχώς, |
ὑπισχνούμενον τεθνήξεσθαι ἐπ’ ἐμοί. |
επειδή υποσχόταν ότι, όταν θα πέθαινε, θα με άφηνε κληρονόμο του. |
Ἐπεί δέ ὁ γέρων ἔζη ὑπέρ τόν Τιθωνόν, |
Επειδή όμως, ο γέρος ζούσε πιο πολύ και από τον Τιθωνό, |
ἐξηῦρον ἐπί τόν κλῆρον ὁδόν τινα ἐπίτομον· |
βρήκα για την κληρονομιά κάποιον πιο σύντομο δρόμο· |
πριάμενος γάρ φάρμακον ἀνέπεισα τόν οἰνοχόον, |
αφού δηλαδή αγόρασα δηλητήριο, έπεισα τον οινοχόο παρά τη θέλησή του, |
ἐπειδάν τάχιστα ὁ Πτοιόδωρος αἰτήσῃ πιεῖν, |
αμέσως μόλις ο Πτοιόδωρος ζητήσει να πιει, |
ἐμβαλόντα αὐτό εἰς κύλικα ἔχειν ἕτοιμον |
αφού το βάλει σε ποτήρι του κρασιού, να το έχει έτοιμο |
καί ἐπιδοῦναι αὐτῷ· |
και να του το δώσει· |
εἰ δέ τοῦτο ποιήσει, |
και, αν το κάνει αυτό, |
ἐπωμοσάμην ἀφήσειν αὐτόν ἐλεύθερον. |
ορκίστηκα ότι θα τον αφήσω ελεύθερο. |
ΖΗΝ.:Τί οὖν ἐγένετο; |
ΖΗΝ.: Τι έγινε λοιπόν; |
Ἔοικας γάρ ἐρεῖν τι πάνυ παράδοξον. |
Γιατί δείχνεις ότι θα πεις κάτι πολύ παράδοξο. |
ΚΑΛ.:Ἐπεί τοίνυν λουσάμενοι ἥκομεν, |
ΚΑΛ.: Αφού λοιπόν μετά το λουτρό μας ήρθαμε (στο σπίτι του), |
ὁ μειρακίσκος ἔχων ἑτοίμους δύο δή κύλικας |
το παλικαράκι, που είχε βέβαια έτοιμα δύο ποτήρια κρασιού, |
οὐκ οἶδα ὅπως ἔδωκεν |
δεν ξέρω πώς, αλλά έδωσε |
ἐμοί μέν τό φάρμακον, |
σε μένα το δηλητήριο, |
Πτοιοδώρῳ δέ τό ἀφάρμακτον· |
και στον Πτοιόδωρο το ποτήρι που δεν περιείχε δηλητήριο· |
εἶτα ὁ μέν ἔπινεν, ἐγώ δέ αὐτίκα μάλα |
έπειτα, εκείνος έπινε, ενώ εγώ αμέσως |
ἐκείμην ἐκτάδην νεκρός |
κειτόμουν ξαπλωμένος νεκρός |
ὑποβολιμαῖος ἀντί ἐκείνου. |
παίρνοντας τη θέση εκείνου. |
Τί γελᾷς τοῦτο, ὦ Ζηνόφαντε; |
Γιατί γελάς με αυτό, Ζηνόφαντε; |
Καί μήν οὐκ ἔδει γε ἐπιγελᾶν ἑταίρῳ ἀνδρί. |
Κι όμως δεν έπρεπε βέβαια να γελάς σε βάρος ενός φίλου σου. |
Παράλληλα κείμενα
Πρώτο παράλληλο κείμενο
Ο Λουκιανός στο έργο του Περὶ παρασίτου πραγματεύεται τον τύπο του παράσιτου, του ανθρώπου δηλαδή που προσκολλάται σε κάποιον πλούσιο, για να εξασφαλίσει το καθημερινό φαγητό του. Σε αυτό το έργο ο παράσιτος Σίμων προσπαθεί να αποδείξει ότι η παρασιτική είναι τέχνη, και μάλιστα ανώτερη από τη ρητορική και τη φιλοσοφία. Στο παρακάτω απόσπασμα εκφράζει την άποψη ότι οι παράσιτοι περιφρονούν τα χρήματα.
Κείμενο Καὶ ὁ μὲν παράσιτος οὕτως ἔχει πρὸς ἀργύριον ὡς οὐκ ἄν τις οὐδὲ πρὸς τὰς ἐν τοῖς αἰγιαλοῖς ψηφῖδας ἀμελῶς ἔχοι, καὶ οὐδὲν αὐτῷ δοκεῖ διαφέρειν τὸ χρυσίον τοῦ πυρός. Λουκιανός, Περὶ παρασίτου, ὅτι τέχνη ἡ παρασιτική 52 |
Μετάφραση Και ο παράσιτος κρατά απέναντι στα χρήματα την ίδια στάση με κάποιον που για τα χαλίκια του γιαλού θα αδιαφορούσε, και σε τίποτε δε διαφέρει γι’ αυτόν το χρυσάφι από τα κάρβουνα.
|
Δεύτερο παράλληλο κείμενο
Στον παρακάτω μύθο ο Αίσωπος περιγράφει τι έπαθε ο λύκος που κακολογούσε την αλεπού στο λιοντάρι.
Κείμενο Λέων γηράσας ἐνόσει κατακεκλιμένος ἐν ἄντρῳ. Παρῆσαν δ' ἐπισκεψόμενα τὸν βασιλέα πλὴν ἀλώπεκος τἄλλα τῶν ζῲων. Ὁ τοίνυν λύκος λαβόμενος εὐκαιρίας κατηγόρει παρὰ τῷ λέοντι τῆς ἀλώπεκος ἅτε δὴ παρ' οὐδὲν τιθεμένης τὸν πάντων αὐτῶν κρατοῦντα καὶ διὰ ταῦτα μηδ' εἰς ἐπίσκεψιν ἀφιγμένης. Ἐν τοσούτῳ δὲ παρῆν καὶ ἡ ἀλώπηξ καὶ τῶν τελευταίων ἠκροάσατο τοῦ λύκου ῥημάτων. Ὁ μὲν οὖν λέων κατ' αὐτῆς ἐβρυχᾶτο. Ἡ δ' ἀπολογίας καιρὸν αἰτήσασα· καὶ τίς, ἔφη, τῶν συνελθόντων τοσοῦτον ὠφέλησέν σε, ὅσον ἐγὼ πανταχόσε περινοστήσασα καὶ θεραπείαν ὑπέρ σου παρ' ἰατρῶν ζητήσασα καὶ μαθοῦσα; Τοῦ δὲ λέοντος εὐθὺς τὴν θεραπείαν εἰπεῖν κελεύσαντος ἐκείνη φησίν· εἰ λύκον ζῶντα ἐκδείρας τὴν αὐτοῦ δορὰν θερμὴν ἀμφιέσῃ. Καὶ τοῦ λύκου κειμένου ἡ ἀλώπηξ γελῶσα εἶπεν· οὕτως οὐ χρὴ τὸν δεσπότην πρὸς δυσμένειαν παρακινεῖν ἀλλὰ πρὸς εὐμένειαν. Ὁ μῦθος δηλοῖ, ὅτι ὁ καθ' ἑτέρου μηχανώμενος καθ' ἑαυτοῦ τὴν πάγην περιτρέπει. Μύθος του Αισώπου
|
Μετάφραση Ένα λιοντάρι, αφού γέρασε, κειτόταν άρρωστο σε σπηλιά. Είχαν πάει να δουν τον βασιλιά τα άλλα ζώα εκτός από την αλεπού. Ο λύκος, λοιπόν, αφού βρήκε την ευκαιρία κατηγορούσε στο λιοντάρι την αλεπού, επειδή τάχα δε δίνει δεκάρα για τον βασιλιά όλων των ζώων και γι’ αυτό δεν τον επισκέφτηκε. Εκείνη τη στιγμή εμφανίζεται η αλεπού και άκουσε τα τελευταία λόγια του λύκου. Το λιοντάρι, λοιπόν, μούγκριζε εναντίον της. Εκείνη, ζήτησε την ευκαιρία ν’ απολογηθεί· και ποιος, είπε, από τους συγκεντρωμένους σε ωφέλησε τόσο, όσο εγώ που πήγα σε όλα τα μέρη και ζήτησα και έμαθα από τους γιατρούς θεραπεία για σένα; Κι όταν το λιοντάρι διέταξε να πει αμέσως τη θεραπεία, εκείνη λέει· αν, αφού γδάρεις ζωντανό λύκο, φορέσεις το δέρμα του. Κι όταν ο λύκος κειτόταν νεκρός, η αλεπού γελώντας είπε: έτσι δεν πρέπει κανείς να προτρέπει τον άρχοντα να είναι δυσμενής αλλά να είναι ευμενής. Ο μύθος διδάσκει, ότι όποιος σχεδιάζει κακά εναντίον του άλλου, πέφτει ο ίδιος στην παγίδα. |