Συνώνυμα - Αντώνυμα
ΒΡΕΣ ΤΟ ΣΕ ΕΝΤΥΠΗ ΜΟΡΦΗ εδώ
ΣΕΒΗ ΔΡΙΜΑΡΟΠΟΥΛΟΥ |
ΣΥΝΩΝΥΜΑ - ΑΝΤΩΝΥΜΑ |
|
ΣΥΝΩΝΥΜΑ – ΑΝΤΩΝΥΜΑ
Α
Αβάσιμος : (Συν.) : αθεμελίωτος, αστήρικτος, ανεδαφικός, ανυπόστατος, πλαστός. (Αντ.) : βάσιμος, θεμελιωμένος, βέβαιος, αληθινός.
Αβέβαιος : (Συν.) : ασταθής, άδηλος, ακαθόριστος, ασαφής, επισφαλής, ευμετάβολος. (Αντ.) : βέβαιος, σίγουρος, καθορισμένος, σαφής.
Άβουλος : (Συν.) : αναποφάσιστος, διστακτικός, ετεροκίνητος. (Αντ.) : αποφασιστικός, θαρραλέος, τολμηρός.
Αβρός : (Συν.) : απαλός, τρυφερός, κομψός, ευγενικός. (Αντ.) : αγροίκος, αγενής, τραχύς, σκληρός, σκαιός, στυγνός, βάναυσος, ωμός.
Αγανακτώ : (Συν.) : δυσανασχετώ, δυσαρεστούμαι, δυσφορώ, οργίζομαι. (Αντ.) : ηρεμώ, συγκρατούμαι, υπομένω, μαλακώνω.
Αγγελία : (Συν.) : είδηση, πληροφορία, γνωστοποίηση, ειδοποίηση, μήνυμα. (Αντ.) : αποσιώπηση, απόκρυψη είδησης.
Άγνοια : (Συν.) : αμάθεια, απειρία, ασχετοσύνη. (Αντ.) : γνώση, επίγνωση.
Αγωγή : (Συν.) : οδήγηση, καθοδήγηση, εκπαίδευση, διαπαιδαγώγηση, ανατροφή. (Αντ.) : αμορφωσιά, απαιδευσία, αμάθεια, αγραμματοσύνη.
Αδαής : (Συν.) : αμαθής, άπειρος, ανήξερος, ατζαμής, αδέξιος, ανίδεος, άβγαλτος. (Αντ.) : ειδήμονας, έμπειρος, πεπειραμένος, γνώστης, ειδικός.
Αδέκαστος : (Συν.) : αδωροδόκητος, αδιάφθορος, αντικειμενικός, αμερόληπτος, δίκαιος. (Αντ.) : αργυρώνητος, ρουσφετολόγος, μεροληπτικός.
Αδηφαγία : (Συν.) : λαιμαργία, πολυφαγία, απληστία, γαστριμαργία, κοιλιοδουλία. (Αντ.) : λιγοφαγία, εγκράτεια.
Αδιάλλακτος : (Συν.) : άκαμπτος, ανένδοτος, άσπονδος, ασυμβίβαστος, ασυμφιλίωτος, απόλυτος. (Αντ.) : διαλλακτικός, συμβιβαστικός, μετριοπαθής.
Άδοξος : (Συν.) : άσημος, αφανής, παραγνωρισμένος. (Αντ.) : ένδοξος, δοξασμένος, επιφανής, διάσημος, φημισμένος.
Αεργος : (Συν.) : αργός, τεμπέλης, οκνηρός, νωθρός, φυγόπονος, ράθυμος. (Αντ.) : εργατικός, εργαζόμενος, φίλεργος, φιλόπονος.
Αθέμιτος : (Συν.) : άνομος, παράνομος, ανήθικος, παράτυπος. (Αντ.) : θεμιτός, νόμιμος, σύννομος.
Αθυρόστομος : (Συν.) : αμετροεπής, φλύαρος, αυθάδης, ιταμός. (Αντ.) : εγκρατής, λιγόλογος, λακωνικός.
Αισθητική : (Συν.) : η αντίληψη ως προς το ωραίο.
Αίσιος : (Συν.) : ευνοικός, τυχερός, ευμενής, ευοίωνος, ευτυχής. (Αντ.) : δυσοίωνος, απαίσιος, δυσμενής, αντίξοος.
Αιώνιος : (Συν.) : παντοτινός, αθάνατος, διηνεκής, αίδιος, διαρκής, μακρόβιος. (Αντ.) : εφήμερος, πρόσκαιρος, παροδικός, βραχύβιος, φθαρτός.
Ακμάζω : (Συν.) : ευημερώ, αναπτύσσομαι. (Αντ.) : παρακμάζω.
Ακόρεστος : (Συν.) : άπληστος, λαίμαργος, αδηφάγος. (Αντ.) κορεσμένος, εγκρατής, ολιγαρκής, συντηρητικός.
Ακριτομυθία : (Συν.) : απερίσκεπτη φλυαρία, κοινολόγηση μυστικού από επιπολαιότητα.
Αλλαγή : (Συν.) : μετατροπή, αλλοίωση, διαφοροποίηση, μεταλλαγή, μετάπλαση, μεταποίηση, τροποποίηση, μετασχηματισμός. (Αντ.) : στασιμότητα, σταθερότητα.
Αλλοίωση : (Συν.) : μεταβολή, μετατροπή, τροποποίηση, νόθευση, παραποίηση, παραχάραξη.
Αλλοτρίωση : (Συν.) : αποξένωση, στέρηση, απώλεια, εκποίηση, ξεπούλημα. (Αντ.) : κυριαρχία, κυριότητα, επικυριαρχία, κατοχή, εξαγορά.
Αμαθής : (Συν.) : απαίδευτος, αγράμματος, άπειρος, αδαής, αγροίκος. (Αντ.) : πολυμαθής, εγγράμματος.
Αμβλύνω : (Συν.) : μετριάζω, μαλακώνω, κατευνάζω. (Αντ.) : εκτραχύνω, ερεθίζω, ακονίζω, οξύνω, παροξύνω.
Αμεροληψία : (Συν.) : απροσωποληψία, αντικειμενικότητα, ακεραιότητα, δικαιοσύνη, ευθύτητα. (Αντ.) : ρουσφετολογία, μεροληπτικότητα, φατριασμός.
Αμετάβλητος : (Συν.) : αναλλοίωτος, ανεξέλεγκτος, σταθερός, πανομοιότυπος, μονότονος. Αμφιβολία : (Συν.) : αβεβαιότητα, δισταγμός, ενδοιασμός, σκεπτικισμός, αμφιταλάντευση, διχογνωμία. (Αντ.) : βεβαιότητα, πεποίθηση, σιγουριά, θετικότητα.
Αμφισβητώ : (Συν.) : διαφωνώ, αμφιβάλλω, αντιτίθεμαι, διχογνωμώ, (δια)φιλονικώ. (Αντ.) : αναγνωρίζω, συμφωνώ, δέχομαι, αποδέχομαι, παραδέχομαι.
Αναγκαίος : (Συν.) : απαραίτητος, επιτακτικός, αναπόφευκτος, υποχρεωτικός, επιβεβλημένος, χρήσιμος. (Αντ.) : προαιρετικός, εκούσιος, θεληματικός, άχρηστος, αχρείαστος.
Αναδίφηση : (Συν.) : έρευνα, ανίχνευση, διερεύνηση, εξερεύνηση, εξέταση, μελέτη. (Αντ.) : αδιαφορία, εγκατάλειψη.
Αναπόληση : (Συν.) : νοσταλγία, αναθύμηση, ονειροπόληση, ανάμνηση.
Ανάπτυξη : (Συν.) : εξάπλωση, επέκταση, αύξηση, ξετύλιγμα, ξεδίπλωμα. (Αντ.) : σύμπτυξη, συμπύκνωση, ελάττωμα, μαρασμός.
Αναστέλλω : (Συν.) : αναβάλλω, μεταθέτω, χρονοτριβώ, εμποδίζω.
Αναχρονιστικός : (Συν.) : απαρχαιωμένος, οπισθοδρομικός, ξεπερασμένος. (Αντ.) : σύγχρονος, μοντέρνος.
Ανεπάρκεια : (Συν.) : έλλειψη, ανικανότητα, αδυναμία, αναξιότητα. (Αντ.) : επάρκεια, ικανότητα, πληρότητα, αρτιότητα, αξιοσύνη.
Ανήκεστος : (Συν.) : αθεράπευτος, ανίατος, ανεπανόρθωτος, καταστρεπτικός. (Αντ.) : ιάσιμος, θεραπεύσιμος, επανορθώσιμος.
Ανία : (Συν.) : πλήξη, θλίψη, αθυμία, κατήφεια, βαρυθυμία, στενοχώρια. (Αντ.) : ευθυμία, διασκέδαση.
Αντικατοπτρίζω : Αντικαθρεφτίζω, αντανακλώ, παρουσιάζω, απεικονίζω.
Αντικειμενικός : (Συν.) : πραγματικός, ακριβής, αληθινός, αμερόληπτος, αδέκαστος, απροκατάληπτος, απροσωπόληπτος. (Αντ.) : υποκειμενικός, προκατειλημμένος, μεροληπτικός, αιθεροβάμων.
Αντίστοιχος : (Συν.) : ανάλογος, παράλληλος, συναφής, ισοδύναμος, όμοιος. (Αντ.) : δυσανάλογος, άνισος, ανόμοιος.
Αντιφατικός : (Συν.) : αλλοπρόσαλλος, άστατος, ευμετάβλητος.
Απαλλαγή : (Συν.) : αθώωση, άφεση, λύτρωση, χειραφέτηση. (Αντ.) : υποδούλωση, δέσμευση.
Απελευθερώνω : (Συν.) : ελευθερώνω, απαλλάσσω, αποδεσμεύω, απολυτρώνω, λυτρώνω, χειραφετώ. (Αντ.) : δεσμεύω, υποδουλώνω, καθυποτάσσω, εξανδραποδίζω, σκλαβώνω.
Αποδοκιμάζω : (Συν.) : αποδοκιμάζω, καταδικάζω, κατακρίνω, επικρίνω. (Αντ.) : επικροτώ, εγκρίνω, συμφωνώ.
Αποτέλεσμα : (Συν.) : έκβαση, συνέπεια, κατάληξη, επακόλουθο, αιτιατό, παρεπόμενο, απόρροια. (Αντ.) : αιτία, αρχή, αίτιο, ξεκίνημα.
Ασάφεια : (Συν.) : αοριστία, αοριστολογία, γενικότητα. (Αντ.) : σαφήνεια, ενάργεια, διαύγεια, ευκρίνεια, καθαρότητα.
Άσκηση : (Συν.) : εκγύμναση, εξάσκηση, ενάσκηση, ενάθληση, τριβή. (Αντ.) : παραμέληση, αδιαφορία ακινησία.
Αυθαίρετος : (Συν.) : απολυταρχικός, αυταρχικός, δεσποτικός, ανεξέλεγκτος, ετσιθελικός. (Αντ.) : νόμιμος, κανονικός, νομότυπος, σύννομος, δημοκρατικός.
Αυθεντικός : (Συν.) : γνήσιος, αναμφισβήτητος, αληθινός, πρωτότυπος, έγκυρος, αρχέτυπος. (Αντ.) : πλαστός, ψεύτικος, ψευδής, κίβδηλος, κάλπικος, απομίμηση.
Αυταρέσκεια : (Συν.) : αυτοθαυμασμός, ναρκισσισμός, εγωπάθεια, ωραιοπάθεια, αυτολατρεία,
Αυτεξούσιος : (Συν.) : ανεξάρτητος, αυτόνομος, ελεύθερος. (Αντ.) : υποτελής, υποχείριος, εξαρτημένος.
Αυτοδιάθεση : (Συν.) : αυτοδιοίκηση, ανεξαρτησία, αυτονομία, αυθυπαρξία, αυτοτέλεια, χειραφέτηση.
Άτεγκτος : (Συν.) : άκαμπτος, αμαλάκωτος, αλύγιστος, αμείλικτος, άκαρδος, άσπλαχνος, απηνής, αυστηρός. (Αντ.) : μαλακός, πονόψυχος, σπλαχνικός, τρυφερός, συγκαταβατικός, μειλίχιος, επιεικής.
Αφυδατωμένος : (Συν.) : αποξηραμένος, αποστεγνωμένος, στεγνός. (Αντ.) : ενυδατωμένος, υγρός.
Άψογος : (Συν.) : αψεγάδιαστος, άμεμπτος, ανεπίληπτος, άμωμος, αλάνθαστος. (Αντ.) : επίψογος, επιλήψιμος, αξιοκρατικός, αξιόμεμπτος.
Β
Βάναυσος (Συν.) : σκληρός, βάρβαρος, σκαιός, ανάγωγος. (Αντ.) : μειλίχιος, πράος, ήπιος, ευγενικός.
Βασικός : (Συν.) : απαραίτητος, θεμελιώδης, ουσιαστικός, στοιχειώδης, αναντικατάστατος,πρωταρχικός. (Αντ.) : ανούσιος, μηδαμινός.
Βελτιώνω : (Συν.) : καλυτερεύω, εξανθρωπίζω, εξευγενίζω, εκλεπτύνω, ανακαινίζω, τελειοποιώ. (Αντ.) : χειροτερεύω, επιδεινώνω, εκτραχύνω, οξύνω.
Βερμπαλισμός : (Συν.) : πολυλογία, λογοκοπία, αερολογία, κενολογία, φλυαρία. (Αντ.) : θετικισμός, ουσία.
Βία : (Συν.) : εκβιασμός, επιβολή, καταναγκασμός, εξαναγκασμός, υποχρέωση. (Αντ.) : πειθώ, προαίρεση, εκλογή, ελευθερία.
Βλαβερός : (Συν.) : επιβλαβής, βλαπτικός, ζημιογόνος. (Αντ.) : ωφέλιμος, αβλαβής, ακίνδυνος, επωφελής.
Βοήθεια : (Συν.) : ενίσχυση, συνδρομή, αρωγή, υποστήριξη, συμπαράσταση. (Αντ.) : κατατρεγμός, διωγμός, αδιαφορία.
Βουλιμία : (Συν.) : ακόρεστη επιθυμία, πείνα, αδηφαγία, λίμα, λαχτάρα.
Γ
Γεγονός : (Συν.) : περιστατικό, συμβάν, πραγματικότητα, δεδομένο. (Αντ.) : φαντασία, μύθευμα, όνειρο, ψέμα.
Γένεση : (Συν.) : γέννηση, δημιουργία, πραγματοποίηση, κατασκευή, προέλευση. (Αντ.) : θάνατος, αφανισμός, φθορά, εκμηδένιση, εξαφάνιση.
Γλαφυρότητα : (Συν.) : κομψότητα, χαριτωμένο ύφος, κομψοέπεια, καλλιέπεια, καλλιλογία.
Γλωσσικό πλαίσιο : Το τμήμα του λόγου, μέσα στο οποίο εμφανίζεται ένα γλωσσικό στοιχείο.
Γνώμη : (Συν.) : σκέψη, κρίση, ιδέα, απόφαση, αντίληψη, άποψη, θέση, φρόνημα, δοξασία, πεποίθηση.
Γνώση : (Συν.) : κρίση, ορθοφροσύνη, σύνεση, γνωριμία, κατανόηση, αντίληψη. (Αντ.) : άγνοια, αφροσύνη, ακρισία.
Γόνιμος : (Συν.) : εύφορος, παραγωγικός, δημιουργικός, αποτελεσματικός. (Αντ.) : άγονος, άκαρπος, στέρφος.
Δ
Δεινός : (Συν.) : φοβερός, τρομερός, φρικτός, ικανότατος, άξιος. (Αντ.) : ήπιος, μαλακός, προσηνής, ανίκανος, ανάξιος, κοινός.
Δεισιδαιμονία : (Συν.) : η πίστη στην ύπαρξη μυστηριωδών όντων, δαιμόνων, φαντασμάτων κι ο φόβος που προέρχεται από αυτή.
Δηλώνω : (Συν.) : φανερώνω, αποκαλύπτω, γνωστοποιώ, κοινοποιώ, αναφέρω. (Αντ.) : κρύπτω, αποκρύπτω, αποσιωπώ.
Δήλωση : (γλώσσα), η άμεση, καθημερινή και πιο απλή σημασία της λέξης.
Δημαγωγία : (Συν.) : δημοκολακεία, διαβουκόληση, δημοκοπία, δημεγερσία.
Δημιουργώ : (Συν.) : κατασκευάζω, πλάθω, διαμορφώνω, επινοώ. (Αντ.) : φθείρω, καταστρέφω, διαλύω, εκμηδενίζω, γκρεμίζω.
Διαβάλλω : (Συν.) : κατηγορώ, συκοφαντώ, διασύρω, δυσφημώ. (Αντ.) : συνηγορώ, υπερασπίζομαι, εγκωμιάζω.
Διαπαιδαγωγώ : (Συν.) : εκπαιδεύω, διδάσκω, ανατρέφω, μορφώνω, γαλουχώ, παιδαγωγώ, διαπλάθω, καθοδηγώ, διαφωτίζω. (Αντ.) : παραπλανώ, στραβώνω, αποστραβώνω, αφήνω αμόρφωτο.
Διαστρέφω : (Συν.) : διαστρεβλώνω, αλλοιώνω, παραμορφώνω, διαφθείρω, ανηθικοποιώ. (Αντ.) : ευθυγραμμίζω, ισιώνω, ομαλοποιώ, ηθικοποιώ, αναμορφώνω, εκθειάζω, αναπλάθω.
Διαφωτίζω : (Συν.) : ενημερώνω, κατατοπίζω, καθοδηγώ, προσανατολίζω, διευκρινίζω, κατηχώ, επεξηγώ, εξηγώ. (Αντ.) : αποσιωπώ, συγκαλύπτω, συσκοτίζω, κουκουλώνω, παρερμηνεύω, παρανοώ.
Διεθνισμός : (Συν.) : παγκοσμιοποίηση. (Αντ.) : εθνικισμός.
Διευκρινίζω : (Συν.) : εξηγώ, διασαφηνίζω, αποσαφηνίζω, αναλύω, διαφωτίζω, διαλευκαίνω, επεξηγώ, ξεκαθαρίζω. (Αντ.) : μπερδεύω, συσκοτίζω, θολώνω, αοριστολογώ.
Δουλαγώγηση : (Συν.) : χειραγώγηση, εξανδραποδισμός, ετεροκατεύθυνση, υποδούλωση.
Δύναμη : (Συν.) : κύρος, ρώμη, σθένος, πυγμή, εξουσία, ακμαιότητα, στιβαρότητα, ευρωστία. (Αντ.) : αδυναμία, ασθένεια.
Δυσχέρεια : (Συν.) : δυσκολία, εμπόδιο, κώλυμα, πρόσκομμα, χαλεπότητα. (Αντ.) : ευχέρεια, ευκολία, βολή, διευκόλυνση.
Ε
Έγκλημα : (Συν.) : κακούργημα, ανοσιούργημα, φόνος, θανάτωση, φονικό, σκοτωμός. (Αντ.) : αγαθοεργία, καλοσύνη, βοήθεια, προστασία.
Εγκώμιο : (Συν.) : έπαινος, εγκωμιασμός, ευφημισμός, διθύραμβος, εύφημη μνεία. (Αντ.) : επίπληξη, κατηγορία, επιτίμηση, μομφή, ψόγος, αποδοκιμασία.
Έγνοια : (Συν.) : φροντίδα, μέριμνα, ανησυχία, μέλημα, σκέψη, στενοχώρια. (Αντ.) : αμεριμνησία, ανεμελιά, αδιαφορία, ολιγωρία.
Είδηση : (Συν.) : πληροφορία, νέο, μήνυμα, αγγελία, ειδοποίηση, αναγγελία, γνώση.
Ειδεχθής : (Συν.) : αποκρουστικός στην όψη, σιχαμερός, απεχθής, βδελυρός, μισαρός.
Ειρωνεία : (Συν.) : κοροιδία, εμπαιγμός, πείραγμα, περιγέλασμα, σαρκασμός, χλευασμός, λοιδορία. (Αντ.) : θαυμασμός, σεβασμός, έπαινος.
Εισχωρώ : (Συν.) : εισδύω, διεισδύω, παρεμβάλλομαι, παρεισφρύω, εισβάλλω. (Αντ.) : εκχωρώ, βγαίνω.
Εκδηλώνω : (Συν.) : φανερώνω, εξωτερικεύω, εκφράζω, διατυπώνω. (Αντ.) : κρύβω, αποκρύπτω, συγκαλύπτω, καταπνίγω.
Εκθειάζω : (Συν.) : παινεύω, εξυμνώ, εγκωμιάζω, υμνολογώ, δοξάζω, δοξολογώ. (Αντ.) : κατακρίνω, καυτηριάζω, στηλιτεύω, ψέγω, στιγματίζω, εξευτελίζω, κατηγορώ.
Εκζήτηση : (Συν.) : επιτήδευση. (Αντ.) : φυσικότητα.
Εκμεταλλεύομαι : (Συν.) : χρησιμοποιώ, καπηλεύομαι, εμπορεύομαι, καρπώνομαι, νέμομαι. (Αντ.) : παραμελώ, αφήνω σε αχρηστία.
Εκούσιος : (Συν.) : εθελούσιος, προαιρετικός, οικειοθελής, αυτόβουλος, αυτοκέλευστος. (Αντ.) : ακούσιος, αναγκαστικός, επιβεβλημένος, αναπόδραστος, αναπόφευκτος, άκων.
Έκπτωση : (Συν.) : κατάπτωση, ξεπεσμός, παρακμή, κατάργηση, εκθρόνιση, υποτίμηση. (Αντ.) : εξύψωση, ανάρρηση, ενθρόνιση, υπερτίμηση, προσαύξηση.
Ελάττωμα : (Συν.) : ατέλεια, μειονέκτημα, τρωτό, πλημμέλεια, έλλειψη. (Αντ.) : προτέρημα, πλεονέκτημα, προσόν, αρετή, χάρισμα, ταλέντο.
Ελεύθερος : (Συν.) : αδέσμευτος, ανεξάρτητος, αυτοτελής, χειραφετημένος, αδυνάστευτος, αδέσποτος, αδούλωτος, ασκλάβωτος. (Αντ.) : δούλος, σκλάβος, υποτελής, είλωτας, αιχμάλωτος, αλύτρωτος, ανδράποδο, ραγιάς, δεσμώτης, υπηρέτης.
Ελευθερία : (Συν.) : ανεξαρτησία, αυτοτέλεια, χειραφέτηση, αυτοδιάθεση, απελευθέρωση, αυτονομία, ελευθεροτυπία, αυτεξουσιότητα.
Έλλειψη : (Συν.) : στέρηση, ανεπάρκεια, ένδεια, πενία, απορία, απουσία, σπανιότητα, φτώχεια, ανυπαρξία. (Αντ.) : επάρκεια, αφθονία, περίσσεια, πλούτος, σωρεία, αυτάρκεια.
Έμπειρος : (Συν.) : γνώστης, πεπειραμένος, επιτήδειος, δοκιμασμένος, πολύπειρος, ειδήμονας. (Αντ.) : άπειρος, αρχάριος, αδαής, αμαθής, αδέξιος.
Έμφυτος : (Συν.) : φυσικός, εγγενής, σύμφυτος, κληρονομικός. (Αντ.) : επίκτητος, πρόσκτητος.
Ενέργεια : (Συν.) : πράξη, δράση, εκτέλεση, διεξαγωγή, προσπάθεια, εργασία, λειτουργία. (Αντ.) : αδράνεια, ακινησία, απραξία, ηρεμία, αποτελμάτωση, αργία, παύση.
Ενεργούμενο : (Συν.) : υποχείριο, ανδράποδο, χειραγωγούμενο, ετερόφωτο, ετερόνομο.
Ενισχύω : (Συν.) : δυναμώνω, ισχυροποιώ, ζωογονώ, κραταιώνω, βοηθώ, συνεπικουρώ, τονώνω, συντρέχω. (Αντ.) : εξασθενίζω, αδυνατίζω, ατονώ, κάμπτω.
Εξέλιξη : (Συν.) : ανάπτυξη, πρόοδος, ανέλιξη, πολιτισμός, μεταλλαγή, προαγωγή. (Αντ.) : παρακμή, κατάπτωση, φθορά, στασιμότητα, αποτελμάτωση, μαρασμός, οπισθοδρόμηση, εκφυλισμός.
Εξετάζω : (Συν.) : ερευνώ, αναζητώ, διερευνώ, εξελέγχω, δοκιμάζω, αναλύω, περιεργάζομαι, εμβαθύνω, πραγματεύομαι.
Εξουσιάζω : (Συν.) : χειραγωγώ, κατευθύνω, ποδηγετώ, κυβερνώ, διοικώ, δεσπόζω.
Έπαρση : (Συν.) : αλαζονεία, καυχησιολογία, κομπασμός, υπεροψία, μεγαλορρημοσύνη, εγωισμός.
Επηρεάζω : (Συν.) : επιδρώ, επενεργώ, ασκώ επιρροή, φέρνω επιπτώσεις.
Επιδοκιμάζω : (Συν.) : παραδέχομαι, επικροτώ, δέχομαι, εγκρίνω. (Αντ.) : αποδοκιμάζω, επικρίνω, καταδικάζω, κατακρίνω, κατηγορώ, ψέγω, μέμφομαι.
Επίκαιρος : (Συν.) : έγκαιρος, καίριος, εύστοχος. (Αντ.) : ανεπίκαιρος, άκαιρος, παράκαιρος, άσχετος, καθυστερημένος.
Επιλέγω : (Συν.) : διαλέγω, εκλέγω, ανθολογώ, απανθίζω, σταχυολογώ, προκρίνω, προτιμώ, ξεχωρίζω. (Αντ.) : απορρίπτω, απωθώ.
Επιλήψιμος : (Συν.) : αξιοκρατικός, επίμεμπτος, αξιόμεμπτος, κατακριτέος. (Αντ.) : άμεμπτος, ανεπίληπτος.
Επιμέλεια : (Συν.) : φροντίδα, μέριμνα, περιποίηση, ενδιαφέρον, ζήλος, επιστασία. (Αντ.) : αμέλεια, αδιαφορία, οκνηρία, ακηδία, ολιγωρία.
Επιρροή : (Συν.) : επίδραση, επήρεια, επηρεασμός, επενέργεια. (Αντ.) : δύναμη, κύρος, επιβολή.
Εργασία : (Συν.) : έργο, απασχόληση, ασχολία, δράση, μόχθος, επάγγελμα, επιτήδευμα, διατριβή. (Αντ.) : αργία, απραξία, αδράνεια, ανεργία, ακινησία, ραστώνη.
Ερμηνεύω : (Συν.) : εξηγώ, επεξηγώ, διασαφηνίζω, αποσαφηνίζω. (Αντ.) : παρερμηνεύω, παρανοώ, παραποιώ, διαστρέφω, θολώνω, αλλοιώνω, συσκοτίζω.
Ετυμολογία : Η αναζήτηση της προέλευσης και της αρχικής σημασίας μιας λέξης.
Ευεργετώ : (Συν.) : προσφέρω, συντρέχω, βοηθώ, ελεώ, συνεισφέρω.
Ευμετάβλητος : (Συν.) : ευμετάβολος, μεταβλητός, άστατος, ασταθής. (Αντ.) : αμετάβλητος, σταθερός, δυσμετάβλητος.
Ευνόητος : (Συν.) : κατανοητός, ευκολονόητος, καταληπτός, ευκατάληπτος, αυτονόητος. (Αντ.) : δυσνόητος, ακατάληπτος, στρυφνός, δύσκολος.
Εύνοια : (Συν.) : προστασία, συμπάθεια, υποστήριξη, μεροληψία, προτίμηση. (Αντ.) : δυσμένεια, εχθρότητα, εναντίωση, κατατρεγμός, εναντιότητα.
Ευόδωση : (Συν.) : ευδοκίμηση, επιτυχία, τελεσφόρηση, αίσια έκβαση. (Αντ.) : αποτυχία, αστοχία, κακή έκβαση.
Εχέμυθος : (Συν.) : εγκρατής, έμπιστος. (Αντ.) : ακριτόμυθος, αθυρόστομος, φλύαρος.
Εχεφροσύνη : (Συν.) : σύνεση, φρόνηση, σωφροσύνη.
Εωθινός : (Συν.) : Πρωινός, ορθρινός. (Αντ.) : Βραδινός, νυχτερινός.
Έωλος : (Συν.) : μπαγιάτικος, μουχλιασμένος. (Αντ.) : φρέσκος, νωπός.
Ζ
Ζήλια : (Συν.) : φθόνος, επιβουλή, καχυποψία, ζηλοτυπία. (Αντ.) : καλοτύχισμα, συνεορτασμός.
Ζοφερός : (Συν.) : σκοτεινός, ερεβώδης, ανήλιαγος, αφώτιστος. (Αντ.) : λαμπρός, φωτεινός, αισιόδοξος.
Ζυγίζω : (Συν.) : σταθμίζω, επηρεάζω, επιδρώ, εκτιμώ, ευθυγραμμίζω, αποδίδω ορισμένη αξία.
Ζωτικός : (Συν.) : ζωογόνος, δυνατός, δραστήριος, σημαντικός, σπουδαίος, πρωταρχικός, κύριος. (Αντ.) : δευτερεύων, επουσιώδης, μηδαμινός, ασήμαντος.
Η
Ηγούμαι : (Συν.) : διευθύνω, προηγούμαι, προπορεύομαι, προβαδίζω, προίσταμαι, πρωτοστατώ, άρχω. (Αντ.) : έπομαι, ακολουθώ.
Ηθικός : (Συν.) : τίμιος, έντιμος, ενάρετος, χρηστός, χρηστοήθης, αγνός, αδιάφθορος. (Αντ.) : ανήθικος, άτιμος, ανέντιμος, αισχρός, επιλήψιμος, φαύλος, διεφθαρμένος.
Ημερεύω : (Συν.) : καθησυχάζω, ηρεμώ, μαλακώνω. (Αντ.) : αγριεύω, θυμώνω, εξαγριώνω, εκνευρίζω.
Ήρεμος : (Συν.) : ήσυχος, πράος, μειλίχιος, αδιατάρακτος, αδρανής, καταλαγιασμένος, γαληνεμένος. (Αντ.) : ταραχώδης, ανήσυχος, αναστατωμένος, τρικυμιώδης, ερεθισμένος.
Ησυχία : (Συν.) : σιωπή, σιγή, γαλήνη. (Αντ.) : φασαρία.
Θ
Θαλλός : (Συν.) : το νεαρό κλαδί φυτού, βλαστάρι, φυντάνι.
Θάρρος : (Συν.) : τόλμη, αφοβία, αποφασιστικότητα, σθένος, αντρειοσύνη, αυτοπεποίθηση, ευτολμία. (Αντ.) : δειλία, φόβος, ατολμία, δέος.
Θεμιτός : (Συν.) : νόμιμος, επιτρεπόμενος, δίκαιος, όσιος, σωστός, έννομος, σύννομος, προσήκων. (Αντ.) : αθέμιτος, παράνομος, αυθαίρετος, άνομος, άδικος, έκνομος.
Θεσμός : (Συν.) : νόμος, κανόνας δικαίου, άγραφος νόμος, έθος, θέσπισμα, νομοθέτημα, συνήθεια.
Θλίψη : (Συν.) : λύπη, στενοχώρια, βαρυθυμία, λύπηση, μελαγχολία, πίκρα, οδύνη. (Αντ.) : χαρά, χαρμοσύνη, αγαλλίαση, ευφροσύνη, αλυπία, αθλιψία.
Θρασύς : (Συν.) : τολμηρός, θαρραλέος, ιταμός, αδιάντροπος, προπετής, αναιδής. (Αντ.) : δειλός, σεμνός, επιφυλακτικός, διακριτικός.
Ι
Ιαματικός : (Συν.) : θεραπευτικός, δυναμωτικός, τονωτικός. (Αντ.) : επιδεινωτικός, βλαβερός, επιβλαβής.
Ιδανικό : (Συν.) : ιδεώδες, όνειρο, σκοπός, φιλοδοξία, ιδέα, πρότυπο, υπόδειγμα. (Αντ.) : ατέλεια, μειονέκτημα.
Ιδεάζω : (Συν.) : υποπτεύω, πονηρεύομαι, εικάζω.
Ιδιότροπος : (Συν.) : ιδιόρρυθμος, ιδιότυπος, παράξενος, δύστροπος, κακόβουλος. (Αντ.) : καλόβολος, βολικός, συνήθης.
Ικετεύω : (Συν.) : θερμοπαρακαλώ, εκλιπαρώ.
Ίσος : (Συν.) : ίδιος, όμοιος, ισοδύναμος, ισόποσος, ισουψής. (Αντ.) : άνισος, ανόμοιος, ανισομεγέθης, ανισοβαρής.
Ισότητα : (Συν.) : ισοδυναμία, ισονομία, ισοπολιτεία, ισοτιμία. (Αντ.) : ανισότητα. Ισοφαρίζω : (Συν.) : αντισταθμίζω.
Ισχύς : (Συν.) : δύναμη. (Αντ.) : αδυναμία, ατονία.
Κ
Καθαγιάζω : (Συν.) : εξαγνίζω, απαλλάσσω, αγιάζω. (Αντ.) : μιαίνω, μολύνω, βεβηλώνω, κηλιδώνω.
Καθαίρεση : (Συν.) : κατεδάφιση, κατάρριψη, ανατροπή, εκθρόνιση, έκπτωση, απόλυση, παύση, ατίμωση. (Αντ.) : εγκατάσταση, εγκαθίδρυση, αναγόρευση, ενθρόνιση.
Καθεστώς : (Συν.) : πολίτευμα, πολιτεία, πολιτική κατάσταση, πολιτικό σύστημα, αρχή, κράτος. (Αντ.) : ρευστότητα, νέα κατάσταση.
Καθήκον : (Συν.) : υποχρέωση, οφειλή, χρέος, υπηρεσία, δέσμευση, ηθική επιταγή. (Αντ.) : δικαίωμα, δίκαιο, ανευθυνότητα.
Καινοτόμος : (Συν.) : ανανεωτής, ανακαινιστής, νεωτεριστής, επινοητικός, ρηξικέλευθος, εφευρετικός, αναμορφωτής, μεταρρυθμιστής, πρωτοπόρος, επαναστάτης. (Αντ.) : συντηρητικός, αντιδραστικός.
Καλλιεργώ : (Συν.) : κατεργάζομαι, οργώνω, δουλεύω, μορφώνω, αναπτύσσω, καταρτίζω, εξασκώ, εκπαιδεύω, εκλεπτύνω. (Αντ.) : αμελώ, παραμελώ, καταστρέφω, επιδεινώνω, χειροτερεύω, υποβιβάζω.
Καλλωπίζω : (Συν.) : ομορφαίνω, εξωραίζω, διακοσμώ, στολίζω, ευπρεπίζω, διαποικίλλω. (Αντ.) : παραμορφώνω, ασχημίζω, παραμελώ.
Καταγγέλλω : (Συν.) : μηνύω, εγκαλώ, κατηγορώ, αναφέρω. (Αντ.) : συνηγορώ, υπερασπίζομαι, συγκαλύπτω, δικαιολογώ.
Κατανοώ : (Συν.) : εννοώ, αντιλαμβάνομαι, αισθάνομαι, νιώθω.
Καταναλώνω : (Συν.) : αναλίσκω, αναλώνω, ξοδεύω, διαθέτω, δαπανώ. (Αντ.) : εξοικονομώ.
Κατηγορία : (Συν.) : καταγγελία, ενοχοποίηση, μομφή, επίμεμψη, αιτίαση, συκοφαντία, ψόγος, διαβολή, ονειδισμός, κακολογία. (Αντ.) : συνηγορία, υπεράσπιση, υποστήριξη, έπαινος, εγκώμιο, δικαιολογία.
Κατοχή : (Συν.) : κτήση, κυριότητα. (Αντ.) : ακτημοσύνη.
Κίβδηλος : (Συν.) : ψεύτικος, κάλπικος, νοθευμένος, παραποιημένος, απατηλός, πλαστός. (Αντ.) : γνήσιος, αγνός, ειλικρινής.
Κιτρινισμός τύπου : Η στάση του τύπου, κατά την οποία επιδιώκεται η αύξηση της κυκλοφορίας με σκανδαλοθηρικά δημοσιεύματα.
Κοινολογώ : (Συν.) : ανακοινώνω, κοινοποιώ, διαλαλώ. (Αντ.) : αποκρύπτω, συγκαλύπτω, αποσιωπώ.
Κομφορμισμός : Προσαρμογή ενός ατόμου στις απαιτήσεις και τους τύπους συμπεριφοράς της ομάδας στην οποία ανήκει.
Κοσμοπολίτης : (Συν.) : διεθνιστής. Κούραση : (Συν.) : κόπος, κάματος, κόπωση, εξάντληση, απαυδισμός, ταλαιπωρία, καταπόνηση. (Αντ.) : ανάπαυση, ανακούφιση, ξεκούραση, αναψυχή, ανάπαυλα.
Κορεννύω : (Συν.) : αυτός που έχει κορεστεί, παραγεμίζω, υπερπληρώνω, χορταίνω. (Αντ.) : αδειάζω, εκκενώνω.
Κουλτούρα : (Συν.) : πολιτισμός, παιδεία, μόρφωση.
Κρίνω : (Συν.) : σκέπτομαι, ερμηνεύω, σχολιάζω, αποφαίνομαι, αποφασίζω, εκφράζω γνώμη. (Αντ.) : επιφυλάσσομαι, αθωώνω, δεν έχω γνώμη.
Κύρος : (Συν.) : δύναμη, επιβολή, ισχύς, επιρροή, αυθεντία, βαρύτητα, ύψιστη εξουσία. (Αντ.) : αδυναμία, ασημαντότητα, απαξία.
Κωλυσιεργώ : (Συν.) : παρακωλύω, εμοδίζω, παρεμποδίζω, καθυστερώ, υπονομεύω. (Αντ.) : υποβοηθώ, διευκολύνω, ενισχύω, συντρέχω.
Λ
Λαμβάνω : (Συν.) : παίρνω. (Αντ.) : δίνω, παρέχω.
Λαθραίος : (Συν.) : κρυφός, μυστικός, κλοπιμαίος, άδηλος, αφανής. (Αντ.) : φανερός, κατάδηλος, εμφανής, δηλωμένος, νόμιμος.
Λήθη : (Συν.) : λησμονιά, λησμοσύνη, αμνησία, αστόχημα, απολησμονιά. (Αντ.) : μνήμη, θύμηση, ανάμνηση, ενθύμηση, μνεία, μνημόνευση.
Λιτός : (Συν.) : απλός, απέριττος, ακόσμητος, πενιχρός, ακαλλώπιστος, φτωχός, δωρικός. (Αντ.) : πλούσιος, πολυτελής, επιτηδευμένος, προσποιητός, σύνθετος, περίτεχνος, εξεζητημένος.
Λυσιτελής : (Συν.) : ωφέλιμος, χρήσιμος, τελεσφόρος, επωφελής, ευεργετικός. (Αντ.) : αλυσιτελής, ατελέσφορος, ανώφελος, άχρηστος, άσκοπος.
Μ
Μαζικός : (Συν.) : μάζα. (Αντ.) : ατομικός, μεμονωμένος.
Μαθαίνω : (Συν.) : διδάσκομαι, αφομοιώνω, πληροφορούμαι, εξοικειώνομαι. (Αντ.) : αγνοώ, είμαι αδαής.
Μαρτυρώ : (Συν.) : επιβεβαιώνω, πιστοποιώ, επικυρώνω, φανερώνω. (Αντ.) : αποκρύπτω, αποσιωπώ, κρύβω.
Ματαιολογώ : (Συν.) : φλυαρώ άσκοπα, κενολογώ, μωρολογώ, μικρολογώ, ασημαντολογώ. (Αντ.) : σοβαρολογώ.
Μέθοδος : (Συν.) : τρόπος, μέθοδος, σύστημα, τακτική, σχέδιο, τεχνική, τεχνοτροπία, συνταγή.
Μειώνω : (Συν.) : ελαττώνω, λιγοστεύω, μικραίνω, μετριάζω, περιορίζω, περιστέλλω, υποτιμώ, σμικρύνω, συμπτύσσω, συντέμνω, υποβιβάζω, εξευτελίζω. (Αντ.) : αυξάνω, επαυξάνω, εμπλουτίζω, πληθαίνω, επεκτείνω, δυναμώνω, παροξύνω, εκτραχύνω, εξυψώνω, προσθέτω.
Μελλοντικός : (Συν.) : προσεχής, επερχόμενος, επικείμενος.
Μεριμνώ : (Συν.) : φροντίζω, ενδιαφέρομαι, προνοώ, κήδομαι, επιμελούμαι, καταγίνομαι. (Αντ.) : αδιαφορώ, αμελώ, παραβλέπω, ολιγωρώ.
Μεστός : (Συν.) : πλήρης, γεμάτος, έμπλεος, βρίθων, πλούσιος, ώριμος. (Αντ.) : άδειος, κενός, γυμνός, στεγνός, πενιχρός.
Μεταβάλλω : (Συν.) : αλλάζω, αλλοιώνω, μετατρέπω, διαφοροποιώ, μεταποιώ, μετασχηματίζω, μεταρρυθμίζω, μεταμορφώνω, αναδιοργανώνω, εξελίσσω, μεταπλάθω. (Αντ.) : σταθεροποιώ, παγιώνω, διατηρούμαι, μένω σταθερός.
Μεταπίπτω : (Συν.) : μεταβάλλομαι, αλλοιώνομαι, μεταστρέφομαι.
Μετεξελίσσομαι : (Συν.) : μετασχηματίζομαι, μεταλλάσσομαι.
Μετριόφρων : (Συν.) : σεμνός, ταπεινός, απλός. (Αντ.) : υπερόπτης, αλαζόνας, καυχησιάρης, υπερήφανος.
Μομφή : (Συν.) : κατηγορία, επίπληξη, επιτίμηση, ψόγος, κατάκριση. (Αντ.) : έπαινος, επικρότηση, εγκώμιο, εγκωμιασμός.
Μόνιμος : (Συν.) : οριστικός, σταθερός, αμετάβλητος, αμετάκλητος, αμετάθετος, αμετακίνητος. (Αντ.) : παροδικός, προσωρινός, πρόσκαιρος, εφήμερος, ευμετάβλητος.
Μοντερνισμός : (Συν.) : νεωτερισμός, καινοτομία. (Αντ.) : αναχρονισμός, συντηρητισμός. Μοχθηρός : (Συν.) : κακός, κακεντρεχής, φθονερός, δολοπλόκος, επίφθονος, καταχθόνιος, εμπαθής, χαιρέκακος. (Αντ.) : καλός, καλοκάγαθος, αγαθός, άκακος, καλόκαρδος.
Ν
Νεολογισμός : Νέα λέξη ή χρησιμοποίηση λέξης με σημασία διαφορετική από τη συνηθισμένη.
Νοερός : (Συν.) : ιδεατός, θεωρητικός, φανταστικός, υπεραισθητός, εγκεφαλικός, αυλός, διανοητικός. (Αντ.) : αισθητός, υλικός, πρακτικός.
Νόημα : (Συν.) : έννοια, ιδέα, εκδοχή, σημασία, σκέψη, στοχασμός, αξία, σκοπός, επιδίωξη, νεύμα, σήμα.
Νόμιμος : (Συν.) : έννομος, σύννομος, θεμιτός, θέσμιος, κανονικός. (Αντ.) : παράνομος, άνομος, έκνομος, αθέμιτος, παράτυπος.
Νωχελικός : (Συν.) : νωθρός, αργός, βραδυκίνητος, οκνός, ράθυμος. (Αντ.) : ενεργητικός, δραστήριος, εργατικός, γρήγορος.
Ξ
Ξακουστός : (Συν.) : ονομαστός, περίφημος, διαβόητος, φημισμένος, διάσημος, πασίγνωστος, γνωστός, επιφανής, θρυλικός, περιβόητος, περιλάλητος, περιώνυμος, πολυθρύλητος, διαπρεπής. (Αντ.) : άσημος, αφανής, άγνωστος, ανώνυμος, τυχαίος, κοινός.
Ξενότροπος : Αυτός που ακολουθεί τον τρόπο ζωής και συμπεριφοράς των ξένων. Ξεπερνώ : (Συν.) : υπερνικώ, εξουδετερώνω, προσπερνώ, υπερβάλλω. (Αντ.) : καταβάλλομαι, νικιέμαι. Ξεχωρίζω : (Συν.) : αποχωρίζω, αποσπώ, διαχωρίζω, αντιδιαστέλλω, εκλέγω, προτιμώ, διαλέγω, προκρίνω, σταχυολογώ, ανθολογώ. (Αντ.) : ενώνω, συνενώνω, συνδέω, συγχωνεύω, συνάπτω, εξοβελίζω, εξομοιώνομαι.
Ο
Οδηγώ : (Συν.) : προπορεύομαι, καθοδηγώ, κατευθύνω, χειραγωγώ. (Αντ.) : εκτρέπω, παραπλανώ, εξαπατώ, αποπροσανατολίζω, αποκοιμίζω.
Οίκτος : (Συν.) : ευσπλαχνία, συμπόνια, συμπάθεια, φιλανθρωπία, έλεος, ελεημοσύνη, οικτιρμός. (Αντ.) : αναλγησία, αναισθησία, σκληρότητα, ασυγκινησία, απανθρωπιά, ασπλαχνία, ανοικτιρμοσύνη.
Οκνηρός : (Συν.) : οκνός, τεμπέλης, νωθρός, ακαμάτης, αργόσχολος, φυγόπονος, αμελής. (Αντ.) : ενεργητικός, δραστήριος, εργατικός, φιλόπονος, φιλόμοχθος, φίλεργος, ρέκτης, άοκνος, ακάματος, χαλκέντερος.
Οιστρηλατώ : (Συν.) : μεταδίδω ενθουσιασμό σε κάποιον, εμπνέω, ενθουσιάζω, διεγείρω, εξάπτω. (Αντ.) : κατευνάζω.
Όλεθρος : (Συν.) : καταστροφή, αφανισμός, φθορά, εξαφάνιση, εξολόθρευση, εκμηδένιση, εξόντωση, αποδεκατισμός. (Αντ.) : σωτηρία, λύτρωση, λυτρωμός, διαφύλαξη, σώσιμο.
Ολόκληρος : (Συν.) : ακέραιος, άρτιος, ολάκερος, αμέριστος, πλήρης, ανέπαφος, αδιαίρετος, άθικτος, καθολικός, ενιαίος, ατόφιος. (Αντ.) : τμηματικός, ελλιπής, ατελής, λειψός, κολοβωμένος.
Όμοιος : (Συν.) : ίδιος, παρεμφερής, παραπλήσιος, ισοδύναμος, ομοειδής, ομοιόμορφος, ισάξιος, συναφής, ανάλογος, πανομοιότυπος. (Αντ.) : ανόμοιος, διαφορετικός, αλλιώτικος, ανομοιόμορφος.
Ομόνοια : (Συν.) : ομοφωνία, ομοφροσύνη, ομογνωμία, σύμπνοια, συμφωνία, αρμονία, αδελφοσύνη. (Αντ.) : διχόνοια, διαμάχη, έριδα, φιλονικία, διαπληκτισμός, διάσταση, διαφωνία, διχοστασία.
Ορίζω : (Συν.) : οριοθετώ, καθορίζω, προσδιορίζω, αποσαφηνίζω, διευκρινίζω, θεσπίζω, κανονίζω, κυριαρχώ, επιβάλλω, εξουσιάζω, αποφασίζω, αποφαίνομαι. (Αντ.) : αοριστολογώ, συσκοτίζω, μπερδεύω, θολώνω.
Ουσία : (Συν.) : ύπαρξη, υπόσταση, βαθύτερη έννοια, σημασία, περιληπτικό νόημα, ουσιώδες περιεχόμενο. (Αντ.) : ανυπαρξία, έλλειψη, επιφάνεια, επουσιώδες, δευτερεύον, λεπτομέρεια, χάσμα, ασημαντότητα.
Όψιμος : (Συν.) : καθυστερημένος, πάρωρος, οψιγενής. (Αντ.) : πρόωρος, γρήγορος.
Π
Παραβαίνω : (Συν.) : αθετώ, αναιρώ, καταπατώ, καταστρατηγώ, παραβιάζω, παρασπονδώ, απεμπολώ, προδίνω, επιορκώ, παρανομώ, υπαναχωρώ. (Αντ.) : τηρώ, εκπληρώνω, σέβομαι, κρατώ, είμαι συνεπής.
Παράδοξος : (Συν.) : παράξενος, αλλόκοτος, ασυνήθιστος, απίστευτος, αντικανονικός, ανώμαλος, περίεργος, πρωτότυπος. (Αντ.) : κανονικός, συνηθισμένος, ομαλός, φυσικός, φυσιολογικός.
Παράκαιρος : (Συν.) : άκαιρος, ανεπίκαιρος, όψιμος, καθυστερημένος, αργοπορημένος, πρόωρος, εκπρόθεσμος. (Αντ.) : επίκαιρος, έγκαιρος, καίριος, εύθετος.
Παράλληλος : (Συν.) : παρακείμενος, παράπλευρος, αντίστοιχος, ανάλογος, παρεμφερής, σύστοιχος, ομόλογος, σύγχρονος, ταυτόχρονος. (Αντ.) : κάθετος, τεμνόμενος, αντίθετος, άσχετος.
Παραμορφώνω : (Συν.) : μετασχηματίζω, αλλάζω, παραλλάζω, παραποιώ, διαστρεβλώνω, αλλοιώνω, διαστρέφω. (Αντ.) : σχηματίζω, μορφοποιώ, επανορθώνω, διορθώνω, αποκαθιστώ.
Παρεκτροπή : (Συν.) : εκτροπή, απόκλιση, παρέκκλιση, λοξοδρόμηση, αταξία, παραστράτημα, εκτραχηλισμός, αποχαλίνωση. (Αντ.) : κοσμιότητα, ευταξία, ευκοσμία, αυτοκυριαρχία, αυτοσυγκράτηση.
Παροχή : (Συν.) : χορηγία, χορήγηση, επιδότηση, εφοδιασμός, προμήθεια, συνεισφορά, επίδομα, ευεργέτημα, δώρο. (Αντ.) : στέρηση, αποστέρηση, κατακράτηση, αφαίρεση, αποκλήρωση.
Πειθαρχία : (Συν.) : υπακοή, ευπείθεια, υποταγή, δουλικότητα, νομιμοφροσύνη. (Αντ.) : απειθαρχία, ανυπακοή, απείθεια, στάση, στασιασμός, ανταρσία.
Πεποίθηση : (Συν.) : πίστη, εμπιστοσύνη, βεβαιότητα, γνώμη, φρόνημα, δοξασία. (Αντ.) : αμφιβολία, αβεβαιότητα.
Περίληψη : (Συν.) : σύνοψη, συνόψιση, επιτομή, σύντμηση, συγκεφαλαίωση. (Αντ.) : ανάλυση, ανάπτυξη, διεξοδικότητα.
Πίστη : (Συν.) : πεποίθηση, εμπιστοσύνη, βεβαιότητα, αξιοπιστία, ευπιστία, πίστωση, εμμονή, φερεγγυότητα, αφοσίωση, προσήλωση, δοξασία. (Αντ.) : απιστία, δυσπιστία, υπόνοια, υποψία, αμφιβολία, αβεβαιότητα, ενδοιασμός, αφερεγγυότητα, κακοπιστία, μηδενισμός, αθεισμός.
Πλουραλιστικός : (Συν.) : πολυφωνικός, ποικιλογνωμία. Πολυσημία : Ύπαρξη πολλών σημασιών.
Πολύπλευρος : (Συν.) : πολυμερής, πολυσύνθετος, πολλαπλός, πολύμορφος, πολύτροπος.
Προκατάληψη : (Συν.) : προδιάθεση, μεροληψία, μεροληπτική γνώμη, μεροληπτική κρίση, υποκειμενικότητα. (Αντ.) : απροκαταληψία, αντικειμενικότητα, απροσωποληψία, ανεπηρέαστη γνώμη, αμεροληψία.
Πρόληψη : Πίστη σε ανύπαρκτες δυνάμεις που επηρεάζουν την ανθρώπινη τύχη.
Πρόοδος : (Συν.) : εξέλιξη, ευδοκίμηση, βελτίωση, καλυτέρευση, προβιβασμός, προαγωγή. (Αντ.) : οπισθοδρόμηση, καθυστέρηση, μαρασμός, στασιμότητα, φθορά, κατάρρευση.
Προσποιητός : (Συν.) : τεχνητός, επιτηδευμένος, ψεύτικος, πλαστός, επίπλαστος, εξεζητημένος, αφύσικος, θεατρινίστικος. (Αντ.) : απροποίητος, ανεπιτήδευτος, ανυπόκριτος, φυσικός, ειλικρινής, άδολος, αυθόρμητος.
Πρότυπο : (Συν.) : υπόδειγμα, ιδεώδες, μοντέλο, ιδανικό, παράδειγμα για μίμηση, μήτρα. (Αντ.) : δικαιολογία, πρόσχημα, υπεκφυγή, αφορμή.
Ρ
Ραδιούργος : (Συν.) : δολοπλόκος, μηχανορράφος, διαβολέας, επίβουλος, πανούργος. (Αντ.) : ευθύς, ίσος, ειλικρινής, αγνός, τίμιος.
Ραστώνη : (Συν.) : τεμπελιά, νωχέλεια, νωθρότητα, τρυφηλότητα, μαλθακότητα, καλοπέραση. (Αντ.) : ενεργητικότητα, δραστηριότητα, ζωτικότητα, εργατικότητα.
Ρεκλάμα : (Συν.) : διαφήμιση, επίδειξη, προβολή, λανσάρισμα, διαλάλημα, διατυμπάνιση, αγγελία. (Αντ.) : δυσφήμιση, αποσιώπηση, διαπόμπευση, διασυρμός, κατηγορία.
Ρηξικέλευθος : (Συν.) : νεωτεριστής, καινοτόμος.
Ρυθμίζω : (Συν.) : τακτοποιώ, διευθετώ, διακανονίζω.
Σ
Σαφής : (Συν.) : διάφανος, καθαρός, διαυγής, ευδιάκριτος, ευκρινής, εναργής, συγκεκριμένος, εμφανής, ολοφάνερος, ευκολονόητος, εύληπτος, απλός, αυταπόδεικτος. (Αντ.) : ασαφής, συγκεχυμένος, αόριστος, δυσνόητος, διφορούμενος, σκοτεινός, θολός, νεφελώδης, σιβυλλικός.
Σέβομαι : (Συν.) : ευλαβούμαι, υπακούω, τιμώ, υπολήπτομαι, υποκλίνομαι, πειθαρχώ, υπακούω, ντρέπομαι. (Αντ.) : ασεβώ, περιφρονώ, καταφρονώ, καταπατώ, απειθαρχώ, παρεκτρέπομαι.
Σημαινόμενο : Συστατικό στοιχείο του γλωσσικού σημείου (λέξης), η έννοια / η σημασία στην οποία αναφέρεται.
Σημαίνον : Συστατικό στοιχείο του γλωσσικού σημείου (λέξης) που αναφέρεται στην ακουστική και γραπτή εικόνα του.
Σθένος : (Συν.) : δύναμη, ισχύς, ρώμη, αλκή, θάρρος, τόλμη, ευψυχία. (Αντ.) : ασθένεια, αδυναμία, ατολμία, φόβος, δειλία, ανανδρία, μικροψυχία, ατονία.
Σκέψη : (Συν.) : συλλογισμός, στοχασμός, διαλογισμός, διανόημα, γνώμη, κρίση, αντίληψη, άποψη. (Αντ.) : αστοχασιά, επιπολαιότητα, ξενοιασιά, απροσεξία, ανεμελιά.
Σπουδαίος : (Συν.) : σημαντικός, αξιόλογος, αξιοπρόσεκτος, εξαίρετος, εξαιρετικός, περίφημος, αξιοπαρατήρητος, κοσμοιστορικός, βαρυσήμαντος, σοβαρός, σημαίνων, πρωτεύων. (Αντ.) : ασήμαντος, κατώτερος, ανάξιος λόγου, μηδαμινός, τιποτένιος, επουσιώδης, δευτερεύων.
Σταθεροποιώ : (Συν.) : στερεώνω, μονιμοποιώ. (Αντ.) : αποσταθεροποιώ.
Συγκεχυμένος : (Συν.) : ασαφής, ακαθόριστος, μπερδεμένος. (Αντ.) : σαφής, ξεκάθαρος, συγκροτημένος.
Συγκρίνω : (Συν.) : παραβάλλω, παραλληλίζω, αντιπαραθέτω, συσχετίζω, αντιπαραβάλλω, συνδυάζω, παρομοιάζω.
Σύγχρονος : (Συν.) : ταυτόχρονος, επίκαιρος, έγκαιρος, μοντέρνος, νεωτερικός. (Αντ.) : ετερόχρονος, αναχρονιστικός, απαρχαιωμένος, αρχαιότροπος.
Συμβάλλω : (Συν.) : συνενώνω, βοηθώ, επικουρώ, συνεπικουρώ, συντείνω, συνεισφέρω, συνεργώ, συντελώ. (Αντ.) : χωρίζω, αποχωρίζω, διασπώ, διχάζω, καταστρέφω, ζημιώνω.
Συμφωνώ : (Συν.) : αποδέχομαι, εναρμονίζομαι, συνομολογώ, ενστερνίζομαι, συνηγορώ. (Αντ.) : διαφωνώ, αντιπαρατίθεμαι, αμφισβητώ, φέρνω αντιρρήσεις.
Συνδυάζω : (Συν.) : συνταιριάζω, ταιριάζω, εναρμονίζω, συσχετίζω, συνδέω, αλληλεξαρτώ, συνενώνω. (Αντ.) : αποσυνδέω.
Συνείδηση : (Συν.) : αντίληψη, επίγνωση, αυτεπίγνωση, αίσθηση, συναίσθηση, ακριβής γνώση. (Αντ.) : αναισθησία, άγνοια, ασυνειδησία.
Συνειρμός : (Συν.) : αλληλουχία, σύνδεση προτάσεων.
Συνέπεια : (Συν.) : επακόλουθο, απόρροια, αποτέλεσμα, παρεπόμενο, ακολουθία, συνάρτηση, επίπτωση. (Αντ.) : ασυνέπεια, ανακολουθία.
Συνεχής : (Συν.) : συνεχόμενος, αδιάκοπος, αδιάλειπτος, ακατάπαυστος, ασταμάτητος, διαρκής, εξακολουθητικός, διηνεκής, αέναος, ατελείωτος, ατέρμονος, αλλεπάλληλος, επαναληπτικός. (Αντ.) : στιγμιαίος, ασυνεχής, παροδικός, περιοδικός, πρόσκαιρος, εφήμερος, ακαριαίος.
Σύνθετος : (Συν.) : πολυμερής, πολύπλευρος, πολυσχιδής, πολλαπλός, ποικιλότροπος. (Αντ.) : απλός, μονομερής, μονόπλευρος, απλουστευμένος.
Συνυποδήλωση : Η μεταφορική σημασία της λέξης.
Σφετερίζομαι : (Συν.) : ιδιοποιούμαι, οικειοποιούμαι, αντιποιούμαι, καταχρώμαι, εκμεταλλεύομαι, αρπάζω, κατακρατώ. (Αντ.) : δίνω, παρέχω, παραχωρώ, χαρίζω.
Σφυγμομέτρηση : (Συν.) : δημοσκόπηση. Σχετικός : (Συν.) : συναφής, αναφορικός, αλληλένδετος, παραλληλίσιμος. (Αντ.) : άσχετος, ξένος, ανεξάρτητος, απόλυτος.
Σωφροσύνη : (Συν.) : σύνεση, φρόνηση, ορθοφροσύνη, περίσκεψη, σοφία, νουνέχεια. (Αντ.) : αφροσύνη, ασυνεσία, απερισκεψία, παραλογισμός.
Τ
Τακτοποιώ : (Συν.) : ρυθμίζω, κανονίζω. (Αντ.) : αναστατώνω. Καταστρέφω.
Τελειώνω : (Συν.) : περατώνω, ολοκληρώνω. (Αντ.) : αρχίζω.
Τέρψη : (Συν.) : ευχαρίστηση, ευφροσύνη, ευαρέσκεια, ικανοποίηση, απόλαυση, ψυχαγωγία, διασκέδαση. (Αντ.) : δυσαρέσκεια, πίκρα, απαρέσκεια, αηδία, οδύνη, άχθος.
Τολμηρός : (Συν.) : θαρραλέος, άφοβος, ριψοκίνδυνος, ανδρείος, γενναίος, άτρομος, ευθαρσής. (Αντ.) : δειλός, άτολμος, ψοφοδεής, άνανδρος.
Τυπικός : (Συν.) : συμβατικός, συνήθης, τυπολάτρης.
Τυποποιώ : (Συν.) : κοινότοπος, τετριμμένος. (Αντ.) : πρωτότυπος.
Τυραννικός : (Συν.) : απολυταρχικός, δυναστικός, δυναστευτικός, δεσποτικός, σατραπικός, αυταρχικός, φασιστικός, καταπιεστικός, βασανιστικός, μαρτυρικός. (Αντ.) : δημοκρατικός, ελεύθερος, ευχάριστος, ανακουφιστικός, ελαφρυντικός.
Τυχαίος : (Συν.) : απρόβλεπτος, συμπτωματικός, ασήμαντος, συνηθισμένος. (Αντ.) : σκόπιμος, ηθελημένος, σπουδαίος, αξιόλογος.
Τυχοδιώκτης : (Συν.) : αριβίστας, απατεώνας.
Υ
Υλοποιώ : (Συν.) : πραγματοποιώ, πραγματώνω, διεκπεραιώνω, επιτυγχάνω, κατακτώ.
Ύπαρξη : (Συν.) : υπόσταση, οντότητα, παρουσία. (Αντ.) : ανυπαρξία, απουσία, έλλειψη.
Υπερασπίζω : (Συν.) : συνηγορώ, προασπίζω, αμύνομαι, προστατεύω, υποστηρίζω, υπερμαχώ. (Αντ.) : επιτίθεμαι, εγκαταλείπω, κατηγορώ.
Υπεύθυνος : (Συν.) : υπόλογος, υπαίτιος, ένοχος, ευθυνόμενος. (Αντ.) : ανεύθυνος, ασύδοτος, αθώος, ανυπόλογος.
Υποδαυλίζω : (Συν.) : υποκινώ έμμεσα, αναμοχλεύω, υποθάλπω, υποκαίω, ξεσηκώνω.
Υποχρέωση : (Συν.) : καθήκον, χρέος, οφειλή, δέσμευση. (Αντ.) : προαίρεση, δικαίωμα, αξίωση, ελευθερία.
Ύφεση : (Συν.) : μείωση, ελάττωση, υποχώρηση, χαλάρωση, μετριασμός, περιορισμός, κάμψη, εξασθένιση, απάμβλυνση, υποστολή. (Αντ.) : άρση, έπαρση, ύψωση, ανύψωση, αύξηση, επίταση, δυνάμωμα, επιδείνωση, αναζωπύρωση.
Υφίσταμαι : (Συν.) : βρίσκομαι, υπάρχω, υποφέρω, ανέχομαι, τραβάω. Φαιδρός : (Συν.) : αστείος, γελαστός, ιλαρός, χαρούμενος, ευτράπελος, γελοίος. (Αντ.) : σοβαρός, κατηφής, βαρύς, δύσθυμος.
Φ
Φανερώνω : (Συν.) : εμφανίζω, παρουσιάζω, αποκαλύπτω, δείχνω, σημαίνω, δηλώνω. (Αντ.) : εξαφανίζω, κρύβω, αποκρύπτω, συγκαλύπτω.
Φήμη : (Συν.) : διάδοση, διαλάλημα, θρύλος, σπερμολογία, υπόληψη, εκτίμηση, αποθανάτιση (Αντ.) : σιωπή, ανωνυμία, άγνοια, αφάνεια, ασημότητα.
Φυσικός : (Συν.) : υλικός, έμφυτος, εγγενής, κληρονομικός, κανονικός, ανυπόκριτος, αληθινός, απλός. (Αντ.) : αφύσικος, επίκτητος, αυλός, αντικανονικός, υπερφυσικός, προσποιητός, πλαστός, τεχνητός.
Χ
Χειραφέτηση : (Συν.) : απαλλαγή από κάθε είδους εξάρτηση, απελευθέρωση, αυτοτέλεια, αυτονομία, αυθυπαρξία, ανεξαρτησία, αυτοδιάθεση, απεξάρτηση.
Χορηγώ : (Συν.) : παρέχω, δίνω, απονέμω, προσπορίζω, εκχωρώ, χαρίζω, δωρίζω. (Αντ.) : στερώ, κατακρατώ, αφαιρώ, παίρνω, αποκληρώνω.
Χρέος : (Συν.) : οφειλή, χρέωση, καθήκον, υποχρέωση, υπηρεσία, έργο. (Αντ.) : δικαίωμα, απαίτηση, πίστωση, ενεργητικό.
Χρήσιμος : (Συν.) : ωφέλιμος, πρόσφορος, επωφελής, λυσιτελής, αναγκαίος. (Αντ.) : άχρηστος, ανώφελος, ατελέσφορος, μάταιος, περιττός.
Χυδαίος : (Συν.) : βάναυσος, αγροίκος, άξεστος, αγενής, αχρείος, πρόστυχος. (Αντ.) : αβρός, ευγενικός, κόσμιος, σεμνός, ηθικός.
Ψ
Ψευδής : (Συν.) : ψεύτικος, ανυπόστατος, αναληθής, ανακριβής, αβάσιμος, ανειλικρινής, κίβδηλος, πλασματικός, παραποιημένος, πλαστογραφημένος, τεχνητός, ανύπαρκτος. (Αντ.) : αληθινός, πραγματικός, αψευδής, ακριβής, γνήσιος, αυθεντικός.
Ψύχραιμος : (Συν.) : ατάραχος, γαλήνιος, φλεγματικός, εγκρατής, νηφάλιος. (Αντ.) : παράφορος, ασυγκράτητος, θυελλώδης, θυμώδης, ευέξαπτος.
Ω
Ωθώ : (Συν.) : σπρώχνω, απομακρύνω, απωθώ, παροτρύνω, παρακινώ, επισπεύδω, εξωθώ, παρωθώ. (Αντ.) : έλκω, ελκύω, προσελκύω, μαγνητίζω.
Ώριμος : (Συν.) : γινωμένος, μεστωμένος, ολοκληρωμένος, αναπτυγμένος, μυαλωμένος, σοβαρός. (Αντ.) : ανώριμος, άωρος, άγουρος, αγίνωτος, αμέστωτος.
Ωφέλεια : (Συν.) : όφελος, κέρδος, απολαβή, ευεργέτημα, πλεονέκτημα, ωφελιμότητα, ωφέλημα, αναγκαιότητα, εξυπηρέτηση. (Αντ.) : ζημιά, βλάβη, απώλεια, ανωφέλεια, αχρηστία, ματαιότητα.
Ωφέλιμος : (Συν.) : χρήσιμος, επωφελής, λυσιτελής. (Αντ.) : άχρηστος, αλυσιτελής