Ιστορία

Οι ψυχολογικές διαστάσεις των εξισλαμισμών

«Οι Εβδομήντα μεταφραστές της Π.Δ μετέφεραν στα ελληνικά με την λέξη ψυχή το εβραϊκό nephesch που είναι ένας πολυσήμαντος όρος. Ψυχή ονομάζεται κάθε τι έμβιο, κάθε ζώο, συνηθέστατα όμως μέσα στην Γραφή πρόκειται για τον άνθρωπο. Δηλώνει τον τρόπο με τον οποίο η ζωή εκδηλώνεται στον άνθρωπο. Δεν αναφέρεται σε ένα μόνο τμήμα της ανθρώπινης ύπαρξης – το πνευματικό, σε αντίθεση προς το υλικό – αλλά σημαίνει τον ολόκληρο άνθρωπο, ως ενιαία ζωντανή υπόσταση. Η ψυχή δε κατοικεί απλώς το σώμα, αλλά εκφράζεται με το σώμα, που κι αυτό, όπως και η σάρκα ή η καρδιά αντιστοιχεί στο εγώ μας, στον τρόπο με τον οποίο πραγματοποιούμε την ζωή. Ψυχή είναι ένας άνθρωπος, είναι κάποιος…. Η ψυχή δεν είναι η αιτία της ζωής, αλλά είναι κυρίως ο φορέας της ζωής»[1]. Ο όρος ψυχή βασίζεται στην πλατωνικά φιλοσοφία και η οποία επηρέασε τους στοχαστές, στους φιλοσόφους (όπως τον Αριστοτέλη), τους θεολόγους και τους σημερινούς ψυχολόγους[2].

            Σύμφωνα με τον Lewis R. Rambo, για την κατανόηση της πολυπλοκότητας και της διαφορετικότητας του φαινομένου της μεταστροφής δεν παίζει σημαντικό ρόλο μόνο η ψυχολογία/ ψυχανάλυση, αλλά και οι ανθρωπιστικές, οι μπιχεβοριστές καθώς επίσης οι κοινωνικο/ολιστικές θεωρίες. Οι ψυχαναλυτές πιστεύουν ότι ο συναισθηματικός παράγοντας οδηγεί στην μεταστροφή, οι μπιχεβοριστές το κοινωνικό περιβάλλον. Για την ανθρωπιστική και διαπροσωπική ψυχολογία, η μεταστροφή επιτρέπει στο άτομο να αυτοεκπληρωθεί, ενώ τέλος η ολιστική άποψη, προσπαθεί να συνδέσει τις άλλες προσεγγίσεις, δηλαδή τα κοινωνικά και γνωστικά στοιχεία που οδηγούν στην μεταστροφή, καθώς επίσης και ορισμένες περιπτώσεις  που η μεταστροφή είναι μια  εκδήλωση της ψυχοπαθολογίας.

            Όπως έχει ήδη αναφερθεί παραπάνω, ο Lewis Rambo μέσα από την μελέτη και την έρευνα για την μεταστροφή οδηγήθηκε σε ένα μοντέλο επτά σταδίων. Κάθε στάδιο του περάσματος είναι και μια φάση ή μια περίοδος στην οποία προκαλούνται πολλές αλληλεπιδράσεις. Τα στάδια αυτά, δεν ακολουθούν πάντα το ένα μετά το άλλο διαδοχικά, διότι κάποια αυτά μπορούν να αλληλεπιδρούν αμοιβαία.

            Το πρώτο στάδιο είναι το πλαίσιο (context)[3] μέσα στο οποίο θα πραγματοποιηθεί η μεταστροφή. Αυτό μπορεί να είναι το κοινωνικό, πολιτιστικό, θρησκευτικό και προσωπικό περιβάλλον. Το πλαίσιο διαχωρίζεται σε μικρο-πλαίσιο, το οποίο έχει άμεση σχέση με την οικογένεια, την θρησκευτική κοινότητα κ.α., και σε μακρο –πλαίσιο, που είναι το πολιτιστικό και κοινωνικό περιβάλλον ενός ευρύτερου περιβάλλοντος. Για παράδειγμα ο Rambo αναφέρει, ότι ο συνδυασμός της εκβιομηχάνισης, της εκτεταμένης μαζικής επικοινωνίας, τα υψηλά ποσοστά κινητικότητας και η συρρίκνωση της επιρροής του Χριστιανισμού, δίνουν στον άνθρωπο ένα τεράστιο εύρος επιλογών. Έτσι του δίνεται η δυνατότητα να διαλέξει μια νέα θρησκεία, μειώνοντας το άγχος, ανακαλύπτοντας νέα νοήματα στη ζωή του και καταφέρνει να αποκτήσει την αίσθηση ότι κάπου ανήκει. Την εποχή που μελετούμε, δηλαδή την περίοδο της οθωμανικής κυριαρχίας, εύκολα μπορεί κανείς να αντιληφθεί ότι δεν χρειάζεται η εκβιομηχάνιση, η μαζική επικοινωνία για την μεταστροφή των ανθρώπων, απλά το κοινωνικό και πολιτιστικό περιβάλλον, όπως επίσης και η πτώση του χριστιανισμού για να οδηγήσουν τους ραγιάδες στην μεταστροφή. Στο πλαίσιο της αλλαγής μπορούν να συμπεριληφθούν όλες οι περιπτώσεις χριστιανών που μεταστράφηκαν στο Ισλάμ , ακόμη και το παιδομάζωμα το οποίο, ουσιαστικά επιβαλλόταν από την κοινωνία και τον πολιτισμό των μουσουλμάνων. Το πλαίσιο μέσα στο οποίο ζει, εργάζεται και συναναστρέφεται το άτομο επηρεάζει τις επιλογές του, άλλοτε θετικά και άλλοτε αρνητικά, με αποτέλεσμα την αναζήτηση άμεσων λύσεων. Οι λύσεις αυτές στην περίπτωση των χριστιανών ήταν η δημόσια ομολογία πίστης στον Αλλάχ, η φυγή σε χριστιανικές χώρες ή υποταγή με τις αρνητικές συνέπειες.

            Επόμενο στάδιο είναι η κρίση (crisis)[4], η οποία δημιουργεί αποπροσανατολισμό στην ζωή των ανθρώπων και μπορεί να είναι θρησκευτική, πολιτική, οικονομική, ψυχολογική κ.α. και προέρχεται από την αδυναμία του ατόμου να ανταποκριθεί στην προσωπική του ζωή. Μέσα από την κρίση προκαλείται ο φόβος, η μοναξιά ή και ο αποπροσανατολισμός με αποτέλεσμα η μεταστροφή να είναι η μοναδική λύση ώστε να αντιμετωπιστεί αυτή η ψυχολογική σύγκρουση που εσωτερικά βιώνει το άτομο. Οι κρίση που βίωναν οι χριστιανοί την περίοδο της οθωμανικής κυριαρχίας, ήταν κυρίως θρησκευτική, καθώς όπως έχει ήδη τονιστεί παραπάνω, πίστευαν ότι εγκαταλείφτηκαν από τον Θεό, κυρίως εξαιτίας του ανήθικου βίου τους, με επακόλουθο, αρκετοί από αυτούς να μεταστρέφονται στο Ισλάμ, πιστεύοντας ότι έτσι θα αποφύγουν την αιώνια τιμωρία των αμαρτιών τους από το Θεό. Σε άλλες περιπτώσεις η οικονομική κρίση που βίωνε η οικογένεια ή και ομάδα ανθρώπων ακόμα και πόλεις, οδηγούσε στην αναγκαστική μεταστροφή τους, αλλά αυτό δεν συνέβαινε πάντα, καθώς αρκετοί ήταν αυτοί που είχαν την ψυχικοί δύναμη να αντέξουν τα πάντα, ακόμα και την έλλειψη τροφής. Δεν ήταν τόσο η ψυχολογική πίεση που τους οδηγούσε στην αλλαγή αυτή, όσο η ανάγκη για επιβίωση ή και ο φόβος ότι θα έχαναν την ιδιοκτησία ή και την εξουσία τους, καθώς καθιστούσε αδύνατη την διατήρηση της ιδιοκτησίας και της εξουσίας τους, εξαιτίας της βίαιης αρπαγής της από τους Τούρκους.

Τέλος άτομα με θρησκευτική επιρροή, όπως οι θρησκευτικοί ηγέτες των μουσουλμάνων, μπορούσαν με την δύναμη που τους δινόταν να παραπλανούν και να αποπροσανατολίζουν τους χριστιανούς που ένιωθαν σαν χαμένοι. Η ψυχολογική πίεση που ασκούσαν, είτε άμεσα είτε έμμεσα, έφερνε τους χριστιανούς στη μεγαλύτερη εσωτερική κρίση που θα μπορούσαν να βιώσουν, καθώς τα διλήμματα που δημιουργούνταν ήταν μεγάλα και οδηγούσαν σε εσωτερικό αδιέξοδο. Στην κατάσταση αυτή μοναδική διέξοδος ήταν για πολλούς η μεταστροφή στο Ισλάμ.

            Σύμφωνα με τα στάδια του Rambo η αναζήτηση (quest)[5] έπεται της κρίσης και μπορεί να δρα στο άτομο παράλληλα με την κρίση. Πιο αναλυτικά, η αναζήτηση είναι η διαδικασία κατά την οποία ο άνθρωπος επιδιώκει να μεγιστοποιήσει το νόημα και τον σκοπό της ζωής του, κάτω βέβαια από δύσκολες καταστάσεις κρίσης. Μια από αυτές είναι και η μεταστροφή με τη βοήθεια ή τον επηρεασμό από θρησκευτικών ηγετών, ουλεμάδων και δερβίσηδων, όπως έχει αναφερθεί και παραπάνω. Αξίζει να προστεθεί ότι το στάδιο της αναζήτησης εκτείνετε και στα στάδια της συνάντησης (encounter)  και της αλληλεπίδρασης (interaction) καθώς η αναζήτηση είναι διαρκείς. Η ψυχολογική πίεση και εσωτερική κρίση των χριστιανών, κυρίως στα άτομα που δέχτηκαν την μεταστροφή με βίαιο τρόπο, τα οδηγούσε αναγκαστικά, κατά μια έννοια, στην αναζήτηση του νέου τρόπου ζωής. Θα μπορούσε όμως να πει κανείς ότι και τα άτομα που με την θέληση τους άλλαξαν θρησκεία βρίσκονταν σε μια συνεχή αναζήτηση, όχι μόνο της θρησκείας, αλλά και του πολιτισμού των μουσουλμάνων[6] όπως επίσης και την προσπάθεια ένταξης σε νέα κοινωνία. Ιδίως όταν η χριστιανική κοινωνία απέρριπτε τα μέλη της που μεταστράφηκαν. Οι χριστιανοί όμως που από συμφέρον και μόνο μεταστράφηκαν, δεν ήταν με το μέρος των ηττημένων ή των υποδούλων. Τους έδινε ευχαρίστηση η δύναμη που αποκτούσαν και έτσι επέβαλαν την εξουσία τους και αποκτούσαν νέες σχέσεις με τον ανώτερο μουσουλμανικό κόσμο[7].

            Παράλληλα με την αναζήτηση, όπως προηγουμένως αναφέρθηκε, οι μεταστραφέντες και στην περίπτωση μας οι χριστιανοί μεταστραφέντες, έρχονταν σε συνάντηση (encounter)[8] με την νέα τους θρησκεία, δηλαδή τους θρησκευτικούς ηγέτες. Η επαφή αυτή μπορεί να γινόταν με βίαιο και επιθετικό τρόπο στην ψυχή των ατόμων ή μέσα από την παραπλάνηση[9]. Συνήθως, τα άτομα που μπορούσαν πιο εύκολα να μεταστραφούν ήταν οι γυναίκες[10]. Αυτό συνέβαινε εξαιτίας του συναισθηματικού και ευμετάβλητου χαρακτήρα τους. Αντίθετα στους άντρες επικρατούσε περισσότερο η πνευματική αμφιβολία. Με βάση τις απόψεις των περισσότερων κοινωνιολόγων, η μεταστροφή βασίζεται σε κάποια γνωρίσματα: αυτά είναι η ιδεολογία, η ηλικία, το φύλο, η εκπαίδευση και άλλα παρόμοια χαρακτηριστικά και τα οποία μπορούν εύκολα να χαλιναγωγηθούν από έναν χαρισματικό θρησκευτικό ηγέτη, η ικανότητα του οποίου μπορεί οδηγήσει και σε δυσάρεστα αποτελέσματα, όπως ο προσηλυτισμός μοναχών και ιερέων, δημιουργώντας σύγχυση στην χριστιανική κοινωνία.

            Έχοντας περάσει και το στάδιο της επαφής με τον θρησκευτικό ηγέτη, οι χριστιανοί δέχονταν την επίδραση (interaction)[11] της νέας θρησκείας. Αυτό επιτυγχανόταν μέσα από την διδασκαλεία του Ισλάμ, του νέου τρόπου ζωής που θα έπρεπε να υιοθετήσουν,  αλλάζοντας τις πεποιθήσεις τους, τις τελετές τους  ή να ενσωματωθούν, εφόσον τους επιτρεπόταν, και τους δυο κόσμους. Στις γυναίκες των μικτών γάμων παρατηρείται το φαινόμενο να ζουν ανάμεσα σε δυο κόσμους, αυτόν του χριστιανισμού και αυτόν του μουσουλμανισμού, καθώς έπρεπε να μεγαλώσουν τα παιδιά τους και ιδίως τα αγόρια σύμφωνα με τα πρότυπα του άνδρα. Τα αρνητικά συναισθήματα που δημιουργούνταν, καθώς και η πίεση και ο φόβος να τα μεγαλώσουν με αυτόν τον τρόπο, ώστε να είναι αποδεκτά από την κοινωνία των μουσουλμάνων, δεν θα μπορούσαν εύκολα να περιγραφούν, διότι ο εσωτερικός πόνος δεν εξωτερικευόταν σχεδόν ποτέ, καθώς οι πιθανότητες να τιμωρηθεί ήταν μεγάλες.   Ενώ τέλος επιδράσεις και αλλαγές στην συμπεριφορά επιβάλλονταν σε όλες τις περιπτώσεις εξισλαμισμών. Έμπαιναν στην διαδικασία να αλλαξοπιστήσουν κυρίως από την εσωτερική ανάγκη να μεταβάλουν την εξαθλιωμένη ζωής τους, επηρεάζοντας θετικά την οικονομική και κοινωνική ζωή, αλλά επιδρώντας αρνητικά στην υπόλοιπη χριστιανική κοινότητα, η οποία δεχόταν πλήγμα στους κόλπους της χάνοντας τα μέλη της. Το μεγαλύτερο πλήγμα το δεχόταν από το παιδομάζωμα, καθώς έχανε το πιο ενεργό κομμάτι της. Απαρνούνταν την οικογένεια τους, τη θρησκεία, την πατρίδα και συμπεριφέρονταν κατόπιν με μίσος απέναντι τους. Αυτό οφειλόταν στο γεγονός ότι ο χαρακτήρας των παιδιών ήταν ιδιαίτερα ευμετάβλητος και εύπλαστος, ώστε με την κατάλληλη χαλιναγώγηση και τις επιδράσεις που δέχονταν από το καινούργιο πλέον περιβάλλον τους, τα παιδία να μετατρέπονται σε φανατικούς μουσουλμάνους.

            Το έκτος στάδιο, με βάση την ερευνά του Rambo, είναι η δέσμευση (commitment)[12], στην οποία απαιτείται, τις περισσότερες φορές, δημόσια επίδειξη της αλλαγής. Η μεταστροφή των χριστιανών στο Ισλάμ προϋποθέτει, ομολογία πίστης σε ένα θεό και στον Προφήτη του, Μωάμεθ, προσευχή πέντε φορές την ημέρα, νηστεία, περιτομή στους άνδρες, μουσουλμανική περιβολή και δημόσια περιφορά του νεοεισερχόμενου στον ισλαμισμό. Αυτή η δημόσια ομολογία πίστης δεν είχε το ίδιο αντίκτυπο σε όλους τους μεταστραφέντες. Αν, για παράδειγμα, κάποιος χριστιανός μεταστρεφόταν για να έχει φορολογικές απαλλαγές το πιο πιθανόν θα ήταν να αισθανόταν κάποια ανακούφισή, αλλά ταυτόχρονα και ενοχές. Από την άλλη όμως τα άτομα που μεταστράφηκαν με την χρήση βίας ή οι οικογένειες που δεν ήθελαν να χάσουν τα αγόρια τους, ένιωθαν έναν αβάστακτο πόνο και θλίψη. Στα άτομα αυτά είναι μεγαλύτερη η αμφιταλάντευση ανάμεσα στους δυο κόσμους δημιουργώντας εσωτερική σύγχυση και οδύνη. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι οι ομάδες που βιαίως εξισλαμίστηκαν, εισέρχονταν βαθμιαία στην νέα θρησκεία ενώ εκείνοι που είχαν πίστη στην ανωτερότητα του Ισλάμ, λόγω αδιαφορίας απέναντι στην χριστιανική πίστη, τα εθνικά ιδεώδη κ.λ.π. δέχονταν την αλλαγή με μεγαλύτερη ευκολία[13].  

            Τελευταίο στάδιο της μεταστροφής είναι οι συνέπειες (consequences)[14]. Η αλλαγή που επιφέρει η μεταστροφή στον άνθρωπο δεν επηρεάζει μόνο τον ίδιο, αλλά την κοινωνία στην οποία ζει, δημιουργώντας ταυτόχρονα θετικές και αρνητικές αντιδράσεις, οι οποίες είτε θα διευκολύνουν είτε θα παρεμποδίσουν την διαδικασία της αλλαγής. Η μεταστροφή των χριστιανών στον μουσουλμανισμό, είχε ως αρνητική συνέπεια να απομακρύνονται πλέον από την παλιά τους κοινωνία, καθώς η ίδια τους έδιωχνε και τους αποκαλούσε μουρτάτες, δηλαδή αρνητές της πίστης τους και της πατρίδας τους. Από την άλλη πλευρά θετικό επακόλουθο, ήταν τα προνόμια που αποκτούσαν και ότι ήταν πια με το μέρος των ισχυρών. Τα συναισθήματα που δημιουργούνταν ήταν η αποξένωση από την χριστιανική κοινότητα, οι τύψεις για τις αποφάσεις τους και η έχθρα από τους χριστιανούς. Παρόλα αυτά όμως,  για μεγάλο χρονικό διάστημα ο εξισλαμισμένος είχε συνείδηση της καταγωγής του, με την πάροδο όμως του χρόνου ενσωματώνονταν στην μουσουλμανική κοινωνία ξεχνώντας όχι μόνο την πίστη του, αλλά και την καταγωγή του, δηλαδή εκτουρκιζόνταν. Υπήρχαν ωστόσο και περιπτώσεις, όπου οι χριστιανοί εκτουρκίζονταν μόνο φαινομενικά, ενώ στην πραγματικότητα παρέμεναν χριστιανοί. Στο θέμα αυτό θα αναφερθούμε πιο διεξοδικά παρακάτω.

            Το μοντέλο του Gillespie παρουσιάζει ομοιότητες με αυτό του Rambo και εστιάζει στο κοινωνικό, ψυχολογικό, βιωματικό και συναισθηματικό περιβάλλον μέσα στο οποίο πραγματοποιείται η μεταστροφή. Διότι η μεταστροφή πραγματοποιείται εντός ενός πλαισίου, στο οποίο σημαντικό ρόλο παίζει η εξέλιξη της προσωπικής ταυτότητας. Γι’ αυτό λοιπόν το λόγο πολλοί ψυχολόγοι εστιάζουν τις έρευνες τους, στην ανάπτυξη της ταυτότητας του ατόμου. Ένας από αυτούς, ήταν και ο Erik H. Erikson. Σύμφωνα με τον Erikson  η ταυτότητα διαμορφώνεται στην εφηβεία και η οποία μπορεί να αλλάξει στην ενήλικη ζωή. Καθοριστικός παράγοντας για την διαμόρφωση της παίζει το κοινωνικό πλαίσιο και όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Lewis Rambo «οι δυνάμεις του μικρό και μακρό – επίπεδου διαπλάθουν ένα άτομο στο ταξίδι της μεταστροφής»[15]. Για τον Erikson ο εαυτός μας, δηλαδή η ταυτότητα του Εγώ αλλάζει συνεχώς από τις αλληλεπιδράσεις μας με τους άλλους, ενώ περνάει μέσα από στάδια και στα οποία ο εαυτός μας βιώνει μια σύγκρουση που αποτελεί κρίσιμη καμπή για την ανάπτυξη του ανθρώπου (ψυχολογική κρίση). Παρακάτω παρατίθενται τα στάδια της ψυχοκοινωνικής ανάπτυξης του Erikson[16].

Τα στάδια της ψυχοκοινωνικής ανάπτυξης του Erikson.

 

Ηλικία(+-)

Ψυχοκοινωνική κρίση

Erikson: σημαντικά γεγονότα και κοινωνικές επιδράσεις

   Φροϊδικό     στάδιο

Γέννηση ως 1 έτους

Θεμελιώδης εμπιστοσύνη κατά δυσπιστίας

Το βρέφος μαθαίνει ότι οι άλλοι φροντίζουν για τις βασικές ανάγκες του. Αν αυτοί που το φροντίζουν αρνούνται ή είναι ασυνεπείς στη φροντίδα του, το βρέφος θα δει τον κόσμο ως ένα επικίνδυνο μέρος γεμάτο αναξιόπιστους ανθρώπους. Η μητέρα ή η πρώτη τροφός είναι ο κοινωνικός παράγοντας κλειδί.

  Στοματικό

1 ως 3 ετών

Αυτονομία κατά ντροπής και αμφισβήτησης

Το παιδί μαθαίνει να είναι «αυτόνομο» -να τρέφεται και να ντύνεται μόνο του, να προσέχει την υγιεινή του κ.λπ. Αποτυχία στην προσπάθεια να επιτευχθεί η ανεξαρτησία εξαναγκάζει το παιδί να αμφιβάλλει για τις δυνατότητές του και να αισθάνεται ντροπή. Οι κοινωνικοί παράγοντες κλειδί είναι οι γονείς.

   Πρωκτικό

ως 6 ετών

Πρωτοβουλία κατά ενοχής

Το παιδί προσπαθεί να ενεργεί σαν μεγάλος και προσπαθεί να δεχτεί ευθύνες που ξεπερνούν κατά πολύ την ικανότητά του να τις χειριστεί. Μερικές φορές αναλαμβάνει στόχους ή δραστηριότητες που συγκρούονται με αυτές των γονιών του και των άλλων μελών της οικογένειας και αυτές οι συγκρούσεις μπορεί να το κάνουν να αισθάνεται ένοχα. Το ξεπέρασμα αυτής της κρίσης απαιτεί μια ισορροπία: από τη μια το παιδί να διατηρεί μια αίσθηση πρωτοβουλίας και από την άλλη να μαθαίνει να προσκρούει στα δικαιώματα, προνόμια ή τους στόχους των άλλων. Η οικογένεια είναι ο κοινωνικός παράγοντας κλειδί.

    Φαλλικό

ως 12 ετών

Εργατικότητα κατά αισθήματος κατωτερότητας

Το παιδί αποκτάει σημαντικές κοινωνικές και ακαδημαϊκές δεξιότητες. Συγκρίνει τον εαυτό του με τους ομοίους του. Αν είναι αρκετά εργατικό, αποκτάει τις αναγκαίες κοινωνικές και ακαδημαϊκές δεξιότητες που το κάνουν να νιώθει σιγουριά για τον εαυτό του. Αποτυχία στην απόκτηση αυτών των ιδιοτήτων το οδηγεί σε συναισθήματα κατωτερότητας. Σημαντικοί κοινωνικοί παράγοντες είναι οι δάσκαλοι και οι συνομήλικοι του.

     Λανθάνον

       

ως 20 ετών

Ταυτότητα κατά σύγχυσης ρόλων

Ο έφηβος βρίσκεται στο σταυροδρόμι μεταξύ παιδικής ηλικίας και ωριμότητας. Παλεύει με το ερώτημα «ποιος είμαι;». Σκοπός του είναι να αποκτήσει την κοινωνική και επαγγελματική του ταυτότητα, ειδάλλως θα παραμείνει μπερδεμένος σχετικά με τους ρόλους που πρέπει να παίξει ως ενήλικας. Κοινωνικός παράγοντας κλειδί στην εφηβεία είναι η παρέα των συνομηλίκων.

Πρώιμο Γενετήσιο

ως 40 ετών (νεότητα)

Οικειότητα κατά απομόνωσης

Πρωταρχικό καθήκον του νέου ανθρώπου είναι η δημιουργία ισχυρών φιλικών δεσμών και η βίωση συναισθημάτων αγάπης και συντροφικότητας (ή μοιρασμένης ταυτότητας) με έναν άλλο άνθρωπο. Αισθήματα μοναξιάς και απομόνωσης είναι πιθανόν να προκύψουν από την αδυναμία του να δημιουργήσει φιλίες ή μια στενή σχέση. Κοινωνικοί παράγοντες κλειδιά: οι εραστές, οι σύζυγοι, οι στενοί φίλοι (και των δύο φύλων).

Γενετήσιο

ως 65 ετών (μέση ηλικία)

Παραγωγικότητα κατά απραξίας

Ο ενήλικας αντιμετωπίζει τα καθήκοντά του να γίνει παραγωγικός στη δουλειά του και να θρέψει την οικογένειά του ή/και να φροντίσει τις ανάγκες των νέων ανθρώπων. Το επίπεδο «παραγωγικότητας» καθορίζεται από την καλλιέργεια κάθε ατόμου. Αυτός που είναι ανίκανος ή απρόθυμος να αναλάβει τις ευθύνες του θα γίνει στάσιμος και/ή ατομο-κεντρικός. Σημαντικοί κοινωνικοί παράγοντες είναι ο/η σύζυγος, τα παιδιά και τα κοινωνικά πρότυπα.

Γενετήσιο

Ωριμότητα

Ολοκλήρωση του εγώ κατά απελπισίας

Ο γηραιότερος ενήλικας αναπολεί τη ζωή του, βλέποντάς την είτε ως σημαντική, παραγωγική και ευτυχή εμπειρία, είτε ως μεγάλη απογοήτευση γεμάτη ανεκπλήρωτες υποσχέσεις και απραγματοποίητους στόχους. Οι εμπειρίες της ζωής του, ιδιαίτερα οι κοινωνικές εμπειρίες του, θα καθορίσουν την έκβαση της τελευταίας κρίσης της ζωής.

Γενετήσιο

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Με βάση τον παραπάνω πίνακα, θα μπορούσαμε να σταθούμε στις ηλικίες  6 έως 12 και 12 έως 20[17], ηλικίες στις οποίες οι μουσουλμάνοι διενεργούσαν το παιδομάζωμα. Γνωρίζοντας τον εύπλαστο χαρακτήρα των παιδιών οι μουσουλμάνοι μπορούσαν μέσα από πλύση εγκεφάλου να δημιουργήσουν τους τέλειους στρατιώτες και υπάκουους υπηρέτες. Επιπροσθέτως η κοινή συμβίωση των αγοριών στις φυλακές επηρέαζε τον τρόπο σκέψεις καθώς μερικά αγόρια έχοντας αποδεχτεί την κατάσταση τους δεν αντιστέκονταν, δεν προσπαθούσαν να ξεφύγουν και έτσι σιγά σιγά επιδρούσαν στην ψυχολογία των άλλον αγοριών, με επακόλουθο, αργότερα, την πλήρη μεταστροφή τους. Θα πρέπει όμως να σημειωθεί ότι τα περισσότερα νεαρά αγόρια, έχοντας βίαια αρπαχθεί από τις οικογένειες τους, προσπαθούσαν να σωθούν από τις πιέσεις των μουσουλμάνων. Ένας τρόπος ήταν η απόδραση, εύκολα όμως συλλαμβάνονταν και τιμωρούνταν, άλλος τρόπος ήταν η κρυφή διατήρηση της πίστης· γίνονταν δηλαδή Κρυπτοχριστιανοί. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα γενιτσάρων να καταφεύγουν στην Δύση και να επανέρχονται στον Χριστιανισμό[18]. Η περίοδος της εφηβείας, είναι περίοδος αντίδρασης, αντίστασης και άρνησης. Έχοντας γαλουχηθεί από τις οικογένειες τους να ζήσουν σύμφωνα με τον ορθόδοξη χριστιανική πίστη, τα ήθη και τα έθιμα του ελληνικού πολιτισμού  αντιστέκονταν στην ψυχολογική πίεση  των μουσουλμάνων, αλλά η πνευματική και σωματική βίαια τις περισσότερες φορές υπερίσχυε, καθώς κυριεύονταν από φόβο και  απελπισία[19].

Η μισαλλοδοξία των μουσουλμάνων και ο θρησκευτικός φανατισμός τους[20] οδηγούσε τους χριστιανούς στη μεταστροφή, κυρίως από την ανάγκη της επιβίωσης. Παρόλα αυτά όμως καθοριστικός ήταν και το αίσθημα της εγκατάλειψης από την Εκκλησία και γενικότερα από το Θεό, διότι συνεχώς κρίνονταν από τους Μεγάλους Θεολόγους για την έλλειψη πίστης, την ανήθικο βίο και τη μεγάλη ανοχή που έδειχναν στις βιαιότητες των μουσουλμάνων. Πολλοί ακόμη λόγοι οδηγούσαν στην μεταστροφή, με βασικότερο λόγο την ψυχολογική εξαθλίωση και το αίσθημα κατωτερότητας που ένιωθαν. Εξαιρέσεις των μεταστροφών, ήταν οι Κρυπτοχριστιανοί και οι Νεομάρτυρες, οι οποίοι με την θυσία τους έσωζαν την ψυχή τους, αλλά και αποτελούσαν παράδειγμα για τους ταπεινωμένους χριστιανούς, ώστε να διατηρήσουν την ορθόδοξη πίστη τους και να πάρουν κουράγιο για να συνεχίσουν τον αγώνα τους. Με βάσει τα παραπάνω θα μπορούσαμε να εξάγουμε το συμπέρασμα ότι «η θρησκεία είναι το όπιο του ανθρώπου…… είναι ο στεναγμός του καταπιεζόμενου πλάσματος, η καρδιά ενός άκαρδου κόσμου….. το βάλσαμο όχι μόνο απέναντι στην κοινωνική δυστυχία και αλλοτρίωση, αλλά και απέναντι στα ανεξήγητα υπαρξιακά του προβλήματα»[21].  

           

             

           

           

             

 

 

 

 

           

           

 

 

 

 

 

 

 

 

 


[1]  Χρήστος Γιανναράς, Αλφαβητάρι της Πίστης, εκδόσεις Δόμος, 2006, σ. 88.

[2]  Ο όρος ψυχολογία προέρχεται από τις λέξεις ψυχή και λόγος. Η ψυχολογία είναι ένα σύστημα μελέτης , σκέψης και έρευνα για τις ψυχικές λειτουργίες του ανθρώπου. Έχει ως στόχο να κατανοήσει την ανθρώπινη συμπεριφορά μέσα από το κοινωνικό γίγνεσθαι και τις γενεσιουργές αιτίες της.

[3] Lewis R. Rambo, ό.π., σ. 163 – 165.

[4] Lewis R. Rambo, ό.π., σ. 165 - 166.

[5] Lewis R. Rambo, ό.π., σ. 167 – 169.

[6]  Σύμφωνα με την κοινωνική ανθρωπολογία η μεταστροφή είναι μια συνεχής «πολιτιστική διαδρομή». The Anthropology of Religious Conversion, Andrew BuckserStephen D. Glazier, Rowman & Littlefield, 2003, pp. 1 – 3.

[7] Σύμφωνα με τον Seymour Epstein, η αναζήτηση της ευχαρίστησης, της αποφυγής του εσωτερικού πόνου, η ενίσχυση της αυτοεκτίμησης και η  δημιουργία και διατήρηση σχέσεων, είναι τα κίνητρα που οδηγούν στην μεταστροφή. Lewis R. Rambo, ό.π., σ. 167 – 168.

[8] Lewis R. Rambo, ό.π., σ. 169 – 171.

[9]  Η ομαλή επαφή πραγματοποιείται, όταν οι θρησκευτικοί ηγέτες των μουσουλμάνων παρουσίαζαν γεγονότα από το Κοράνι ωραιοποιημένα χρησιμοποιώντας όμως της προσωπική σκοπιά τους.

[10] Οι εξισλαμισμοί γυναικών- συζύγων οδηγούσε στην διάλυση του γάμου, εφόσον ο σύζυγός αρνιόταν να μεταστραφεί. Πεπονάκης Γ. Μανόλης, ό.π., σ. 54 – 57.

[11] Lewis R. Rambo, ό.π., σ. 171 – 173.

[12] Lewis R. Rambo, ό.π., σ. 173-175.

[13] Βασιλική Δ. Παπούλια, ό.π., σ. 123 – 134.

[14] Lewis R. Rambo, ό.π., σ. 175 – 177.

[15] Lewis Rambo, Conversion: Toward a holistic model of religious change, άρθρο στο περιοδικό Pastoral Psychology, Vol. 38(1), Fall 1989, Human Science Press, σ. 52.

[16] Πηγή από http://oiko.wordpress.com

[17] Η εφηβεία σύμφωνα με τον Erikson και Gillespie είναι μια κρίσιμη περίοδος σε όσους βιώσουν την μεταστροφή, ενώ ο Starbuck, στην έρευνα του, αναγνώρισε την εφηβεία την πιο ενδιαφέρουσα περίοδο από σκοπιά θρησκευτικής ανάπτυξης καθώς αναζητούν την ταυτότητα τους. Alex Czerwonka, Believing Like Never Before: Identity and Christian Conversion in a Fragmented World, A research project submitted in partial fulfillment of the requirements for the degree of Master of Ministry at the University of Otago, Dunedin, New Zealand. Supervisor: Rev Dr Kevin Ward, 30 October 2009, pp. 15.

[18] Νικολάου Β. Γεώργιος, ό.π., σ. 111 – 113.

[19] Βασιλική Δ. Παπούλια, ό.π., σ. 135 - 142.

[20] Χρυσοστόμου Παπαδόπουλου, Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος, Οι Νεομάρτυρες, εκδόσεις Φοίνιξ, Αθήνα, 1934.

[21]Το παραπάνω απόφθεγμα ανήκει στην θεωρία του Karl Marx και θα μπορούσαμε να πούμε ότι εμπεριέχει μια δόση ειρωνείας, καθώς ο Marx ήταν άθεος και θεωρούσε την θρησκεία ως μέσο παραπλάνησης του λαού και αποπροσανατολισμού από την εκάστοτε εξουσία.  Alex Czerwonka, ό.π. pp. 32 – 33.




Σεμινάριο

                                                                                                                                                                      

                                              

Ακολουθήστε μας

Log in