Ιστορία

Ο θεσμός των κλεφτών και των αρματολών την περίοδο της τουρκοκρατίας

Το τέλος της Βυζαντινή Αυτοκρατορίας, μετά την πτώση της Κωνσταντινούπολης, το 1453, και η σταδιακή υποδούλωση, του ελληνικού στοιχείου από τους Οθωμανούς, οδήγησε στη διαμόρφωση και μετέπειτα στην εξέλιξη διαφόρων ενόπλων σωμάτων. Τα σώματα αυτά ήταν γνωστά με την ονομασία κλέφτες, των οποίων η δράση έπαιξε καθοριστικό ρόλο για το σχηματισμό των αρματολών, ένοπλων και έμμισθων σωμάτων, με σκοπό την καταστολή των δραστηριοτήτων των πρώτων. Κατά τη διάρκεια της ενετικής κυριαρχίας στον ελληνικό χώρο οι κλεφταρματολοί αποκαλούνταν από τους ίδιους, στρατιώτες (stradioti). Πιθανόν να θύμιζαν τους ιππότες των μεσαιωνικών χρόνων, όχι τόσο ως προς το βαρύ εξοπλισμό, αλλά κυρίως ως προς την μαχητικότητα, το θάρρος και την ψυχική αντοχή που επιδείκνυαν απέναντι στον εχθρό[1].

            Στην δημιουργία των σωμάτων αυτών σημαντικό ρόλο έπαιξε και η επεκτατική πολιτική των Βενετών, τον 15ο – 16ο αιώνα, στην Πελοπόννησο, στα νησιά του Ιονίου, στην Κρήτη και στην Κύπρο.  Πιο συγκεκριμένα, κατά τη διάρκεια των πολέμων τους με την Οθωμανική αυτοκρατορία και αργότερα  με την εγκαθίδρυση της εξουσίας τους στα μέρη αυτά, χρησιμοποίησαν τα ένοπλα σώματα των κλεφτών – στρατιωτών[2], όχι μόνο για την ενίσχυση των στρατευμάτων τους με άνδρες που γνώριζαν το έδαφος, στο οποίο μάχονταν ή για τις διαφορετικές πολεμικές τακτικές που εφάρμοζαν[3], αλλά και για την αστυνόμευση των περιοχών αυτών μετά την κυρίευση τους, από τους Βένετους. Οι κλέφτες – στρατιώτες, από τη δική τους πλευρά, πολεμούσαν για την αποτίναξη του τουρκικού ζυγού με τη βοήθεια των ανωτέρω, παρόλο που δεν ήταν ομόθρησκοι και ομόγλωσσοι. Βασικό λόγος αυτής της συνεργασίας ήταν ο περιορισμός των εξισλαμισμών και της αυθαιρεσίας των Τούρκων[4]. Η κίνηση αυτή των Ελλήνων, ίσως να ήταν η απαρχή για τη διαμόρφωση των πρώτων ψηγμάτων της εθνικής τους συνείδησης, έστω και αν θεωρούσαν ότι η βενετική κυριαρχία ήταν μια ακόμη τυραννία. Επίσης θα πρέπει να αναφερθεί ότι υπήρχαν και περιπτώσεις στρατιωτών που δρούσαν ως ανεξάρτητοι και δεν ακολουθούσαν τις εντολές των Βενετών. Τέτοιες ήταν οι περιπτώσεις των Μανιατών[5].

            Την περίοδο της ενετικής κυριαρχίας, αρκετά σώματα κλεφτών μετατράπηκαν σε σώματα αστυνόμευσης των κατακτημένων περιοχών της Πελοποννήσου. Θα πρέπει, επίσης να αναφερθεί ότι μεγάλος αριθμός καπεταναίων από την Πελοπόννησο δρούσε στη Στερεά Ελλάδα, την Ήπειρο και αλλού, προσφέροντας τις υπηρεσίες τους εκεί και όχι στο γενέθλιο τόπο τους. Αυτό, πιθανόν να οφειλόταν στη δύναμη των προεστότων, χριστιανών και μουσουλμάνων, και στην πίεση που μπορούσαν να ασκήσουν στην Υψηλή Πύλη. Με βάση τα παραπάνω, ίσως μπορεί να εξηγηθεί ο λόγος που δεν υπήρχαν αρματολίκια στην Πελοπόννησο. Η εξέγερση της Πελοποννήσου, με τη βοήθεια των Ενετών 16.. είχε ως αποτέλεσμα να επανέλθουν στις εστίες τους οι καπεταναίοι και να πολεμήσουν τον Τούρκο κατακτητή. Η νίκη των Ενετών έναντι των Τούρκων  με τη βοήθεια των Ελλήνων καπεταναίων, είχε ως αποτέλεσμα την εγκαθίδρυση μόνιμου σώματος καπεταναίων, με  μηνιαίο μισθό, τις  λούφες ή το χάρτζι. Γνωστοί καπεταναίοι της περιόδου της ενετικής κυριαρχίας, ήταν ο καπετάν Θανάσης Κούλας από την Γορτυνία, ο καπετάν Χρονάς από το Χρυσοβίτσι, από τα Καλάβρυτα ο Πετιμεζάς, από την Τριφυλία ο Δημ. Ντάρας, ο Ιωάννης Σουλιμιώτης, ο Μήτρος Χαλαζονίτης, ο Μήτρος Μπαρτζελιώτης, ο Ιωάννης Μητρόπουλος, από τη Σπάρτη ο Δημ. Γερανάκης, από την Κόρινθο ο Κίτσος Κολιοδήμος,  από το Άργος ο Πέτρος Τσεκούρας και ο Ιωάννης Κουτσοποδιώτης, από την Κορώνη ο Παναγιώτης Ρουδακιώτης και πολλοί ακόμα άλλοι[6].

            Στην εποχή της οθωμανικής κυριαρχίας, οι Τούρκοι απασχολημένοι με εξωτερικούς πολέμους και για να αντιμετωπίσουν τη δυσαρέσκεια των πλουσίων Ελλήνων και μουσουλμάνων, εξαιτίας της αύξησης του αριθμού των ληστών,  δημιούργησαν έμμισθα σώματα στρατιωτών, τους αρματολούς, αποτελούμενα κυρίως από Χριστιανούς. Σύμφωνα με τον Πουκεβίλ, τα σώματα αυτά ξεκινούσαν από τη Μακεδονία και έφταναν έως τον Ισθμό της Κορίνθου και αριθμούνταν περίπου δεκατέσσερα, τουλάχιστον, αρματολίκια. Στην Πελοπόννησο αμφισβητείται, η ύπαρξη του θεσμού των αρματολών. Αρκετοί Έλληνες και ξένοι μελετητές του φαινομένου αυτού, δεν μπορούν να εξακριβώσουν αν υπήρχαν αρματολίκια στην Πελοπόννησο, εξαιτίας των ελλιπών στοιχείων. Συγγράμματα για τα γεγονότα πριν από το 1821 είναι ελάχιστα, αναφερόμενα όχι μόνο στη δράση των αρματολών, αλλά και των κλεφτών στην Πελοπόννησο. Πιθανόν, η αιτία να βρίσκεται στις καταστροφές που προκάλεσαν οι Τούρκοι, από το 1769 και αργότερα, καθώς επίσης και οι καταστροφές που προκάλεσε ο Ιμπραήμ πασάς, κατά την περίοδο 1825 – 1828. Όσα γνωρίζουμε για την περίοδο αυτή, είναι από ξένους περιηγητές, από τα απομνημονεύματα των αγωνιστών του 1821 και των προκρίτων της Πελοποννήσου, από τις σημειώσεις του Ρήγα Παλαμίδη[7].

            Παρόλα αυτά, έχει διαπιστωθεί ότι στο χώρο της Πελοποννήσου, έδρασαν χριστιανικά ένοπλα σώματα με αστυνομικά καθήκοντα, διορισμένα από μουσουλμάνους και χριστιανού προεστότες, είχαν την ονομασία κάποι και με έργο ανάλογο με εκείνων των αρματολών στη Μακεδονία και τη Ρούμελη, αλλά με ειδοποιό διαφορά ότι οι κάποι έδιναν αναφορά για τη δράση τους στον τοπικό άρχοντα της κάθε επαρχίας και όχι σε Τούρκο διοικητή ή σε άλλο όργανο του Σουλτάνου[8].

            Ο Αρμάν Καρέλ, δέχεται ότι τα αρματολίκια κατά την περίοδο της συνθήκης του Πασσάροβιτς (1713): «ἧσαν εἰς ὅλην των τήν δύναμιν ἀπό τήν ὄχθην τοῠ Βαρδαρίου (Ἀξιοῠ) ἓως τά μεσημβρινά σύνορα τῆς Λεβαδείας καί Ἀττικῆς, δέν διέβη παντελῶς πρός μεσημβρίαν τῆς Ἐλλάδος. Οὔτε εὑρίσκομεν εἰς τόν Μωρηᾶ ἲχνη ἐκείνων τῶν τοπικῶν συνθηκῶν αἱ ὁποῖαι εἰς τήν λοιπήν Ἐλλάδα ἐτροπολόγουν κατά διαφόρους τρόπους τήν δυναστείαν τῶν Τούρκων»[9].  Και ο Φίνλαϋ αμφισβητεί το θεσμό των αρματολών πέρα από τον Ισθμό: «Οὐδέποτε  ὑπῆρξαν τακτικοί ἀρματωλοί εἰς τόν Μωρήαν». Ο Μένδελσων Βαρθόλθυ, δέχεται ότι πέρα από τον Ισθμό και σύμφωνα με το σύστημα των Σκωτικών λόχων, μόνο οι ήμεροι κλέφτες έπαιρναν μισθό υποστηριζόμενοι από την τουρκική κυβέρνηση. O ίδιος συμπεραίνει ότι: «ἐν Πελοποννήσῳ ὃμως δέν κατώσθωσε νά ριζώσῃ ὁ θεσμός οὗτος»[10]. Υπάρχουν, όμως, και περιπτώσεις, όπως στα απομνημονεύματα του Παλαιόν Πατρόν Γερμανού όπου δεν γίνεται σαφής διαχωρισμός μεταξύ κλεφτών και αρματολών ή κάπων και αρματολών, όπως και στα απομνημονεύματα του Κανέλου Δεληγιάννη. Ο Αρχιμανδρίτης Αμβρόσιος Φραντζής, αναφέρει για ανυπότακτα τμήματα οπλοφόρων, χωρίς και εκείνος να κάνει διάκριση μεταξύ κλεφτών και αρματολών στο Μοριά[11]. Ο Σπυρίδων Τρικούπης αναφέρει μόνο ότι η τάξη των κλεφτών δημιούργησε την τάξη των αρματολών, ο Ιωάννης Φιλήμων σε δοκίμιο του το 1834, τονίζει ότι στην Πελοπόννησο υπερισχύουν οι προεστότες, ενώ στη Στερεά Ελλάδα τα καπετανάτα[12]. Ο καθηγητής Σπύρος Λάμπρου, δέχεται ένδοξους αρματολούς από την Πελοπόννησο και πιο συγκεκριμένα το Ζαχαριά και τους Κολοκοτρωναίους, αλλά ούτε και εκείνος απαριθμεί αρματολίκια στην Πελοπόννησο[13]. Ο Παπαρηγόπουλος, στην Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμος Ε’, αναγνωρίζει την ύπαρξη υπολειμμάτων αρματολών στην Πελοπόννησο από την περίοδο της Ενετικής κυριαρχίας[14]. Την άποψη του Παπαρηγόπουλου, δέχεται και ο Κανδηλώρος, ο οποίος προσθέτει ότι τα έμμισθα αρματολίκια της Πελοποννήσου, που υπήρξαν και κατά την εποχή της Μεγάλης Αικατερίνης έως και το 1806[15], διατέλεσαν σωματοφύλακες των προεστότων[16]. Στην περίπτωση αυτή, ο μεγαλύτερος αριθμός των κάπων μετατράπηκε σε κλέφτες και όπως γράφει στα απομνημονεύματά του ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης: «το κλέφτης, λέγει,  ἐβγῆκε ἀπό τήν ἐξουσία» δηλαδή οι Έλληνες γίνονταν κλέφτες εξαιτίας της απολυταρχισμού των κατακτητών. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει και ο Κανδηλώρος τους αποτύφλωναν πνευματικά και τους αποστράγγιζαν οικονομικά. Ακόμη, ο Θ. Κολοκοτρώνης συνεχίζει και λέει ότι «το να είσαι κλέφτη ἦτο καύχημα» δηλαδή με αυτό τον τρόπο κατάφερναν να επιβληθούν στην εξουσία των πλουσίων μουσουλμάνων και χριστιανών, χωρίς να θεωρούν ότι διαπράττουν ληστεία[17].

            Η σπανιότητα του φαινόμενου του κλεφταρματολισμού, στην παγκόσμια ιστορία, έγκειται στην εναλλαγή των ρόλων μεταξύ κλεφτών και αρματολών. Το φαινόμενο αυτό καθαυτό παρατηρήθηκε και σε άλλες περιοχές του κόσμου και σε διάφορες χρονικές περιόδους.  Συγκεκριμένα, στον ελληνικό χώρο, ένοπλοι άνδρες χριστιανοί πολεμούσαν τα πολυάριθμα στίφη των Τούρκων με μεγάλο σθένος, γενναιότητα, τόλμη και αυταπάρνηση του υλικού βίου και της ίδιας τους ζωής. Στη συνέχεια ακολουθεί διάκριση μεταξύ των δυο αυτών ομάδων και πως

 

 


[1] Αντίστοιχο παράδειγμα ιπποτικής συμπεριφοράς παρουσιάζεται και στο λογοτεχνικό έργο του Βιτσέντζου Κορνάρου, «Ο Ερωτόκριτος», γραμμένο το 17ο αιώνα, έχοντας έντονο το επικό – ηρωικό στοιχείο των δυτικών προτύπων, συνδυασμένο όμως με τη δημώδη ποίηση της Κρήτης, αλλά και της υπόλοιπης Ελλάδας, βλ. Σάθας Κωνσταντίνος, Ἒλληνες στρατιῶτι ἐν τῇ Δύσει και ἀναγέννησις τῆς ἐλληνικῆς τακτικῆς, Εκδόσεις Βιβλιοπωλεῖο Δονυσίου Νότη Καραβία, Αθήνα 1990, σ. 11 – 28. Στη βενετική περίπτωση, οι stradioti, είναι έφιπποι ελαφρά οπλισμένοι πολεμιστές με αρμοδιότητα την άμυνα και την ασφάλεια της περιοχής που φύλασσαν. Αντίστοιχες αρμοδιότητες είχαν οι Ακρίτες στο Βυζάντιο και οι αρματολοί στην τουρκοκρατούμενη Ελλάδα, βλ. Στάθης Παναγιώτης, Από τους μετακινούμενου κτηνοτρόφους στους "κλεφταρματωλούς". Όψεις της εξέλιξης και ιστοριογραφικές αναγνώσεις του θεσμού. Διπλωματική μεταπτυχιακή εργασία Α΄ κύκλου, Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, Μεταπτυχιακό πρόγραμμα ειδίκευσης στη Νεότερη Ιστορία, Αθήνα 2000, σ. 46 – 48.

[2] Πιθανολογείται ότι περίπου από το 1298 οι στρατιώτες της Ελλάδας πολεμούσαν με το μέρος των Βενετών. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η πολιορκία της νήσου της Κρήτης από τους Τούρκους, όπου οι στρατιώτες του νησιού, με τη βοήθεια των Βενετών αντιστάθηκαν εναντίον του κατακτητή αρκετά χρόνια, 1645 - 1669.  Από του Βενετούς τα σώματα των στρατιωτών, στην Πελοπόννησο καθώς επίσης και σε άλλα μέρη δράσης τους, εξοπλιστήκαν με πυροβόλα όπλα αντικαθιστώντας τα αυτοσχέδια τόξα και ξίφη, ενώ ακόμη σημαντική ήταν και η προσφορά των Βενετών στη στρατιωτική εκπαίδευση και την απόκτηση πείρας στρατιωτικής τακτικής. Ακόμη, θα πρέπει να σημειωθεί ότι τα σώματα των κλεφτών υπό την εξουσία των Βενετών ήταν έμμισθα, βλ. Σάθας Κωνσταντίνος, ό.π., σ.:91 – 109. Στρατιώτες με αυτή τη μορφή, δεν ήταν μόνο χριστιανοί, αλλά και Αλβανοί, οι οποίοι έδρασαν ως stadioti και την περίοδο των βενετικών κατακτήσεων, αλλά και την περίοδο της τουρκοκρατίας, βλ. Στάθης Παναγιώτης, ό.π., σ. 28 – 85, 100 – 150.

[3] Για τις πολεμικές τακτικές των κλεφτών, βλ. Σαθας Κωνσταντίνος, ό.π., σ. 210 – 223.

[4] Ο στόχος τον δυο πλευρών ήταν διαφορετικός.  Από την πλευρά των Ελλήνων, η συνεργασία αυτή γινόταν και για λόγους κοινωνικής συνοχής, δηλαδή για τον περιορισμό των εξισλαμισμών, καθώς επίσης και τον περιορισμό των φόρων που πλήρωναν στο Οθωμανικό κράτος. Ενώ από την πλευρά των Βενετών, στόχος ήταν η εξάπλωση της κυριαρχίας τους, υπό το πρόσχημα της απελευθέρωσης των χριστιανών από τη βαρβαρότητα των μουσουλμάνων.

[5] Κανδηλώρος Χ. Τάκης, Ο αρματωλισμός της Πελοποννήσου (1500 – 1821), εν Αθήναις Τυπογραφείον Δέναξα και Σία, Αθήνα 1924, σ.35 – 37.

[6] Κανδηλώρος Χ. Τάκης, ό.π., σ. 38 – 41.

[7] Ο Ρήγας παλαμίδης, γνώριζε αρκετά για τα γεγονότα πριν από την Επανάσταση του 1821, διότι διατέλεσε γραμματέας στον πασά του Μοριά, βλ. Βλαχογιάννης Γιάννης, Κλέφτες του Μοριά, Μελέτη ιστορική από νέες πηγές βγαλμένη 1717 – 1820, Έκδοση Πατριωτική χορηγία Κ. Αλέξανδρου Πάλλη, Αθήνα 1935, σ. 7 – 9.

[8] Δημητρόπουλος Δημήτρης, Τα Νέα: Ιστορική βιβλιοθήκη: Οι ιδρυτές της νεότερης Ελλάδας, Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, Εκδότης – Διευθυντής Παντελής Καψής, Αθήνα 2009, σ. 12.

[9] Κανδηλώρος Χ. Τάκης, ό.π., σ. 4.

[10] Ό.π., σ. 4.

[11] Αντλείται από τον Κανδηλώρο. Ό.π., σ. 5.

[12] Αντλείται από τον Κανδηλώρο. Ό.π., σ. 5.

[13] Αντλείται από τον Κανδηλώρο. Ό.π., σ. 5.

[14] Ιστορία του ελληνικού έθνους, τόμος 5ος, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 1975, σ.

[15] Το 1805 ο Σουλτάνος, με φιρμάνι, απαγόρευσε το διορισμό χριστιανών αρματολών. Ό.π., σ. 6.

[16] Στην πραγματικότητα, οι σωματοφύλακες αυτοί δεν ήταν αρματολοί, αλλά κάποι και τις περισσότερες φορές συγγενείς των πλουσίων αρχόντων της Πελοποννήσου μέσω επιγαμιών, ισχυροποιώντας τη θέση τους έναντι της εξουσίας των Τούρκων, ενώ σε περίοδο που η εξουσία  αποφάσιζε το διωγμό τους, ειδοποιούνταν εγκαίρως από  τους παραπάνω και κατάφερναν να φυγαδεύσουν τις οικογένειες τους στη Μάνη ή στα Επτάνησα. Στη συνέχεια γίνονταν κλέφτες και πολεμούσαν τον Τούρκο κατακτητή.

[17] Κανδηλώρος Τάκης, ό.π., σ. 10 – 11.

 

Σεμινάριο

                                                                                                                                                                      

                                              

Ακολουθήστε μας

Log in