Διαγώνισμα Δ κεφάλαιο
Α.1. Να δώσετε το περιεχόμενο των όρων:
· Συλλογική ασφάλεια
· Αβασίλευτη δημοκρατία
6 μ.
Α.2. Να αντιστοιχίσετε τις δύο στήλες:
α. Σύμφωνο Μπρίαν-Κέλογκ β. Οικοδόμηση σοσιαλισμού σε μια χώρα υπό τον Στάλιν γ. Νέο Σύνταγμα της Ελλάδας δ. Αυτοαναγόρευση Χίτλερ ως πρόεδρος του Ράιχ ε. Στο θρόνο της Ελλάδας ο Γεώργιος Β΄. στ. Δικτατορικό καθεστώς στην Ελλάδα υπό τον Ι. Μεταξά |
1. 1924 2. 1936 3. 1928 4. 1934 5. 1935 6. 1927 |
12 μ.
Α.3. Ποια τα οικονομικά προβλήματα που ανέκυψαν για τα κράτη-μέλη της Ευρώπης την πρώτη μεταπολεμική δεκαετία;
15 μ.
Α.3. Με ποιο τρόπο η πολιτική αστάθεια στην Ελλάδα το 1936 συνέβαλε στην επιβολή και σταθεροποίηση της δικτατορίας;
17 μ.
Β.1. Χρησιμοποιώντας σχετικά χωρία του πιο κάτω κειμένου και αξιοποιώντας τις ιστορικές σας γνώσεις να εξηγήσετε πώς η «μεγάλη κρίση» του 1929-1932 μεταμορφώθηκε από οικονομική σε ιδεολογική. [Εξετάσεις 2006]
25 μ.
Στην Ευρώπη, που δεν είχε προλάβει να συνέλθει από την καταστροφή του Μεγάλου Πολέμου, η Κρίση είχε τεράστιο πολιτικό αντίκτυπο. Η εμπιστοσύνη προς τους υφιστάμενους οικονομικούς και πολιτικούς θεσμούς, στην οικονομία της αγοράς και τις αρχές της φιλελεύθερης δημοκρατίας κλονίστηκε –σε ορισμένες χώρες ανεπανόρθωτα. Οι κλασικές φιλελεύθερες συνταγές φάνηκαν απρόσφορες απέναντι στα προβλήματα της αυξανόμενης ανεργίας και της ύφεσης (…) Ταυτόχρονα, με εξαίρεση τις Ηνωμένες Πολιτείες και τις δημοκρατίες της Δύσης, που παρά τη λήψη ορισμένων έκτακτων μέτρων διαφύλαξαν το δημοκρατικό χαρακτήρα του πολιτεύματός τους, η Μεγάλη Κρίση διευκόλυνε την άνοδο αντικοινοβουλευτικών κι εθνικιστικών κινημάτων και την επιβολή δικτατορικών «λύσεων». Οι επιπτώσεις στη διεθνή και την ευρωπαϊκή κοινωνία των κρατών, που έβγαινε κατακερματισμένη από την Κρίση, θα ήταν καταλυτικές.
Ιω. Στεφανίδη, Ο τελευταίος ευρωπαϊκός αιώνας:
διπλωματία και πολιτική των Δυνάμεων (1871-1945), Αθήνα, 1997, σ. 123
Β.2. Αντλώντας στοιχεία από το παρακάτω κείμενο και τις ιστορικές σας γνώσεις να αναφερθείτε στους λόγους σύναψης και στη σημασία του Βαλκανικού Συμφώνου, για την Ελλάδα.
25 μ
Σταθμός στην ιστορία των κρατών της περιοχής
Το Τετραμερές Βαλκανικό Σύμφωνο, της 9ης Φεβρουαρίου 1934 (Ελλάδα, Γιουγκοσλαβία, Τουρκία, Ρουμανία), καρπός πρωτοβουλίας του Ρουμάνου υπουργού Εξωτερικών Νικολάε Τιτουλέσκο, εξέφραζε πρωτίστως την επιθυμία των συμβαλλομένων Δυνάμεων για ενδυνάμωση και ενίσχυση της ασφάλειάς τους, ενόψει των δυσοίωνων μηνυμάτων, που έρχονταν από την Ευρώπη μετά την άνοδο του Χίτλερ στην πολιτική σκηνή της Γερμανίας (Ιανουάριος 1933) και της μαξιμαλιστικής πολιτικής του Μουσολίνι, ο οποίος προσπαθούσε να ποδηγετήσει τον λαό του με το όραμα της αναβίωσης της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.
Στο Σύμφωνο δεν συμμετείχαν η Βουλγαρία και η Αλβανία. Βάσει, όμως, του τρίτου άρθρου του, παρέμενε εμμέσως ανοιχτό στην προσχώρησή τους. Λόγοι, που ανάγονταν στη σφαίρα της εσωτερικής και, κυρίως, της εξωτερικής πολιτικής είχαν υπαγορεύσει στην αναθεωρητική Βουλγαρία την αρνητική της θέση. Η εξάρτησή της από την Ιταλία, η οποία, μαζί με τη Γερμανία, ασκούσαν άμεση επιρροή, οικονομική και πολιτική, στον γενικότερο βαλκανικό χώρο, αλλά και η μετατροπή της Αλβανίας σε ιταλικό προτεκτοράτο μετά τη δεύτερη Συμφωνία των Τιράνων (1927), είχαν παρεμποδίσει την καθολική συμμετοχή των χωρών της Χερσονήσου του Αίμου στο αποκληθέν και Σύμφωνο «αυτοκτονίας».
Το Σύμφωνο της Βαλκανικής Συνεννόησης έχει αποτελέσει σταθμό στην ιστορία των κρατών της Χερσονήσου. Δεν έγινε, όμως, ευμενώς αποδεκτό από τους αρχηγούς των κομμάτων, που εκπροσωπούσαν τον ελληνικό λαό. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος, ο κύριος εκφραστής της αντιπολιτευτικής παράταξης, αντέδρασε σθεναρώς. Θιασώτης των διμερών συμφώνων, υποστήριξε πως δεν εξυπηρετούσε τους σκοπούς τους επιδιωκόμενους από τις Βαλκανικές Διασκέψεις. Το χαρακτήρισε «στρατιωτική[…] συμμαχία[…]», διασφαλίζουσα πρωτίστως τη Γιουγκοσλαβία και τη Ρουμανία, δεσμευόμενες ήδη από διμερή συνθήκη Αμυντικής Συμμαχίας. Η συγκεκριμένη Συνθήκη αποτελούσε ένα από τα διεθνή κείμενα, επί των οποίων είχε θεμελιωθεί το οικοδόμημα της Μικρής Αντάντ, όπου συμμετείχε και η Τσεχοσλοβακία και στόχευε στην προστασία των συμβαλλομένων μερών από τον ουγγρικό αναθεωρητισμό. Ελλάδα δε και Τουρκία συνδέονταν, εκτός των Συμφώνων του 1930, και με το Εγγυητικό Σύμφωνο, της 14ης Σεπτεμβρίου 1933.
Αμεση απαίτησή του ήταν η σύγκληση σύσκεψης των πολιτικών αρχηγών, ώστε να συζητηθούν διεξοδικώς όλες οι παράμετροι της κυβερνητικής πρωτοβουλίας επί της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, η οποία είχε οδηγήσει στη σύναψη του Συμφώνου και στην ανάληψη έκτακτων στρατιωτικών υποχρεώσεων εκ μέρους της χώρας.
Η σύσκεψη πραγματοποιήθηκε «κεκλεισμένων των θυρών», στις 28 Φεβρουαρίου, και αποφασίστηκε, κατά τη διάρκεια της κυρωτικής διαδικασίας του Συμφώνου από τα νομοθετικά σώματα και ιδίως από τη Γερουσία, όπου ο Βενιζέλος διέθετε την πλειοψηφία, η κυβέρνηση να προβεί σε διευκρινίσεις. Ετσι, όταν το Σύμφωνο συζητήθηκε στην Εθνοσυνέλευση, ο υπουργός Εξωτερικών Δημήτριος Μάξιμος εξήγησε ότι το άρθρο 1 αφορούσε στην εγγύηση των ενδοβαλκανικών συνόρων των συμβαλλομένων σ’ αυτό μερών. Ωστόσο, απαντώντας αργότερα σε ερωτήσεις δημοσιογράφων σχετικές με το εάν η ερμηνευτική δήλωση της κυβέρνησης ανέτρεπε το άρθρο 3 του Μυστικού Πρωτοκόλλου, προσηρτημένου στο Βαλκανικό Σύμφωνο, απάντησε πως: «το τοιούτο δεν είναι ακριβές. […] Η κυβέρνησις, άλλωστε, δεν θα προέβαινεν εις την δήλωσιν, εάν δι’ αυτής επρόκειτο ν’ ανατραπούν διατάξεις του συμφώνου».
Αρετης Tουντα-Φεργαδη, Αναπληρώτρια καθηγήτρια Διπλωματικής Ιστορίας
και διευθύντρια του τομέα Διεθνών Σχέσεων στο Τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών του Πάντειου Πανεπιστημίου.