Οι αντωνυμίες
Είδος
|
Αντωνυμίες
|
Προσωπικές
|
εγώ, εσύ, αυτός, -ή, -ό // (μου, σου, του/της, τος, τη, το)
|
Κτητικές
|
μου, σου, του/της // δικός, -ή, -ό μου, σου, του // δικός, -ή, -ό μας, σας, τους
|
Αυτοπαθείς
|
ο εαυτός μου, σου, του
|
Οριστικές
|
ο ίδιος, η ίδια, το ίδιο // μόνος, -η, -ο μου, σου, του
|
Δεικτικές
|
αυτός, -ή, -ό // (ε)τούτος, -η, -ο // εκείνος, -η, -ο // τέτοιος, -α, -ο // τόσος, -η, -ο
|
Αναφορικές
|
που // ο οποίος, η -α, το -ο // όποιος, -α, -ο // όσος, -η, -ο // ό,τι
οποιοσδήποτε // οσοσδήποτε // οτιδήποτε
|
Ερωτηματικές
|
τι // ποιος, -α, -ο // πόσος, -η, -ο
|
Αόριστες
|
ένας, μια/μία, ένα // κανένας/κανείς, καμιά/καμία, κανένα // κάποιος, -α, -ο
μερικοί, -ές, -ά // κάτι, κατιτί // τίποτε/τίποτα // κάμποσος, -η, -ο // κάθε
καθένας, καθεμιά/καθεμία, καθένα // καθετί // ο, η, το δείνα, //ο, η, το τάδε // άλλος, -η, -ο
|
|
Προσωπικές
|
Κλίση
Ενικός αριθμός
|
|
δυνατός
|
αδύνατος
|
δυνατός
|
αδύνατος
|
ονομ. γεν. αιτ. κλητ.
|
εγώ
εμένα (μένα) εμένα (μένα) —
|
— μου με —
|
εσύ εσένα (σένα)
εσένα (σένα) εσύ
|
σου σε —
|
Πληθυντικός αριθμός
|
ονομ. γεν. αιτ. κλητ.
|
εμείς
εμάς εμάς —
|
μας μας —
|
εσείς εσάς εσάς εσείς
|
— σας σας —
|
Ενικός αριθμός
|
|
δυνατός
|
αδύνατος
|
δυνατός
|
αδύνατος
|
δυνατός
|
αδύνατος
|
ονομ. γεν. αιτ.
|
αυτός αυτού (αυτουνού)
αυτόν
|
τος του τον
|
αυτή αυτής (αυτηνής)
αυτή(ν)
|
τη της τη(ν)
|
αυτό αυτού (αυτουνού) αυτό
|
το του το
|
Πληθυντικός αριθμός
|
ονομ. γεν. αιτ.
|
αυτοί αυτών (αυτωνών) αυτούς
|
τοι τους τους
|
αυτές αυτών (αυτωνών) αυτές
|
τες τους τις / τες
|
αυτά αυτών (αυτωνών) αυτά
|
τα τους τα
|
Οι τύποι της αιτιατικής του ενικού του πρώτου και δεύτερου προσώπου εμένα και εσένα μετά τις προθέσεις από και για χάνουν συνήθως το αρχικό φωνήεν ε-, π.χ. Από μένα για σένα, αντί Απόεμένα για εσένα.
Στη γενική του ενικού και του πληθυντικού, καθώς και στην αιτιατική του πληθυντικού του τρίτου προσώπου, παρουσιάζονται στον καθημερινό προφορικό λόγο, σε ύφος υποτιμητικό αλλά και οικείο, και οι τύποι αυτουνού, αυτηνής, αυτωνών και αυτουνούς, π.χ. Τα γράμματα αυτουνούτου παιδιού είναι χάλια.
Ορθογραφία
Το τελικό ν της προσωπικής αντωνυμίας στην αιτιατική ενικού του αρσενικού γένους (αυτόν, τον) διατηρείται στον γραπτό λόγο πάντοτε, π.χ.
Αυτόν τον άνθρωπο δεν τον συνάντησε ποτέ.
Τον άκουσα με προσοχή.
Τον χτύπησε αυτοκίνητο.
Το τελικό ν προσωπικής αντωνυμίας (αυτή[ν], τη[ν]) στην αιτιατική ενικού του θηλυκού γένους διατηρείται στον γραπτό λόγο, μόνο όταν η επόμενη λέξη αρχίζει από φωνήεν ή από ένα από τα παρακάτω: κ, π, τ, ξ, ψ, γκ, μπ, ντ, τσ, τζ, π.χ.
Αν και ήρθε αργά, τη δέχτηκαν με χαρά.
Όταν μιλούσε η Θάλεια δεν την άκουγε κανένας.
|
Κτητικές
|
Κλίση
αρσενικό
|
Ενικός αριθμός
|
|
α' πρόσωπο ένας κτήτορας
|
α' πρόσωπο πολλοί κτήτορες
|
β' πρόσωπο ένας κτήτορας
|
β' πρόσωπο πολλοί κτήτορες
|
γ' πρόσωπο ένας κτήτορας
|
γ' πρόσωπο πολλοί κτήτορες
|
ονομ. γεν. αιτ.
|
δικός μου δικού μου
δικό μου
|
δικός μας δικού μας δικό μας
|
δικός σου δικού σου
δικό σου
|
δικός σας δικού σας δικό σας
|
δικός του δικού του
δικό του
|
δικός τους δικού τους δικό τους
|
Πληθυντικός αριθμός
|
ονομ. γεν. αιτ.
|
δικοί μου δικών μου δικοί μου
|
δικοί μας δικών μας δικοί μας
|
δικοί σου δικών σου δικοί σου
|
δικοί σας δικών σας δικοί σας
|
δικοί του δικών του δικοί του
|
δικοί τους δικών τους δικοί τους
|
θηλυκό
|
Ενικός αριθμός
|
|
α' πρόσωπο ένας κτήτορας
|
α' πρόσωπο πολλοί κτήτορες
|
β' πρόσωπο ένας κτήτορας
|
β' πρόσωπο πολλοί κτήτορες
|
γ' πρόσωπο ένας κτήτορας
|
γ' πρόσωπο πολλοί κτήτορες
|
ονομ. γεν. αιτ.
|
δική μου δικής μου
δική μου
|
δική μας δική μας δική μας
|
δική σου δικής σου
δική σου
|
δική σας δική σας δική σας
|
δική του δικής του
δική του
|
δική τους δική τους δική τους
|
Πληθυντικός αριθμός
|
ονομ. γεν. αιτ.
|
δικές μου δικών μου δικές μου
|
δικές μας δικών μας δικές μας
|
δικές σου δικών σου δικές σου
|
δικές σας δικών σας δικές σας
|
δικές του δικών του δικές του
|
δικές τους δικών τους δικές τους
|
ουδέτερο
|
Ενικός αριθμός
|
|
α' πρόσωπο ένας κτήτορας
|
α' πρόσωπο πολλοί κτήτορες
|
β' πρόσωπο ένας κτήτορας
|
β' πρόσωπο πολλοί κτήτορες
|
γ' πρόσωπο ένας κτήτορας
|
γ' πρόσωπο πολλοί κτήτορες
|
ονομ. γεν. αιτ.
|
δικό μου δικού μου
δικό μου
|
δικό μας δικού μας δικό μας
|
δικό σου δικού σου
δικό σου
|
δικό σας δικού σας δικό σας
|
δικό του δικού του
δικό του
|
δικό τους δικού τους δικό τους
|
Πληθυντικός αριθμός
|
ονομ. γεν. αιτ.
|
δικά μου δικών μου δικά μου
|
δικά μας δικών μας δικά μας
|
δικά σου δικών σου δικά σου
|
δικά σας δικών σας δικά σας
|
δικά του δικών του δικά του
|
δικά τους δικών τους δικά τους
|
|
Αυτοπαθείς αντωνυμίες
|
Κλίση
Ενικός αριθμός
|
|
α' πρόσωπο
|
β' πρόσωπο
|
β' πρόσωπο
|
ονομ. γεν. αιτ.
|
ο εαυτός μου του εαυτού μου
τον εαυτό μου
|
ο εαυτός σου του εαυτού σου
τον εαυτό σου
|
ο εαυτός του / της του εαυτού του / της
τον εαυτό του / της
|
Πληθυντικός αριθμός
|
ονομ. γεν. αιτ.
|
ο εαυτός μας του εαυτού μας & των εαυτών μας τον εαυτό μας & τους εαυτούς μας
|
ο εαυτός μας του εαυτού σας & των εαυτών σας τον εαυτό σας &τους εαυτούς σας
|
ο εαυτός τους του εαυτού τους &των εαυτών τους τον εαυτό τους &τους εαυτούς τους
|
|
Οριστικές αντωνυμίες
|
Κλίση
ο ίδιος, α, ο
|
Ενικός αριθμός
|
|
αρσενικό
|
θηλυκό
|
ουδέτερο
|
ονομ. γεν. αιτ. κλητ.
|
ο
του τον
|
ίδιος ίδιου ίδιο —
|
η της
την
|
ίδια ίδιας ίδια —
|
το του το
|
ίδιο ίδιου ίδιο —
|
Πληθυντικός αριθμός
|
ονομ. γεν. αιτ. κλητ.
|
οι
των τους
|
ίδιοι ίδιων ίδιους —
|
οι των τις
|
ίδιες ίδιων ίδιες —
|
τα των τα
|
ίδια ίδιων ίδια —
|
α' πρόσωπο: μόνος, η, ο μου
|
Ενικός αριθμός
|
|
αρσενικό
|
θηλυκό
|
ουδέτερο
|
ονομ. γεν. αιτ. κλητ.
|
μόνος μου μόνου μου μόνο μου —
|
μόνη μου μόνης μου μόνη μου —
|
μόνο μου μόνου μου μόνο μου —
|
Πληθυντικός αριθμός
|
ονομ. γεν. αιτ. κλητ.
|
μόνοι μας μόνων μας μόνους μας —
|
μόνες μας μόνων μας μόνες μας —
|
μόνα μας μόνων μας μόνα μας —
|
β' πρόσωπο: μόνος, η, ο σου
|
Ενικός αριθμός
|
|
αρσενικό
|
θηλυκό
|
ουδέτερο
|
ονομ. γεν. αιτ. κλητ.
|
μόνος σου μόνου σου μόνο σου —
|
μόνη σου μόνης σου μόνη σου —
|
μόνο σου μόνου σου μόνο σου —
|
Πληθυντικός αριθμός
|
ονομ. γεν. αιτ. κλητ.
|
μόνοι σας μόνων σας μόνους σας —
|
μόνες σας μόνων σας μόνες σας —
|
μόνα σας μόνων σας μόνα σας —
|
γ' πρόσωπο: μόνος, η, ο του
|
Ενικός αριθμός
|
|
αρσενικό
|
θηλυκό
|
ουδέτερο
|
ονομ. γεν. αιτ. κλητ.
|
μόνος του μόνου του μόνο του —
|
μόνη του μόνης του μόνη του —
|
μόνο του μόνου του μόνο του —
|
Πληθυντικός αριθμός
|
ονομ. γεν. αιτ. κλητ.
|
μόνοι τους μόνων τους μόνους τους —
|
μόνες τους μόνων τους μόνες τους —
|
μόνα τους μόνων τους μόνα τους —
|
|
Δεικτικές αντωνυμίες
|
Κλίση
αυτός, ή, ό
|
Ενικός αριθμός
|
|
αρσενικό
|
θηλυκό
|
ουδέτερο
|
ονομ. γεν. αιτ.
|
αυτός αυτού
αυτόν
|
αυτή αυτής
αυτή(ν)
|
αυτό αυτού αυτό
|
Πληθυντικός αριθμός
|
ονομ. γεν. αιτ.
|
αυτοί αυτών αυτούς
|
αυτές αυτών αυτές
|
αυτά αυτών αυτά
|
(ε)τούτος, η, ο
|
Ενικός αριθμός
|
|
αρσενικό
|
θηλυκό
|
ουδέτερο
|
ονομ. γεν. αιτ.
|
(ε)τούτος (ε)τούτου
(ε)τούτο(ν)
|
(ε)τούτη (ε)τούτης
(ε)τούτη
|
(ε)τούτο (ε)τούτου (ε)τούτο
|
Πληθυντικός αριθμός
|
ονομ. γεν. αιτ.
|
(ε)τούτοι (ε)τούτων (ε)τούτους
|
(ε)τούτες (ε)τούτων (ε)τούτες
|
(ε)τούτα (ε)τούτων (ε)τούτα
|
εκείνος, η, ο
|
Ενικός αριθμός
|
|
αρσενικό
|
θηλυκό
|
ουδέτερο
|
ονομ. γεν. αιτ.
|
εκείνος εκείνου
εκείνο
|
εκείνη εκείνης
εκείνη(ν)
|
εκείνο εκείνου εκείνο
|
Πληθυντικός αριθμός
|
ονομ. γεν. αιτ.
|
εκείνοι εκείνων εκείνους
|
εκείνες εκείνων εκείνες
|
εκείνα εκείνων εκείνα
|
τέτοιος, α, ο
|
Ενικός αριθμός
|
|
αρσενικό
|
θηλυκό
|
ουδέτερο
|
ονομ. γεν. αιτ.
|
τέτοιος τέτοιου
τέτοιο
|
τέτοια τέτοιας
τέτοια
|
τέτοιο τέτοιου τέτοιο
|
Πληθυντικός αριθμός
|
ονομ. γεν. αιτ.
|
τέτοιοι τέτοιων τέτοιους
|
τέτοιες τέτοιων τέτοιες
|
τέτοια τέτοιων τέτοια
|
τόσος, η, ο
|
Ενικός αριθμός
|
|
αρσενικό
|
θηλυκό
|
ουδέτερο
|
ονομ. γεν. αιτ.
|
τόσος τόσου
τόσο
|
τόση τόσης
τόση
|
τόσο τόσου τόσο
|
Πληθυντικός αριθμός
|
ονομ. γεν. αιτ.
|
τόσοι τόσων τόσους
|
τόσες τόσων τόσες
|
τόσα τόσων τόσα
|
|
Αναφορικές αντωνυμίες
|
Κλίση
ο οποίος, α, ο
|
Ενικός αριθμός
|
|
αρσενικό
|
θηλυκό
|
ουδέτερο
|
ονομ. γεν. αιτ.
|
ο οποίος του οποίου
τον οποίο
|
η οποία της οποίας
την οποία
|
το οποίο του οποίου το οποίο
|
Πληθυντικός αριθμός
|
ονομ. γεν. αιτ.
|
οι οποίοι των οποίων τους οποίους
|
οι οποίες των οποίων τις οποίες
|
τα οποία των οποίων τα οποία
|
όποιος, α, ο
|
Ενικός αριθμός
|
|
αρσενικό
|
θηλυκό
|
ουδέτερο
|
ονομ. γεν. αιτ.
|
όποιος όποιου
όποιο(ν)
|
όποια όποιας
όποια
|
όποιο όποιου όποιο
|
Πληθυντικός αριθμός
|
ονομ. γεν. αιτ.
|
όποιοι όποιων όποιους
|
όποιες όποιων όποιες
|
όποια όποιων όποια
|
όσος, η, ο
|
Ενικός αριθμός
|
|
αρσενικό
|
θηλυκό
|
ουδέτερο
|
ονομ. γεν. αιτ.
|
όσος όσου
όσο
|
όση όσης
όση
|
όσο όσου όσο
|
Πληθυντικός αριθμός
|
ονομ. γεν. αιτ.
|
όσοι όσων όσους
|
όσες όσων όσες
|
όσα όσων όσα
|
|
Ερωτηματικές αντωνυμίες
|
Κλίση
ποιος, α, ο
|
Ενικός αριθμός
|
|
αρσενικό
|
θηλυκό
|
ουδέτερο
|
ονομ. γεν. αιτ.
|
ποιος ποιου / ποιανού / τίνος
ποιο
|
ποια ποιας / ποιανής
ποια
|
ποιο ποιου / ποιανού / τίνος ποιο
|
Πληθυντικός αριθμός
|
ονομ. γεν. αιτ.
|
ποιοι ποιων / ποιανών / τίνων ποιους
|
ποιες ποιων / ποιανών / τίνων ποιες
|
ποια ποιων / ποιανών / τίνων ποια
|
πόσος, η, ο
|
Ενικός αριθμός
|
|
αρσενικό
|
θηλυκό
|
ουδέτερο
|
ονομ. γεν. αιτ.
|
πόσος πόσου
πόσο
|
πόση πόσης
πόση
|
πόσο πόσου πόσο
|
Πληθυντικός αριθμός
|
ονομ. γεν. αιτ.
|
πόσοι πόσων πόσους
|
πόσες πόσων πόσες
|
πόσα πόσων πόσα
|
|
Αόριστες αντωνυμίες
|
Κλίση
ένας, μία, ένα
|
Ενικός αριθμός
|
|
αρσενικό
|
θηλυκό
|
ουδέτερο
|
ονομ. γεν. αιτ.
|
ένας ενός
έναν
|
μία / μια μίας / μιας
μία / μια
|
ένα ενός ένα
|
κανένας, καμία/καμιά, κανένα
|
Ενικός αριθμός
|
|
αρσενικό
|
θηλυκό
|
ουδέτερο
|
ονομ. γεν. αιτ.
|
κανένας κανενός
κανέναν
|
καμία / καμιά καμίας / καμιάς
καμία / καμιά
|
κανένα κανενός κανένα
|
κάποιος, α, ο
|
Ενικός αριθμός
|
|
αρσενικό
|
θηλυκό
|
ουδέτερο
|
ονομ. γεν. αιτ.
|
κάποιος κάποιου
κάποιο
|
κάποια κάποιας
κάποια
|
κάποιο κάποιου κάποιο
|
Πληθυντικός αριθμός
|
ονομ. γεν. αιτ.
|
κάποιοι κάποιων κάποιους
|
κάποιες κάποιων κάποιες
|
κάποια κάποιων κάποια
|
μερικοί, μερικές, μερικά
|
Πληθυντικός αριθμός
|
|
αρσενικό
|
θηλυκό
|
ουδέτερο
|
ονομ. γεν. αιτ.
|
μερικοί μερικών
μερικούς
|
μερικές μερικών
μερικές
|
μερικά μερικών μερικά
|
κάμποσος, η, ο
|
Ενικός αριθμός
|
|
αρσενικό
|
θηλυκό
|
ουδέτερο
|
ονομ. γεν. αιτ.
κλητ.
|
κάμποσος κάμποσου
κάμποσο κάμποσε
|
κάμποση κάμποσης
κάμποση κάμποση
|
κάμποσο κάμποσου
κάμποσο κάμποσο
|
Πληθυντικός αριθμός
|
ονομ. γεν. αιτ. κλητ.
|
κάμποσοι κάμποσων κάμποσους κάμποσοι
|
κάμποσες κάμποσων κάμποσες κάμποσες
|
κάμποσα κάμποσων κάμποσα κάμποσα
|
καθένας, καθεμία / καθεμιά, καθένα
|
Ενικός αριθμός
|
|
αρσενικό
|
θηλυκό
|
ουδέτερο
|
ονομ. γεν. αιτ.
|
καθένας καθενός
καθέναν
|
καθεμία / καθεμιά καθεμίας / καθεμιάς
καθεμία / καθεμιά
|
καθένα καθενός καθένα
|
άλλος, η, ο
|
Ενικός αριθμός
|
|
αρσενικό
|
θηλυκό
|
ουδέτερο
|
ονομ. γεν. αιτ.
|
άλλος άλλου / αλλουνού
άλλο
|
άλλη άλλης / αλληνής
άλλη
|
άλλο άλλου / αλλουνού
άλλο
|
Πληθυντικός αριθμός
|
ονομ. γεν. αιτ.
|
άλλοι άλλων / αλλονών άλλους / αλλουνούς
|
άλλες άλλων / αλλονών άλλες
|
άλλα άλλων / αλλονών άλλα
|
|